Οι δύο μορφές λόγου, όπως σημείωσε ο κ. Χρυσόστομος, επ. καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, υφίστανται περισσότερες αποκλίσεις και λιγότερες συγκρίσεις, ωστόσο όταν ξεφύγουν και οι δυο μπορεί να φτάσουν στις εξής αρνητικές καταστάσεις: ο μεν πρώτος στον λαϊκισμό και ο δεύτερος στον ηθικισμό.
Για τον εκκλησιαστικό λόγο, σημείωσε ότι δεν δικαιολογεί εκπτώσεις, ούτε εξυπηρετεί σκοπιμότητες γι’ αυτό και απαιτείται να είναι καθαρός και κρυστάλλινος, σε αντίθεση με τον πολιτικό, που, όπως είπε, αφορά και υπηρετεί σκοπιμότητες. «Δεδομένου ότι ο πολιτικός λόγος υπηρετεί την κατάκτηση της εξουσίας, αποκτά εύκολα δημαγωγικά και λαϊκίστικα χαρακτηριστικά, θέτει διλήμματα, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που στοχεύει στον εκφοβισμό του κοινού, π.χ. θα πάνε χαμένες οι θυσίες, θα καταρρεύσει η κοινωνία…».
Ο κ. Χρυσόστομος χαρακτήρισε τον εκκλησιαστικό λόγο περισσότερο ισχυρό και διαχρονικό «αφού σπάνια χρειάζεται να αποδείξει ή να επιβεβαιωθεί άμεσα, σε αντίθεση προς τον πολιτικό λόγο, όπου σε μικρό χρονικό διάστημα μπορεί να αποδειχθεί κενού περιεχομένου αφού συνήθως η χρονική διάρκειά του στην πράξη σχετίζεται με την ίδια την κρίση του λαού».
Ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας χρησιμοποίησε επίσης την έννοια της ελευθερίας για να δείξει τη διαφορά μεταξύ των δύο λόγων: «Στον πρώτο (τον πολιτικό) ο ορισμός είναι ιδεολογικός και εκφράζεται είτε κοινωνικά είτε ατομικά. Στον δεύτερο λόγο (τον εκκλησιαστικό) καθίσταται και περιγράφεται η ελευθερία ως ένα γεγονός υπαρξιακό. Έτσι ο εκκλησιαστικός λόγος σεβόμενος την ελευθερία μπορεί να διαμορφώσει συνείδηση συνολική και όχι ατομική χωρίς αποκλεισμούς ή διακρίσεις, αλλά κυρίως μέσα από την αποδοχή και το σεβασμό προς την ετερότητα και τη διαφορετικότητα».
Τη διάλεξη του κ. Χρυσόστομου ακολούθησαν ερωτήσεις από το ακροατήριο και συζήτηση.
Μ.Ν.