«Το πολιτισμικό μας απόθεμα αποτελεί αναμφίβολα συγκριτικό μας πλεονέκτημα και για το λόγο αυτό με ιδιαίτερη επιμέλεια όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούμε να αξιοποιήσουμε και να παρέμβουμε, όπου είναι εφικτό, στα μνημεία του τόπου μας», δήλωσε ο περιφερειάρχης Πελοποννήσου.
Ο ναός, σύμφωνα με την Εφορεία Αρχαιοτήτων, «ανήκει στον τύπο του ελεύθερου σταυρού με τρούλλο και χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 14ου αι., με μία δεύτερη οικοδομική φάση στον 17ο αι. μετά από την οποία φιλοτεχνήθηκαν και οι σωζόμενες τοιχογραφίες. Ο ναός βρίσκεται σε κομβική θέση για τον έλεγχο του βασικότερου ορεινού περάσματος που συνέδεε τη Μεσσηνία με τη Λακωνία. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος στα τύμπανα της εγκάρσιας κεραίας, σε συνδυασμό με τα μορφολογικά στοιχεία του αρχικού τρούλου, επιβεβαιώνουν τους στενούς δεσμούς του οικοδομικού συνεργείου που κατασκεύασε το μνημείο με την αρχιτεκτονική παράδοση του Δεσποτάτου του Μορέως».
Ο περιφερειάρχης αναφέρθηκε στο ιδιαίτερο ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο της Αλαγονίας, τη σύνδεσή της με το Δεσποτάτο του Μορέα, με τις προσωπικότητες των Πατριαρχών Προκοπίου και Γρηγορίου Ε΄, αλλά και τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του ναού που αποτυπώνουν τα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής από τον 12ο αιώνα μέχρι το 15ο αιώνα, τονίζοντας ότι «αυτός ο ναός στην Αλαγονία αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο μια σημαντική ιστορική περίοδο για την Πελοπόννησο».
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων σημειώνει ότι «η ολοκλήρωση του έργου οφείλεται σε πολλούς ανθρώπους, κυρίως στον Μιχάλη Κάππα, την Σταυρούλα Παπανικολοπούλου, την Σίσσυ Αγγελοπούλου και τη Βασιλική Μπάκα».