Βρεθήκαμε συνοδοιπόροι στο μονοπάτι της μνήμης υπό το μελαγχολικό φως του μισοφέγγαρου, όπως μας είχε προϊδεάσει περίτεχνα η αφίσα πρόσκληση, που φιλοτέχνησε η Θεοδώρα Μπουκουβάλα. Το μονοπάτι οδηγούσε στην αυλή ενός σπιτιού. Όλα στην αυλή αυτού του σπιτιού μαρτυρούσαν τη νοικοκυροσύνη και την προκοπή, από τα παραθυρόφυλλα μέχρι τις γλάστρες με τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Και ανοίγοντας την πόρτα βρεθήκαμε σε μια σκηνή ιδιαιτέρως φροντισμένη με αντικείμενα - σύμβολα τοποθετημένα με σκηνοθετική μαεστρία. Δύο βαλίτσες στοιβαγμένες και πάνω τους ένας μπόγος βαρύς γεμάτος θύμησες, δίπλα ένα σίδερο από τα παλιά, σύμβολο νοικοκυροσύνης και μόχθου. Αντικριστά ένα τραπεζάκι γουστόζικο με ένα λυχνάρι πάνω για να ρίξει φως στη μνήμη και να συντροφέψει στην προκοπή, που τυλίγει ένα ρολό δαντέλα άσπρη φτιαγμένη με το βελονάκι. Από κάτω το καλαθάκι με το κέντημα και εκεί στην παρέα ένα κόκκινο ρόδο σύμβολο του έρωτα και της συντροφικότητας. Οι γλάστρες με τους βασιλικούς και τα λοιπά λουλούδια οριοθετούν τον χώρο και μοσχοβολούν μέσα μας το νοιάξιμο και τη φροντίδα. Ήρθαμε καλεσμένοι σε γιορτή...τι καλά να μας φιλέψουν και γλυκό του κουταλιού!
Και μας φίλεψαν ...οι φωνές των παιδιών σαν γάργαρο νερό και οι φωνές των Ρεθύμνιων χορωδών σαν ορμήνιες σοφών -που ήρθαν κοντά μας σε καιρούς χαλεπούς με δικά τους έξοδα- συναπαντήθηκαν και μας φίλεψαν γλυκό τριαντάφυλλο της αγάπης τραγουδώντας για τον ψεύτη τον ντουνιά, τα βάσανα της ζήσης, τις πίκρες του χωρισμού, τη γλύκα του έρωτα, τα δάκρυα του πόνου μέσα από τις μνήμες της προσφυγιάς. Και το γλυκό μερακλίδικο, όπως ο ήχος του μπουλγκαρί, που μας ταξίδεψε στην εικόνα της μάνας που μαζεύει κοντά τα παιδιά της, γιατί είναι ο μόνος θησαυρός που της απόμεινε. Και στα βάσανα του ξεριζωμού προτάσσει για 'όπλο' της την αγάπη. Η αγάπη και ο καλός της ο λόγος γαλουχεί τα παιδιά την στιγμή της πείνας, της δίψας, της πίκρας.
Η δημιουργία του ψηφιακού δίσκου “Αστικά τραγούδια Ρεθυμνίων και Μικρασιατών του Μεσοπολέμου” του Ανδρέα Γιακουμάκη λειτούργησε ως οίστρος για τον Τάσο Μπουκουβάλα αναμοχλεύοντας οικογενειακές μνήμες δημιουργώντας ένα κείμενο καταγραφής της ανθρώπινης ιστορίας ως ψηφίδα της ιστορικής μνήμης του ξεριζωμού των Μικρασιατών. Η δημιουργία έγινε έμπνευση και η έμπνευση έπλεξε με λόγια τη μνήμη και το όνειρο. Μέσα στη ροή της ζωής, στο τώρα, η Γεωργία Ψαραδέλλη έδωσε μορφή στο όνειρο ενώνοντας επί σκηνής την Καλαμάτα με την Κρήτη, τους μουσικούς με τους χορωδούς, τους δασκάλους με τους μαθητές, την μνήμη με το όνειρο. Η ένωση αυτή έγινε μορφή επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο γενιές -δύο γενιές χορωδών, δύο γενιές μουσικών, δύο γενιές προσφύγων τραγουδώντας ιστορίες του τότε αγγίζοντας το τώρα-.
Μικρασιάτες πρόσφυγες αγωνιώντας να επιβιώσουν από τη λαίλαπα του θανάτου κάνουν μπόγο τις ρίζες τους και μπαρκάρουν με πανί την ελπίδα για μια ειρηνική ζωή. Στα νερά του Αιγαίου που τότε η μάνα έχασε το δεμάτι με τις φωτογραφίες που κουβαλούσε, στα νερά που βούλιαξε τότε το φυλαχτό της μνήμης, σήμερα χάνονται ανθρώπινες ζωές που δεν αξιώνονται να πατήσουν στεριά, που δεν αξιώνονται την ελπίδα για μια ειρηνική ζωή. Γιατί τότε οι πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής είχαν κάπου να προσφύγουν, είχαν κάπου να ελπίζουν. Πάτησαν στεριά και όσο και αν βασανίστηκαν, όσο και αν πόνεσαν νοιώθοντας στο πετσί τους πως τα κύματα της στεριάς είναι πιο άγρια από τα κύματα που έχεις να παλέψεις με τα κουπιά, έζησαν και δημιούργησαν και άφησαν μνήμη που ακόμα τραγουδιέται.
Σήμερα, οι πρόσφυγες στερούνται εξαρχής το θεμελιώδες δικαίωμα στη ζωή. Εγκλωβισμένοι στο παράλογο, εγκλωβισμένοι στα τείχη του αίσχους που ορθώνονται στο δρόμο τους.
“Πάρε καρότσα και έλα το Σάββατο να με παρηγορήσεις
που ' μαι στο θάνατο
Κι έβαλα δάκρυα για νερό, τους πόνους μου για λίθους
και για μαστόρους τους παλμούς του πονεμένου στήθους
Πάρε καρότσα και έλα τη Κυριακή να με παρηγορήσεις
που ' μαι στη φυλακή
Πάρε καρότσα και έλα να ειδής που μ' έχουνε στης φυλακής την πόρτα και με παιδεύουνε”
Οι στίχοι στέκουν διαχρονικοί γιατί μιλούν για τον πόνο, τον πανανθρώπινο πόνο πέρα από χρόνο ή τόπο. Και εκεί είναι που έρχεται ωσάν βάλσαμο η δύναμη της μουσικής, που καταφέρνει να σπάσει τα τείχη και να ενώσει τους ανθρώπους
“Ψεύτη ντουνιά θα σε γλεντώ, ώσπου να ξεψυχήσω,
γιατί ξέρω σίγουρα πως δεν θα σε κερδίσω”
Έλα, όμως, που σε πείσμα του ψεύτη ντουνιά το πόνημα “Στου χωρισμού ...τη στράτα” έγινε ένα λυχνάρι που φώτισε τη μνήμη και τραγούδησε τις ιστορίες του τότε ανάγοντάς τις σε ιστορίες του σήμερα αναδεικνύοντας μέσα από αυτές τις πανανθρώπινες αξίες της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού, της αγάπης για τη ζωή, της αντίστασης στην αδικία.
Κλείνοντας, θα χρησιμοποιήσουμε τα γλυκά λόγια της Γεωργίας Ψαραδέλλη πως η μουσική είναι επικοινωνία, είναι παιχνίδι, είναι αγάπη, είναι ζωή. Ας την ευχαριστηθούμε! Και εμείς αυτό φυλάμε θησαυρό μέσα στην καρδιά μας και υπερευχαριστούμε τους ανθρώπους που συνέβαλαν με τόση φροντίδα να πραγματοποιηθεί αυτή η μουσική βραδιά. Ευχαριστούμε για το ταξίδι στη μνήμη και την αφύπνιση!