Το βράδυ φάγαμε νωρίς, την έκανα μπάνιο, της έδωσα το γάλα της και λίγο πριν κοιμηθεί της είπα ότι το πρωί θα πήγαινε στο σχολείο. Το είχαμε ξανασυζητήσει και το περίμενε. Ήταν χαρούμενη και χαλαρή. Εγώ πάλι χαρούμενη και αγχωμένη, όμως προσπαθούσα να μην το δείχνω.
Για πρώτη φορά μακριά από την οικογένεια, σ’ έναν καινούργιο χώρο, με άγνωστους στην αρχή ανθρώπους. Κι αν βάλει τα κλάματα; Αν δε θέλει να μείνει; Θεέ μου, τι θα κάνω, σκεφτόμουν πάνω από τη σιδερώστρα καθώς δίπλωνα το λευκό παντελονάκι της.
Αφού τελείωσα με τις ετοιμασίες, άρχισα να ψάχνω βιβλία και ίντερνετ. Θέμα, πρώτη μέρα στον παιδικό σταθμό. Ξενύχτησα. «Αν κλάψει, μην κάνεις πίσω, θα την αφήσεις και θα φύγεις. Έτσι πρέπει. Ακόμη και να χτυπιέται στο πάτωμα, εσύ να μη λυγίσεις» με συμβούλευαν όλοι τις προηγούμενες μέρες. Ευτυχώς δεν έκλαψε.
Ώρα 8.30 το πρωί. Στην πόρτα μας περίμενε η δασκάλα της, η κυρία Αθηνά. Όλο το σχολείο μοσχομύριζε μαγειρεμένο φαγητό. Η τάξη της, «Τα πρωταστέρια». Η πόρτα μια πολύχρωμη ζωγραφιά με αστεροειδείς, πλανήτες, πυραύλους και διαστημόπλοια. Με το που μπήκε στην αίθουσα με ξέχασε. Ούτε που γύρισε να με κοιτάξει όταν έσκυψα και της ψιθύρισα ότι θα πήγαινα σε δύο ώρες να την πάρω. Τη δεύτερη μέρα έμεινε περισσότερο. Όταν ξαναπήγα το μεσημέρι, δεν ήθελε να φύγει. Της υποσχέθηκα ότι τη Δευτέρα θα ξαναπάει στο σχολείο κι έτσι ήρθε μαζί μου…
Κι ενώ εγώ ανησυχούσα για όλα τα παραπάνω, κάποιοι άλλοι άνθρωποι ανησυχούσαν για άλλα. «Σε δημόσιο παιδικό πηγαίνει η μικρή;» με ρώτησε χθες γνωστή μου κυρία. «Ναι, σε δημόσιο» της απάντησα. «Έχει και παιδιά μεταναστών;» με ξαναρώτησε. «Δεν ξέρω, μόλις ξεκινήσαμε, αλλά υποθέτω ότι θα έχει» της είπα, κι εκείνη συνέχισε: «Τις τουαλέτες τις καθαρίζουν καλά; Γιατί άκουσα ότι οι μετανάστες στο Ωραιόκαστρο έχουν αρρώστιες»...
Έχω καιρό να δω τηλεόραση και δεν ξέρω τι τρομερά μπορεί να δείχνει, ώστε να έχουν τρομοκρατηθεί με τα όσα απίστευτα συμβαίνουν στο Ωραιόκαστρο της Θεσσαλονίκης μέχρι και οι Καλαματιανοί που βρίσκονται στην άλλη άκρη της Ελλάδας, ωστόσο μπορώ να φανταστώ…