Μιχάλης Κατσαρός. ΘΑ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΩ. Θα σας περιμένω μέχρι τα φοβερά μεσάνυχτα αδιάφορος / δεν έχω πια τι άλλο να πιστοποιήσω//. Οι φύλακες κακεντρεχείς παραμονεύουν το τέλος μου / ανάμεσα σε θρυμματισμένα πουκάμισα και λεγεώνες //. Θα περιμένω τη νύχτα σας αδιάφορος / χαμογελώντας με ψυχρότητα για τις ένδοξες μέρες //. Πίσω από το χάρτινο κήπο σας /πίσω από το χάρτινο πρόσωπό σας / εγώ θα ξαφνιάζω τα πλήθη / ο άνεμος δικός μου / μάταιοι φόβοι και τυμπανοκρουσίες επίσημες / μάταιοι λόγοι //. Μην αμελήσετε//. Πάρτε μαζί σας νερό//. Το μέλλον μας θα έχει πολύ ξηρασία //.
Πάνος Σπάλας. ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑ. Μια πολυκατοικία με πολλά πατώματα / με πλήθος παράθυρα, πόρτες, δωμάτια //. Το σχήμα της τεράστιο και επιβλητικό / μ’ ένα ρυθμό μοντέρνο όλο κυβιστικό //. Μια πολυκατοικία μ’ άπειρους εισόδους / κι εξόδους, φυσικά, προς όλες τις παρόδους //. Π ‘ ολόγυρα τη ζώνουν, την ορθογωνίζουν /κι από τις γύρω χαμοκέλες τη χωρίζουν //. Τα φώτα της πολύχρωμα, ως βραδιάζει/ μοιάζουν ρουμπίνια, που σ’ ένα χαλί τ’ αδειάζει//. Ξέχειλη κούπα ολόχρυση, παραμυθένια / που την κρατούν χέρια κομψά, κερένια //. [ … ] Μια απέραντη ζωή κει μέσα καθρεφτίζεται / κι απόνα διακόπτη όλη φωτίζεται //. Καθώς τα βράδια απλώνονται ιδρωμένα/ από την σκόνη και την κάπνα λερωμένα //. Φορές- φορές, γέλια, τραγούδια, ξεφαντώματα/ απ’ τ’ ανοιχτά πετιούνται παραθύρια και τα δώματα //. Άλλες φορές ακούγονται και κλάματα/ ανάμειχτα με γέλια κι αθώα πειράγματα //. Κι όλα τόσο γλυκά και τόσο ωραία καθώς βγαίνουν/ απ΄ τ΄ ανοιχτά παράθυρα και ξεμακραίνουν //. Ώστε να λέγω: << Θαν’ ευτυχισμένη πολιτεία / η αντικρυνή μου η πολιτεία //.
Διονύσης Πιτταράς. Από τη συλλογή: Την πόλη μου τη σήκωσαν οι άγιοι καιροί. [ . . . ] Την πόλη μου τη ρήμαξαν οι ανάξιοι άρχοντες,/ … και πέτρα ορθή δεν άφησαν στην πόλη / να μαρτυράει γι’ αυτούς που λείαναν τα καλντερίμια, γενεές επί γενεές / αυτοί με τα αρπακτικά δάχτυλα / με τα μάτια σπίθες της κόλασης / οι θορυβοποιοί και οι συνωμότες της ακόλαστης μέρας //. { … ] Μεγαλώσαμε στη μικρή μας πόλη μαζί / ταπεινοί και δούλοι κι αφέντες / απ’ τον καιρό του μύθου / και για τριάντα αιώνες / η ζωή δεν είχε αλλάξει σε τίποτα //. […] Ο παράδεισός μου είχε απ’ όλα τα καλά / και δικό μου τίποτα κι όλα δικά μου //. Δική μου η μέρα κι ο ουρανός/ κι η θάλασσα κι ο ήλιος και το λιόγερμα //. Κότσια και βώλοι και γουρνίτσες / και ζντρόλια ή μπίκοι ή κλεφτοπόλεμοι κι αμάδες / μέσα στην πλάση του Θεού, εμείς μικρούλια και ξυπόλητα / παιδιά ενός ξυπόλητου Θεού //. [ …] Ξεθεμελιωμένοι ναοί κι εστίες και τάφοι / κανείς δεν ξέρει τι μέλλεται συμβεί μετά τον ορυμαγδό / κανείς δε ρωτάει για τίποτα //. Πού καταχώνιασαν τους μύθους σου,/ τους θρύλους σου, την παράδοση, τη γλώσσα, τη φωνή σου,/ και δεν είσαι η πόλη μου Εκείνη; //
Κώστας Κατσαρός. ΞΑΦΝΙΑΣΜΑ. Μανιάζει στην κοιλάδα το αγιοκέρι / μα η σκέψη μου στον τόπο μου γυρνά / όπως του Νώε το πρώτο περιστέρι / στην κιβωτό που γύρισε ξανά //. Σαν κείνο να απαγκιάσει πουθενά δεν βρήκε / και μια στράτα να τη φέρει / σε μιας καινούργιας πίστης τα Άγια μέρη /δεν είδε ούτε στης γνώσης τα βουνά //. Και πάει για να λουστεί τούτην αυγή / στων παιδικών ονείρων την πηγή / σε χώρα, που τα λιόδεντρα καρπίζουν //. Εκεί γελούν τα πέλαγα γλαυκά / κι είναι τόσο τα χινόπωρα γλυκά / που ξεγελούν τις λεμονιές κι ανθίζουν //.
Αλέκος Μαρύλας. ΓΑΛΑΤΟΒΑ. Γυρίζω σε σένα όπως το πουλί με τις λαβωμένες φτερούγες / γράφει ανάριους κύκλους πάνω στο δέντρο πριν σταθεί, / κι ας ξέρει πως στις ρίζες του ο κυνηγός με σηκωμένο τ’ όπλο περιμένει //. Κρατώ από σένα μια μνήμη από τεφρό άνεμο και γκρίζα ασημόφυλλα / κι ένα λειψό φεγγάρι, λουσμένο μόλις στα νερά της Αγίας Κυριακής, / καθώς αιμάτινο ροβόλαγε για να κρυφτεί στους κέδρους των Στροφάδων //. Στ΄ αγνάντια σου ταξίδεψα σε ράχες δελφινιών,/ Βελλερεφόντης έφηβος στον ελαιώνα σου ωρίμασα κυνηγώντας χίμαιρες,/ κι έσκαψα με τα νύχια μου πηγές κρουνούς εντός μου, / ενάντια στον καιρό που χύνεται και πάει φλύαρος,/ ενάντια και στο θάνατο που τρέφεται με το χαμένο μας καιρό //. Τ’ απολιθωμένα όστρακά σου, απομεινάρια μιας θάλασσας χαμηλωμένης,/ αντικαθρεφτίζουν, σμήνος πολύβουα, τα όνειρά μου,/ που ταξιδεύουν ασταμάτητα στα τρυφερά πλοκάμια του Ιονίου, / που χρόνια τώρα ταξιδεύουν, όλο ταξιδεύουν προς τη δύση,/ παίζοντας μια τυφλή τυφλόμυγα μαζί μου//. { … ] Όραμα και καταφυγή,/ ... καθώς γυρίζω σε σένα Γαλάτοβα, ω Γαλάτοβα,/ νιότη μου βυθισμένη στον ύπνο των νερών! //
ellinikoxronogragima.blogspot.gr