Στην προκήρυξη του λαϊκού ηγέτου της Άνδρου, Δημήτρη Μπαλή, στις αρχές της Επανάστασης, επισημαίνονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: “Το έθνος μας επήρε τα όπλα κατά των τυράννων του. Τετρακόσιους χρόνους είμεθα σκλάβοι των Οθωμανών και τώρα εγίναμεν ελεύθεροι, δώσαντες το αίμα μας διά την ελευθερίαν της πατρίδος. Εις όλα τα μέρη οι Γραικοί πολεμούν διά την ελευθερίαν των και μόνον εις τα νησιά οι κοτζαμπάσηδες δεν είδαν με καλό μάτι την ανάστασιν του Γένους. Αυτοί είχαν πάντα το ένα τους και νιτερέσα με τους Οθωμανούς.
Η νήσος Άνδρος είναι και αυτή δημιούργημα της φύσεως, καθώς και όλος ο κόσμος. Αλλά όταν εδημιουργήθη ο κόσμος, δεν υπήρχαν πλούσιοι και πτωχοί, μεγαλοκτήμονες και κολλήγοι. Η ανισότης, η ανέχεια, η δυστυχία είναι δημιουργήματα όχι του υπέρτατου όντος, αλλά των κρατούντων.
Οι σημερινοί λοιπόν άρχοντες, απόγονοι των κατακτητών και σφετεριστών της γης των πατέρων μας, κανέν δικαίωμα δεν έχουν να κρατούν αυτήν διά την ιδικήν των ωφέλειαν και κατατυράννευσιν και λήστευσιν ημών.
Ο εθνικός άγων μας διά να πάρει ούσιαστικήν σημασίαν πρέπει να ολοκληρωθεί με την κατάργησιν κάθε προνομίου και κάθε δικαιώματος, τα οποία υποβιβάζουν την πλειονότητα των γεωργών μας εις την κατάστασιν του δούλου.
Η κοινοκτημοσύνη δεν είναι ζορμπαλίκι, αλλά έργον δικαιοσύνης. Πρέπει να παύσωμεν να είμεθα κολληγάδες, όπως επαύσαμεν να είμεθα ραγιάδες. Και αυτό είναι στο χέρι μας, αρκεί να μη δειλιάσωμεν”.
Πως προέκυψαν οι κοτζαμπάσηδες στην Άνδρο και τι έκαναν εκεί μας το λέει ο ιστορικός της Νήσου, διαπρεπής μελετητής της ιστορίας της Δημήτρης Πασχάλης σε κείμενό του που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1935: “Εν άνδρω οι κοτζαμπάσηδες παρουσιάζονται κατά πρώτον αφ ου χρόνου η νήσος υπήχθη ως ισόβιον τιμάριον υπό την Σαχ Σουλτάναν ήτοι κατά το τελευταίο τέταρτο του ΙΗ αιώνος “1774”. Προ των κοτσαμπάσηδων απαντάται εν Άνδρω το αξίωμα του βοεβόδα όστις ήτο ενοικιαστής των δημοσίων εσόδων περιβεβλημένος με διοικητικήν και δικαστικών άμα δικαιοδοσία. Εν έτη 1819 οι κάτοικοι της Ανδρου εξεγερθέντες επροκάλεσαν την καθαίρεση του κοτσάμπαση της νήσου, τον Καμπάνη ένεκα της απολυταρχικής και αυτό τούτο τυραννικής πολιτείας του. Η εκλογή του κοτσάμπαση είχε μέγιστη σπουδαιότητα διότι από του χαρακτήρος του εξηρτάτο συχνά ή καλή ή κακή διοίκησις και η ησυχία εν γένη του τόπου. Συνήθως εξελέγοντο επανειλημμένως κοτσαμπάσηδες εκ των αρχαιοτέρων και πλουσιοτέρων οικογενειών λόγω υπερόχου θέσεως και επιρροής των. Εν άνδρω το αξίωμα του κοτσάμπαση κατέλαβον αλληλοδιαδόχως μέλη εκ των οικογενειών Καΐρη, Καμπάνη, Καμπανάκη, Κοττάκη, Πολέμη, Μπίστη και Κονδύλη. Ο κοτσάμπασης ενήργη περιστοιχιζόμενος υπό συμβουλίου προκρίτων και το συμβούλιο τούτο εκαλείτο εν Άνδρω Γεροντοκρισία”.
Αυτά αναφέρονται μεταξύ άλλων από τον Δημήτρη Πασχάλη στο καθόλα ενδιαφέρον βιβλίο του με τον τίτλο “Κοτσαμπάσηδες” που πρωτοκυκλοφόρησε το 1935 και επανακυκλοφόρησε το 1973.
Αλλά και οι ξένοι που βρίσκονταν στην Ελλάδα την εποχή εκείνη δεν είχαν την καλύτερη γνώμη για τους κοτζαμπάσηδες και το ρόλο τους. Μάλιστα όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Θόρντων “οι Έλληνες έχουν τους μεγαλύτερους εχθρούς των εντός αυτών των κόλπων των, ούτοι δε είναι οι κοτζαμπάσηδες. Υπό την μάχαιραν του Τούρκου ο Έλλην είναι δούλος, υπό τη δύναμη όμως του συμπατριώτη του κοτζαμπάση απογυμνούται ων εκατοντάκις δυστυχέστερος.
Ο Ουίλιαμ Τζελ, επίσης γραμματέας στην Αγγλική Πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη, περιοδεύοντας τη χώρα διαπίστωσε και γράφει μεταξύ άλλων: “Οι Έλληνες αναμετάξυ των λέγουν ότι τρεις είναι αι πληγαί του τόπου των. Η Επίσκοποι πρώτοι ούτοι, οι κοτζαμπάσηδες δεύτεροι και οι Τούρκοι τελευταίοι”.
Αυστηρός με τους κοτζαμπάσηδες είναι και ο γνωστός περιηγητής Πουκεβίλ όπως και ο σημαντικός ιστορικός Τζορτζ Φίνλεϊ αλλά και πολλοί άλλοι γνώριζαν καλά την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην υπό οθωμανικό ζυγό Ελλάδα και βέβαια όχι μόνο στην Άνδρο. Όλοι αυτοί δεν είχαν παρωπίδες για τα όσα έβλεπαν ούτε και λόγους βέβαια να διαστρεβλώνουν αυτά που “έβγαζαν μάτια”, για όσους βέβαια ήθελαν να δουν και να καταλάβουν τι πραγματικά συνέβαινε στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα και στους Έλληνες. Θα συνεχίσουμε
Θανάσης Παντές