Το σκηνικό ήταν στην Παλιαχώρα, όπου για άλλη μια φορά σεργιάνιζε τις τελευταίες μέρες.
Ήξερε την ιστορία της, που ξεκινούσε από τον 8ο αιώνα μετά Χριστόν και αφουγκραζόταν τη βίαιη ανάσα ενετών και σαρακινών πειρατών που είχαν αναγκάσει τους Αιγινήτες να εγκαταλείψουν τα παράλια και να ζήσουν στην ενδοχώρα για δέκα αιώνες.
Οι εκκλησίες που στην Παλιαχώρα υπάρχουν, ανήκουν σε διάφορες εποχές, από τον 13ο έως τον 18ο αιώνα, παρατηρεί, έχοντας και τις σχετικές βέβαια γνώσεις περί αγιογραφίας, που όμως δεν έχει εκμυρεστευτεί σε κανέναν, ούτε στα πιο οικεία του πρόσωπα.
Είναι εσωστρεφείς και κρυψίνους ο Ιάσων Γουηβέριος και η σκιά του το γνωρίζει και δεν παραλείπει να του το υπενθυμίσει.
Τον ενοχλεί αυτή η υπενθύμιση και δεν το κρύβει αλλά η σκιά απτόητη συνεχίζει την κριτική της και τελικά ο Ιάσων υποκύπτει στα ανελέητα επιχειρήματα που την υποστηρίζουν.
Παραδέχεται πως είναι κρυψίνους και εσωστρεφής, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι, τονίζει και αρχίζει να μιλά για την προηγούμενη ζωή του και τα όσα σημαντικά έζησε πριν καταλήξει στην Αίγινα ως ελέφαντας και κινδυνεύσει τελικά από φόβο και θλίψη.
Και ύστερα άρχισε μια άλλη ζωή, προσαρμόστηκε στην καθημερινότητα του νησιού, αγάπησε τους ανθρώπους του αλλά κράτησε και κάποιες αποστάσεις απ’ αυτούς ωστόσο, ενώ οι γνώριμοί του από το παρελθόν έρχονταν να τον επισκεφθούν και έμεναν κατά καιρούς μαζί του στο Αρχοντικό του με τα κλειστά μονίμως παράθυρα.
Μιλούσε ασταμάτητα ο Ιάσων ενώ η σκιά χαμογελούσε!
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-