Παρασκευή, 05 Απριλίου 2024 11:09

Η Ρηνιώ της Ανατολής

Η Ρηνιώ της Ανατολής

ΤΗΣ ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑΣ

Ήρθε νύχτα στον ΠΕΙΡΑΙΑ, χωρίς να τον γνωρίζει καθόλου, μόνο ακουστά είχε για μεγάλο λιμάνι, για εμπόριο, όπως της πόλης της, της ΣΜΥΡΝΗΣ, ένα λιμάνι κόμβος για ανθρώπους και εμπορεύματα. Την έφερε ένα μεγάλο καΐκι, ψαροκάικο. Με καπετάνιο τον ΣΤΑΜΑΤΗ από τον ΑΡΜΕΝΙΣΤΗ. 

 

Έναν άντρακλα ίσαμε εκεί πάνω, φωνακλάς, αψύς και ηλιοκαμένος, που η αλμύρα της θάλασσας είχε αφήσει τα σημάδια της, μα και το ξεροβόρι του ΙΚΑΡΙΟΥ είχε κάνει το θάμα του στο κορμί και την ψυχή του. 

Έστεκε ολόρθος στην πλώρη και θαρρείς ότι ήταν άρχοντας στην επικράτειά του. Ας είναι. Είχε και ναύτες μα πιο πολύ αγαπούσε και διαφέντευε τον ΝΙΚΟΛΗ, ένα παιδί αμούστακο, συγχωριανό του. 

Τον καλό καιρό ψάρευε το καΐκι ανάμεσα στους ΦΟΥΡΝΟΥΣ, ψάρια και καραβίδες που έβρισκαν απάγκιο από το ανοιχτό πέλαγος, να γίνουνε πολλά, χορτάσει ο κόσμος ψαράκια και καραβίδες για ουζομεζέδες. 

Είπαμε τον καλό καιρό, γιατί τον χειμώνα με τις φουρτούνες τα πράγματα άλλαζαν. Μια και το νησί, η ΙΚΑΡΙΑ, ήταν πλούσιο σε πέτρες και δέντρα (πως γίνεται αυτό το παράξενο, μόνο στην ΙΚΑΡΙΑ μπορεί να γίνεται) ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ γινόταν ασβεστάς. Έχτιζε καμίνια με πέτρες. Έδενε τα μαλλιά του μια και ήταν τόσο μακριά, δεν είχε ποτέ κάνει βίζιτα σε κουρείο ούτε περνούσε απ’ έξω. Έτσι τα έδενε κόμπο με ένα σπάγκο. Έτσι, από το ένα μέρος  πλαγιαστά, όλο το βάρος τους στον ένα ώμο έγερνε. Είχαν πάρει τη ρότα του αέρα που φυσούσε όλο απ’ το ίδιο μέρος στο ΙΚΑΡΙΟ. Διάλεγε που λέτε τις καλύτερες πέτρες και το θαύμα γινόταν, να χτίζει ο κοσμάκης το σπιτικό του. 

Την πήρε λοιπόν τη ΡΗΝΙΩ ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ από το λιμάνι της ΣΜΥΡΝΗΣ, ίσως από τους τελευταίους που είχαν μείνει πίσω γιατί δεν χωρούσαν όλοι στα πρώτα καράβια που έφευγαν γεμάτα κόσμο και βουή, σαν μελισσοκυψέλες, φορτωμένα. ΓΥΝΑΙΚΕΣ-ΠΑΙΔΙΑ-ΑΝΗΜΠΟΡΟΙ-ΓΕΡΟΙ με τα μπογαλάκια τους. Όχι σπουδαία πράγματα, ό,τι ήταν μπορετό κρατούν στα χέρια τους να φύγουν να σωθούν από το κοπίδι, από τους ΤΣΕΤΕΣ, από τον θάνατο, το βιασμό, τον ξεκλήρισμα. 

Η ΡΗΝΙΩ στεκόταν στην άκρη της προβλήτας χαμένη και μονολογούσε. Θα λεγες αν την έβλεπες πως είχε χάσει τα λογικά της. Στεκόταν απόκρυ στη θάλασσα στον ένα χαμό και πίσω της άλλος φονικότερος χαμός, η φωτιά που έτρεχε με φούρια να κατακαίει ό,τι εύρισκε μπροστά της. Να τρέχει ως τη θάλασσα, λες και είχε βάλει σκοπό τον θάνατο, μιας και δεν είχε τίποτα άλλο να κάψει στο διάβα της, ούτε σπίτια, ούτε μαγαζιά και πολλές φορές και τους αργοπορημένους και δυσταχτικούς να αφήνουν το βιος τους ανθρώπους. 

Την ΡΗΝΙΩ τη βρίσκει το ψαροκάικο του ΣΤΑΜΑΤΗ μαζί με πολλούς ακόμα, εθελοντικά ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ. (Να ψαρέψουμε ανθρώπους, αυτό είναι το πρέπον,  είχε πει στο πλήρωμα του καϊκιού). Βοήθησε με όλες τους τις δυνάμεις να σωθούν άνθρωποι από το μακελειό. Προς την απέναντι στεριά πιο κοντινά ήταν η ΣΑΜΟΣ. Εκεί τους πήγαινε, όμως η ΡΗΝΙΩ πεισματικά αρνιόταν, όχι στη ΣΑΜΟ, στον ΠΕΙΡΑΙΑ ήθελε να βγει, εκεί ήθελε να πάει. Στο μεγάλο λιμάνι που είχε ακουστά, στην ΑΘΗΝΑ που της είχε υποσχεθεί ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ της, για γαμήλιο ταξίδι τον επόμενο χρόνο τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ. 

Το πείσμα της φαίνεται να λύγισε λίγο όταν ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ της υποσχέθηκε ότι σε πέντε μέρες θα γυρνούσε ξανά στη ΣΑΜΟ. Να κατέβεις στο λιμάνι στο ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ να σε πάρω πέρα στον ΠΕΙΡΑΙΑ μια και τώρα πρέπει να βγω στα ανοιχτά για ψάρια. 

Με τα πολλά, αν και δύσπιστα, η ΡΗΝΙΩ δέχτηκε (Μην με ξεχάσεις έτσι!) Ήθελε να δείξει λίγο ότι συμφωνούσε. 

Έτσι βγήκε στη ΣΑΜΟ μαζί με τους υπόλοιπους, τους περισσότερους κατατρεγμένους, που πάνω στον χαλασμό και στην αντάρα χάσανε και τους ανθρώπους τους (ποιος ξέρει αν γλίτωσαν, με ποιο καράβι έφυγαν; Πολύ αργότερα θα άκουγε στις αναζητήσεις του ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ μάνες να ψάχνουν τα παιδιά τους, τα αδέρφια τους, τους γονιούς, πρωτοξάδελφά, τους γειτόνους, τα σόγια τους). 

Οι πέντε μέρες της φάνηκαν χρόνια της ΡΗΝΙΩΣ, περιμένοντας το καΐκι που θα την πάρει πέρα μακριά στο όνειρο. Νόμιζε ότι για την περίπτωσή της θα ήταν το ιδανικότερο μέρος κοντά στο λιμάνι που κόσμος πάει κι έρχεται και έτσι θα μάθαινε από πρώτο χέρι τα νέα της πατρίδας της, των δικών της και του κόσμου όλου. 

Αρνιόταν το συσσίτιο της ΑΡΩΓΗΣ που μοίραζαν, δεν ήρθα εδώ να φάω και να πιω, έλεγε. Εδώ είμαι ευκαιριακά μέχρι να φύγω για τον ΠΕΙΡΑΙΑ. Μονολογούσε συχνά ΑΔΙΚΙΑ, ΠΡΟΔΟΣΙΑ, τι φταίγαμε εμείς να ξεκληριστούμε τόσο άδικα στα καλά του καθουμένου. Πολύ μετά θα μάθαινε ότι δεν ήταν τυχαίο ούτε της μοίρας τους αυτό. Ήταν η αιτία που βρέθηκαν σε εκείνη τη χώρα που παίχτηκαν πολλά παιχνίδια στο τραπέζι της μοιρασιάς, εκατό τόσα και παραπάνω χρόνια και ακόμα δεν κατάφεραν να κάνουν ο καθείς δικιά του μοιρασιά, μικρό κομμάτι, μεγάλο κομμάτι. Εσύ αυτό, άλλος αυτό. Και η μεγάλη ΙΔΕΑ για μεγάλη ΠΑΤΡΙΔΑ. Θα πέρασουν χρόνια να μάθει η ΡΗΝΙΩ ότι δεν υπακούμε στις μεγάλες ΙΔΕΕΣ από τα πάνω αλλά ο ΛΑΟΣ βάζει στόχους, όνειρα, πλάνα, οράματα, ελπίδες, ΙΔΕΕΣ για καλύτερο αύριο και βάζει πλάτη για να τα πραγματώσει. 

-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-

Η ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ 



Ολοι στην ΑΠΕΡΓΙΑ

Η βαλίτσα σου (δοξαστικό και μια ελεγεία για την 8 του Μάρτη)

Χανίν