Την ΕΛΕΝΗ την γνώριζε, ήταν από τον ίδιο μαχαλά. Συχνά συναντιούνταν στην αγορά στο δρόμο και αντάλλαζαν τα νέα μέχρι που έβρισκαν μια λύση για όλα και για τα πάντα είχαν έναν λόγο.
Τους χαιρετούσε όλους έναν προς έναν με ευχές για καλή αντάμωση πίσω στην πατρίδα μας, στο βιο μας.
Παίρνει τη μοναδική της περιουσία, μία βαλίτσα με τα σπουδαιότερα για αυτήν και στέκεται ώρες πολλές μέσα στο λιοπύρι (βλέπετε Σεπτέμβρης μήνας και το καλοκαίρι καλά κρατεί). Η ζέστη αφόρητη, ούτε αύρα από το Αιγαίο, όχι πως στον καταυλισμό ήταν καλύτερα. Η ίδια ζέστη και πιο πολύ ακόμα κάτω από το αντίσκηνο (προσωρινή διαμονή, όπως τους είχαν αναγγείλει).
Κόσμος πολύς έχει στηθεί στην ουρά για το συσσίτιο, για νερό, για την προσωπική καθαριότητα. Όλα αυτά τα περνούσαν αναίτια ή για κάποια αιτία; Ποιος ξέρει; Μπορεί.
Το λιόγερμα γυρνούσε πάλι. Άδικος ο κόπος, της έλεγαν οι άλλοι, δεν θα ξανάρθει το καΐκι του ΣΤΑΜΑΤΗ. Εδώ θα μείνουμε όλοι μέχρι να μας πάρουν πάλι όλους μαζί, ποιος ξέρει για που;
Όμως ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ είχε μπέσα. Μα και να ήθελε να το γλιτώσει, που λέει ο λόγος, ο ΝΙΚΟΛΗΣ από δίπλα, “ΚΑΠΕΤΑΝΙΟ μην ξεχάσουμε τη ΡΗΝΙΩ” και ξανά το ίδιο “την ΡΗΝΙΩ, της το υποσχεθήκαμε”.
Ώσπου το καΐκι, ο ΑΡΜΕΝΙΣΤΗΣ, φάνηκε σαν λευκό πουλί μες στο βαθύ μπλε. Χτυποκάρδι στη ΡΗΝΙΩ. Είναι στο λιμάνι πριν φτάσει το καΐκι οδηγός και ελπιδοφόρος για το καλύτερο ταξίδι που έχει κάνει μέχρι τότε (ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών).
Ήταν περασμένο μεσημέρι, κοντά στο δειλινό. Ο καπετάνιος φόρτωσε ό,τι είχε για μπάρκο και η ΡΗΝΙΩ παίρνει τη βαλίτσα της και στητά, αγέρωχα και ευθυτενώς κάνει το σταυρό της.
Ο ΝΙΚΟΛΗΣ την κοιτάζει με δέος (αυτή η γυναίκα του προκαλεί ανάκατα συναισθήματα).
Η ΡΗΝΙΩ ρίχνει μια τελευταία ματιά από ολόγυρα μέχρι που σταματά κατά τη μεριά που βγαίνει ο ο Ήλιος. Θέλει να δει κατά που βρίσκεται η πατρίδα της για μια ακόμα φορά, όπως οι ταξιδιώτες ρίχνουν μια ματιά ατέλειωτη πίσω σε αυτά που αφήνουν ξεκινώντας μεγάλα ταξίδια.
Από κοντά η ΡΗΝΙΩ με τη βαλίτσα της με τα σπουδαία της. Ταξιδεύουν ολονυχτίς. Στο σκοτάδι το ΑΙΓΑΙΟ μοιάζει άγριο και φοβερό. Όταν πλησιάζουν κοντά σε νησιά τα βλέπει σαν μεγάλα καράβια ολοφώτιστα καταμεσής στο πέλαγός μας, που ο Θεός έριξε πολλά νησιά να το στολίζουν, να έχουν οι άνθρωποι απάγκιο και αποκούμπι.
Εκατό χρόνια μετά που να το βαζε ο νους της, το ΑΙΓΑΙΟ θα ήταν πόρτα διαφυγής ξανά, μα και στόμα ορθάνοιχτο, έτοιμο να καταπιεί ανθρώπους στο διάβα τους για καλύτερη ζωή και γλιτωμό.
Ατέλειωτη η θάλασσα με τη μηχανή του ΑΡΜΕΝΙΣΤΗ να βογκάει βαριανασαίνοντας και με φορτωμένο το αμπάρι του (ένεκα καλός καιρός). Όχι αχαριστία έλεγε ο καπετάνιος, δεν στερεύει η θάλασσα, θα περάσουμε και το επόμενο φεγγάρι.
Κοντά στα μεσάνυχτα και κάτι ο ΝΙΚΟΛΗΣ: “ΡΗΝΙΩ να σε ρωτήσω κι αν θέλεις μου απαντάς, το ΡΗΝΙΩ από που βγαίνει, πως είναι το βαφτιστικό σου;” (αυτό το παιδί τάχα από περιέργεια ρωτά και ενδιαφέρον ή έτσι για να πιάνει κουβέντα μαζί της όποτε είχε ευκαιρία). Τα μάτια της μεγάλα, μαύρα σαν κοχύλια μα στην άκρη, εκεί στην έξω άκρη του κοχυλιού, όταν είχε ηρεμία στην ψυχή και αγάπη λαμπύριζε μια χάντρα σαν μαργαριτάρι. Και η ΡΗΝΙΩ είχε αγαπήσει αυτό το αγόρι από την πρώτη φορά που το είδε. Είχε τα χρόνια του ΓΙΩΡΓΗ, του αδελφού της, τρία χρόνια μικρότερός της.
Θα σου απαντήσω: “Με ονόμασαν ΕΙΡΗΝΗ αλλά η ΕΙΡΗΝΗ χάθηκε στην πατρίδα μου κι από ‘δω και πέρα θα με λες ΡΗΝΙΩ”.
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-
Η ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ
Ολοι στην ΑΠΕΡΓΙΑ
Η βαλίτσα σου (δοξαστικό και μια ελεγεία για την 8 του Μάρτη)
Χανίν
Η Ρηνιώ της Ανατολής