Είχε και τη δουλίτσα της, θα τα βόλευε μια χαρά. Η δουλειά φέρνει τον πολιτισμό, την αξιοπρέπεια, σπρώχνει τη ζωή προς τα μπρος, έχεις προσμονή για το αύριο, ελπίδα έστω να λες ότι ζεις ανθρώπινα. Όλα είναι μπορετά αρκεί να παλεύεις. Και η ΡΗΝΙΩ φάνηκε να έχει περίσσια αντοχή και ελπίδα.
Η δουλειά ήταν δύσκολη και βαριά για γυναίκα. Ο αέρας που ανέπνεαν γεμάτος δηλητήριο, τοξικός (είπαμε λιπάσματα). Έραβε μπροστά σε έναν ιμάντα με το ειδικό μηχάνημα τα σακιά με το λίπασμα, ίσιο γαζί με χοντρό νήμα να αντέχει το βάρος. Μετά στον ιμάντα να το παίρνει μέχρι το χώρο αποθήκευσης ή διανομής. Να λιπαίνουν τα χωράφια και τη γης, που λέει ο λόγος, να γεννήσει, να καρπίσει, να χορτάσει ο κόσμος φαΐ και να πρίζεται η μπάκα των παιδιών σαν τούμπανο σε πανηγύρια και παράτες. Δουλεύουν 8-10-12 ώρες καθημερινά. Το σύνθημα το δίνει ο Ηλιος, αχάραγα μέχρι το βράδυ, πολλή δουλειά, λίγα λεφτά, είπαμε πολλοί άνεργοι και οι ανάγκες τους.
Εκεί έμαθε για την ΒΑΣΙΛΙΚΗ, μάνα με τρία παιδιά. Επαθαν τα πνευμόνια της, πάνω στη δουλειά συχνά την έβλεπαν να βήχει. Τόσο πολύ που της κόβεται η αναπνοή. Τώρα έκαναν μπαμ και έβγαλαν αίμα (βλέπετε η φυματίωση και η ασιατική γρίπη ήταν η μόνιμη απειλή στις εργατογειτονιές και είχαν βαλθεί να λιγοστέψουν τους ανθρώπους - είπαμε όπου φτώχεια και τα δεινά της).
Της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ο γιατρός συνέστησε καλό φαΐ, ξεκούραση, καθαρό αέρα. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μπορούσε να γίνει. Το φαΐ φτηνό, πρόχειρο-μαγειρεμένο, άνοστο, ίσα-ίσα να το τρώνε και να έχουν την ψευδαίσθηση ότι φάγανε χορταστικά. Φερμένο στο τενεκεδένιο κατσαρολάκι, από βραδύς μαγειρεμένο, για το δεκάλεπτο διάλειμμα, ίσα να μπορέσουν να στέκονται στα πόδια τους να δουλεύουν ασταμάτητα.
Καλό καθαρό αέρα, στην εργατούπολη του ΠΕΙΡΑΙΑ-ΠΕΡΑΜΑ, με τα φουγάρα των εργοστασίων να βγάζουν δηλητήριο σαν κακός δαίμονας έτοιμος να τους καταπιεί, αυτούς που τους έδειναν ενέργεια για να καπνίζουν μέρα νύχτα.
Καθαρό νερό, ανύπαρκτο τρεχούμενο, μόνο με τη νερουλού του ΔΗΜΟΥ (ΟΥΛΕΝ) δυο φορές, άντε τρεις τη βδομάδα και κρατημένο με μέτρο μέσα σε μπιτόνια από λάδια και τενεκέδες ξέσκεπους, που το καλοκαίρι ήταν τόσο ζεστό και γλυφό, μα τόσο ζεστό που βάζοντάς το στο τσουκάλι στη φουφού έπαιρνε αμέσως βράση.
Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ με αυτές τις …πολυτέλειες που είχε δεν θα την έβγαζε καθαρή. Το ήξερε αυτό η ΡΗΝΙΩ, κάτι καταλάβαινε από αρρώστιες, αν και μικρή στη ζύμωση της κοινωνίας. Ήταν είκοσι χρόνων στο φευγιό και τρία χρόνια στο ΠΕΡΑΜΑ, εικοσιτρία.
Ο άντρας της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ, ένας άντρας με δύναμη στα χέρια μα όχι και στα πόδια. Στην προσπάθειά του να γλυτώσει μαζί με την οικογένεια από το χαλασμό, ανεβαίνοντας στο καράβι (ένα αγγλικό φορτηγό) το πόδι του το αριστερό πιάστηκε σε ένα σίδερο που βάλθηκε να του τοσκίσει τόσο βαθιά που έχασκε σαν ματωμένο στόμα. Επόμενο να κακοφορμίσει και να μην γιάνει. Εδώ και τρία χρόνια τώρα βγάζει από μέσα του ό,τι περίσσιο έχει και αυτό το καταλάβαινε η ΡΗΝΙΩ, ότι αργά ή γρήγορα το αριστερό πόδι θα περίσσευε. Το νοιαζόταν με αλοιφές και γιατροσόφια, ήταν πρώτη και σε αυτό.
Υποσχέθηκε στη ΒΑΣΙΛΙΚΗ ότι θα νοιάζεται τα παιδιά της ό,τι και να χρειαστούν, είχε αρκετή αγάπη για τα παιδιά, μια που δεν πρόλαβε να τη χαρίσει σε δικά της παιδιά με τον ΔΗΜΗΤΡΟ της. Έτσι ξέχωρα από τη φροντίδα και χωρίς φόβο παρακαλώ (μια και η φυματίωση ήταν πολύ μεταδοτική, καθόλου δεν φοβήθηκε αυτό) πήρε το βράδυ τη ΒΑΣΙΛΙΚΗ μακριά από τα παιδιά και τον άντρα της, δίπλα δίπλα ήτα οι παράγκες τους, να μην κοιμούνται μαζί, για τα παιδιά πιο πολύ. Νοιαζόταν για τα παιδιά, μισό μισό το λιγοστό φαΐ. (ο έχων δύο ιμάτια… έλεγε).
Έπρεπε να ζήσει, να θεριέψει η ΒΑΣΙΛΙΚΗ, γιατί τρία παιδιά έχουν την ανάγκη της μάνας τους, έλεγε. Ούτε και αυτή είχε προλάβει να μεγαλώσει πολύ με τη μάνα της. Δώδεκα χρόνων την έχασε, χωρίς να πάρει την ορμήνια της για τα δύσκολα και τα εύκολα της ζωής, μα ούτε και του γάμου τα μυστικά δεν πρόλαβε να της τα ξεκλειδώσει.
Το μόνο που θυμάται ήταν μια νταρντανογυναίκα με σηκωμένα τα μανίκια ίσα με το αγκώνα, να τρέχει όπου χρειαζόταν. Η βοήθειά της πάντα απλόχερη. Μαμή, ξεματιάστρα, στραμπουλίγματα στα πόδια, χέρια, ματζούνια και σιρόπια σε πρώτη ζήτηση, αραδιασμένα με τη σειρά στο ράφι, στη κουζίνα της στη ΣΜΥΡΝΗ.
Αυτή την ιδιότητά είχε προλάβει να την μάθει και η ΡΗΝΙΩ και την είχε κρατήσει μέσα στη θύμησή της, αυτό για εκείνο, το άλλο για το άλλο, καθώς και τα συστατικά τους.
Έτσι η ΡΗΝΙΩ ήταν άμεσα ο κρίκος που έδενε την παραγκογειτονιά. Όλα τα αγέννητα μωρά της περιοχής περίμεναν τη ΡΗΝΙΩ να τα αφαλοκόψει και να τα βγάλει κατάφατσα στον Ήλιο στις τρεις μέρες, να δουν το φως, χωρίς φόβο, γιατί έτσι θα μάθαιναν να μη θέλουν τα σκοτάδια στη ζωή, μα το φως, την ελπίδα, τη χαρά, την αισιοδοξία, έτσι έλεγε. Σήκωνε ψηλά της ώρας τα ξεπεταρούδια, τα κοίταζε καλά και ήταν η πρώτη που τους έδινε και ονόματα, ανάλογα αν ήταν ξανθά-ξανθούλια, μελαχροινά-το μελαχρινάκι, όλα με ονόματα και ταυτότητα παρακαλώ.
Μα πιο πολύ χαιρόταν όταν ήταν κορίτσι (της καλομάνας το παιδί το πρώτο να είναι κορίτσι, λέει ο σοφός λαός, το λέει και η ΡΗΝΙΩ) Μακριά απ’ αυτή η ΦΡΑΓΓΟΓΙΑΝΝΟΥ με τα πονήματα και τις ερμηνείες που κουβαλούσε. Το πως έγινε ο άνθρωπος τους στη γειτονιά ούτε που το κατάλαβε. Για μικρούς, για μεγαλύτερους, για το γιατροπορεμα των γέρων, για όλους είχε καλό λόγο και ματζούνια, κοιλιακά, μαγουλάδες, μάτιασμα και λαιμά των παιδιών και αλοιφές για όλα τα μικρά και μεγάλα εξανθήματα, μια που το περιβάλλον βοηθούσε, ιδανικό θα έλεγες ήταν για όλα τα μεταδιδόμενα και όχι.
Έτσι βάλθηκε να γλιτώσει και την ΒΑΣΙΛΙΚΗ, με ό,τι είχε στη διάθεσή της, μα πιο πολύ με το καλό φαΐ. Έβραζε ό,τι μπορούσε να μπει στο τσουκάλι να γίνει πολύτιμος ζωμός, να μαλακώσει το μέσα της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ, να διώξει το θηρίο που την κατέτρωγε ύπουλα, να δυναμώσει να σταθεί στα πόδια της, “γιατί έχεις μικρά παιδιά” της έλεγε “και θα τα λυπήσεις”.
Η ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-