Όσοι εργάζονταν είχαν λίγο-λίγο τη δυνατότητα και πολλά όνειρα να περισσεύουν.
Οι άλλοι είχαν κάνει τη ζωή τους ένα με το αντίσκηνο. Η ΡΗΝΙΩ βάλθηκε να κουβαλά ό,τι εύρισκε και όπου το έβρισκε, οτιδήποτε μπορούσε να έχει χρήση. Όλα τα τσιγκόφυλλα, πισσόφυλλα, ξέρετε αυτά τα σκληρά χαρτόνια που είναι αλειμμένα με πίσσα για να γίνονται αδιάβροχα -το καλοκαίρι βέβαια με τη ζέστη η μυρωδιά ήταν αφόρητη, ξέχωρα που ήταν μαύρα και μάζευαν όλο τον ήλιο. Τέλος πάντων, η περιοχή είχε τέτοια υλικά πεταμένα στους φράχτες των παλιών εργοστασίων που τώρα έχουν επεκταθεί σε πιο σύγχρονα. Της ΡΗΝΙΩΣ της έφταναν και της περίσσευαν να στήσει σπιτικό (αν μπορούσες να το λες έτσι).
“ΡΗΝΙΩ έτσι θα φτιάξεις σπιτικό, χωρίς θεμέλια και χωρίς γερά υλικά;”
“Τα θεμέλιά μου και ακρόγονά μου τα άφησα στην πατρίδα μου, εδώ πρόχειρα μένουμε, κάποτε θα γυρίσουμε στις περιουσίες μας, μας περιμένουν εκεί πέρα” έλεγε με αγέρωχο ύφος, τόσο που σε έκανε να το πιστεύεις και εσύ.
Αργά αργά η περιοχή αρχίζει να παίρνει μορφή, κάτι σαν συνοικισμό, σαν μικρό χωριό, σαν τα κύτταρα που συνεχώς πολλαπλασιάζονται αλλά με τον ίδιο πάντα πυρήνα μέσα τους. Τα σπίτια (αν τα λες σπίτια) στο ίδιο μοτίβο, το ένα δίπλα στο άλλο (είπαμε δύο σπιθαμές γης για τον καθένα), ανά τρία σπίτια μια τουαλέτα. Με τη σειρά και ανεβάσταγα το πρωί για να ξεκινήσει ο δρόμος για το εργοστάσιο, με την παλιά κουρελού να κρύβει την ντροπή της προσωπικής στιγμής του καθενός και το μεγάλο πισσοβάρελο με τον τενεκέ, για την ψευδαίσθηση της προσωπικής τουαλέτας.
Εδώ δεν υπήρχε βιάση ούτε αναμονή, το φαΐ ήταν τόσο λίγο και ταπεινό που δεν χρειαζόταν να το μαγειρεύουν ούτε κρυφά μα ούτε και φανερά για να το ζηλέψεις. Ήταν τόσο όσο να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους. Είπαμε, το μόνο μέλημά τους να εργάζονται ήλιο με ήλιο.
Όσες γυναίκες δεν εργάζονται ανταλλάσσουν ιδέες για το πως θα το μαγειρέψουν καλύτερα, αλλά καμιά ιδέα για το πως θα αυγατίσει, να περισσεύει ένα πιάτο έστω για τη ΒΑΣΙΛΙΚΗ, την ανύμπορη με τα παιδιά της και τον σακάτη άνδρα της που ολημερίς πάσχιζε με δουλειές του ποδαριού να τα βγάλει πέρα.
Η φτώχεια μοιρασμένη είναι λιγότερη φτώχεια. Μια που όλοι είναι ίσοι δεν ξεχωρίζει κανένας, η φτώχεια, η ανέχεια, οι αρρώστιες πάνε μαζί, έτσι και εμείς τα βιώνουμε μαζί, έλεγε. Την αλληλεγγύη την έχουν οι άνθρωποι, γι’ αυτό ο τροχός της ζωής συνεχίζει να γυρίζει. Μόνο στα ζώα λείπει γι’ αυτό τρώγονται μεταξύ τους για το φαΐ, πιο θα φάει περισσότερο, ποιου η νομή είναι πιο χορταστική, ποιου η φωλιά είναι πιο προστατευμένη από εχθρούς.
Μέσα σε αυτή τη παράγκα θα βρουν τη θέση τους τα πολύτιμά της, τα κουβαλά τέσσερα χρόνια τώρα μεσ’ στην βαλίτσα. Μα δεν ήταν μήτε και βαλίτσα, ήταν μια μεγάλη τσάντα δερμάτινη με δυο μεγάλες τσέπες στο μπροστινό μέρος της, σαν αυτές που κουβαλούν οι γιατροί όταν πάνε επίσκεψη σε ασθενείς.
Της την είχε χαρίσει ο πατέρας της -είπαμε γνήσια δέρματα σε γοβάκια και μοκασίνια και δέρματα προς πώληση για τα τσαγκάρικα όλης της περιοχής.
Την είχε για το πρώτο ταξίδι που θα έκανε με τον ΔΗΜΗΤΡΟ της στην Αθήνα τα ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.
Το πρώτο που έβγαλε από μέσα, το στερνοκούτι με τα στέφανα, στολισμένα γύρω γύρω με μικρά ανθάκια λεμονιάς και δεμένα με λευκή μεταξωτή κορδέλα με χρυσάφια, τα μονογράμματά τους πάνω στο στεφανοκούτι ανάγλυφα και χρωματισμένα ροζ, “Δ.Ε.” (τότε τη λέγανε ΕΙΡΗΝΗ). Τα φίλησε, τα μοίρασε έτσι όπως ήταν δεμένα, μαζί αχώριστοι για πάντα αυτή και ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ της.
Κρέμασε το στεφανοκούτι ψηλά πάνω από το προσκεφαλό της και παραδίπλα στη γωνία, ανάμεσα στην πόρτα του έμπα και το μικρό παράθυρο που είχε μόνο ξώφυλλα και αυτά σανιδένια, που κρατούσαν μακριά τον ήλιο με το φως του και τα αδιάκριτα μάτια, έβαλε την εικόνα του Αγίου Νικόλα, τον είχαν προστάτη στο πατρικό τους εκεί πέρα.
Ήταν στην τσάντα-βαλίτσα και τα μικρά επάργυρα κουταλάκια για το γλυκό του κουταλιού, κάθε φορά με φρούτα της εποχής, μια που ο τόπος δεν γνώριζε τσιγκουνιές στα φρούτα ολοχρονίς. Η γης γόνιμη δυο και τρεις φορές το χρόνο, καθώς και βανίλιες, υποβρύχιο αρωματισμένο με αιθέριο άρωμα μαστίχας Χίου. Τα είχε δώρο από τη θεία ΕΡΑΣΜΙΑ στο γάμο της. Τη θεία, αφού γύρισε από το εξωτερικό, που έλλειπε δουλεύοντας σκληρά, τη φωνάζανε ΜΙΜΗ. Αυτή έγινε και συμπεθεροφτιάχτρα για το γάμο της. Τα κουταλάκια ήταν διπλωμένα ένα ένα μέσα σε μικρά σακουλάκια να μην χάνουν τη λάμψη τους, όπως της είχε πει τότε.
Τα κουταλάκια τα άφησε μέσα στην τσάντα-βαλίτσα μαζί με την ολοκέντητη ποδιά, λευκή, από φίνο βατίστα, αρίστης ποιότητας, δώρο της πεθεράς της, μια που δεν είχε μάνα και έπρεπε η νύφη στο καινούργιο σπιτικό να έχει μια μπροστοποδιά για να της φέρει γούρι και τύχη στη μητροτητά της.
Στις μπροστινές τσέπες είχε διπλομένο σφιχτά ένα πανάκι με σπόρο βασιλικού από την πατρίδα, να το σπείρει να φυτρώσει και να μοσχοβολήσει η γειτονιά, έλεγε. Να της θυμίζει τη μοσχοβολιά της κάμαράς της με την παστράδα των κεντητών και λευκασμένων με λουλάκι, εκεί που ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ της της έμαθε το ταξίδι των αισθήσεων.
Στην άλλη τσέπη πρόλαβε στο φευγιό πριν δρασκελίσει τη ξώθυρα να κόψει δυο κλωνιά δενδρολίβανο και λίγα φύλλα, δαφνόφυλλα, αυτά να της θυμίζουν την όμορφη αυλή με τα γεράνια της, που τα ζήλευαν όλες οι κυράδες του μαχαλά της.
Η ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Ολοι στην ΑΠΕΡΓΙΑ
Η βαλίτσα σου (δοξαστικό και μια ελεγεία για την 8 του Μάρτη)
Χανίν
Η Ρηνιώ της Ανατολής
Η Ρηνιώ της Ανατολής (2ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (3ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (4ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (5ο μέρος)