Οι γιατροί είναι αισιόδοξοι, η ΒΑΣΙΛΙΚΗ είναι νέα, έχει αντοχές, μπορεί και να σωθεί της είπαν, με επιφυλάξεις βέβαια, αρκεί να έχει καλό φαΐ, ξεκούραση μα πιο πολύ καθαρό αέρα, οξυγόνο. Πανάκεια για όλα το καλό φαΐ και ο καθαρός αέρας!
Έμεινε τρεις μήνες στο ΣΩΤΗΡΙΑ η ΒΑΣΙΛΙΚΗ, το καλοκαίρι είπαν πως μπορεί να βγει, αν υπάρχουν καλές προϋποθέσεις (λεφτά εννοείται) και καλό σανατόριο, ορεινό βέβαια για πιο καθαρό αέρα.
Η ΡΗΝΙΩ την πήρε την απόφαση. Οι λιρούλες που είχε ζεστάνει τόσα χρόνια στον κόρφο της έπρεπε να πιάσουν τόπο. Έτσι κι αλλιώς όλα για έναν σκοπό υπάρχουν. Έλεγε, τι να τις κάνω εγώ τις λίρες, μήπως έχω παιδιά να μεγαλώσω ή να προικίσω, παρά μόνο τα παιδιά της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ; Ε ας ζήσει η μάνα τους να γίνει καλά να μην τους λυπήσει. Κάπου στα βόρεια της Αθήνας, της το συνέστησε ο γιατρός, ένα παιδαρέλι που έβλεπε καθημερινά την ΒΑΣΙΛΙΚΗ στο νοσοκομείο, τις “σκότωσε” σε μαυραγορίτη Σαράφη (από τότε άνθιζε το επάγγελμα αυτό). Όσο-όσο τις πήρε ο έμπορας ψυχών. Έτσι, στην ανάγκη των πολλών πλουτίζουν οι λίγοι.
Ιδιωτικό το σανατόριο, όλοι οι φυματικοί πρέπει να έχουν λεφτά για την γιατρειά τους (κάτι θα μου λέει αυτό, εκατό και πάνω χρόνια μετά). Δεν δίστασε ούτε λεπτό, πήρε τα λεφτά του μαυραγορίτη, για δυο χρόνια φτάνουν πλούσια για την υγεία της ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ. Σε άλλο ένα μέτωπο η ΡΗΝΙΩ κατάφερε να νικήσει.
Όλοι στον συνοικισμό την είχαν για παράδειγμα, κανείς δεν λιμπίστηκε τις λίρες ή αν πήγαν χαμένες. Όλοι το ήξεραν ότι η ΡΗΝΙΩ είχε φυλαγμένες λίρες απ’ το γάμο της μα κανείς δεν ζήλευε ούτε φθονούσε. Ήταν ο δικός τους άνθρωπος, μακάρι να μην χρειαζόταν να τις χαλάσει στράφι, τώρα στην αρρώστια της δικιάς τους ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ήταν θεόσταλτη βοήθεια.
Και η ΡΗΝΙΩ φορτωμένη με όλα τα καθημερινά, εύκολα και δύσκολα είπαμε, μα ποτέ δεν ξεχνούσε την αρχή, μόνο το τέλος δεν γνώριζε, έλεγε.
Την βλέπαμε συχνά να ανεβαίνει ψηλά πίσω απ’ το συνοικισμό, σε ύψωμα κατάφατσα στη ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑ, να βάζει το χέρι της να κόβει την αντηλιά και να βιγλίζει κατά τη θάλασσα. Ίσως μπορεί να περιμένει να δει κανα σημάδι από τους ρομαντικούς και ονειροπόλους δικούς της, έστω ένα μήνυμα ότι ζουν τουλάχιστον.
Ίσως έπρεπε να το πάρει απόφαση πως ούτε γυναίκα μα ούτε και αδελφή θα την φώναζαν ποτέ ξανά, μα αρνιόταν να το δεχτεί. Αχ και να την βλέπατε στο λιόγερμα να στέκει εκεί στητή και αγέρωχη και με λαχτάρα να κοιτά μακριά τη θαλασσογραμμή.
Ίσως αυτή την εικόνα να φαντάστηκε ο ακριβός μου φίλος ο ΜΙΧΑΛΗΣ, πενήντα χρόνια και βάλε μετά, να σμιλέψει το άγαλμα της μάνας στο ΛΑΥΡΙΟ, μαυροφορούσα να ψάχνει με τα μάτια και με το χέρι στην αντηλιά, απέναντι σε μια στενή μακριά λωρίδα γης να δει τους δικούς της, πατέρα, άνδρα, αδελφό, αγαπητικό, ένα σημάδι ότι ακόμα κρατούν ηρωικά, περήφανα (αλήθεια μια τόσο μικρή λωρίδα γης πως κρατούσε τόσο ηρωισμό;) και πανανθρώπινα ιδανικά.
Εκεί στο μικρό ύψωμα κράταγε την ελπίδα της η ΡΗΝΙΩ και περίμενε αναπολώντας μέχρι που έγερνε ο ήλιος ανοιχτά στη θάλασσα και τα λίγα φώτα από τα καράβια να φωτίζουν στον ορίζοντα. Τότε το έπαιρνε απόφαση με σταυρωμένα τα χέρια και την μπόλκα της στο στήθος και κατέβαινε κάτω στον αυλόγυρο και η καθημερινότητα ξανά η ίδια.
Ήταν όμορφη η ΡΗΝΙΩ, ψηλή, λεπτή, λυγερόκορμη σαν κυπαρίσσι, λεμονόστηθη, με μαλλιά πυκνά μαύρα μακριά, πλεγμένα σε δυο κοτσίδες ίδιες σαν κάβους που δένουν τα καράβια με τη στεριά και όταν τις έφερνε γύρω στο κεφάλι αν ήταν ξανθιά θα έμοιαζαν με φωτοστέφανο.
Εικοσάχρονη ήταν στην πατρίδα της, στο γάμο της και μετά στον ξεριζωμό, νιόπαντρη είπαμε. Τώρα έχει πατήσει τα 24 και μοιάζει να έχει πάρει ώρες ώρες ζαλίκι όλα τα βάσανα του κόσμου.
Την είχε δει να μεγαλώνει ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ, κι αυτός συνομήλικός της ή και παραπάνω μπορεί και το είχε βάλει στο μυαλό του να την κάνει ταίρι του, μια μέρα που θα ήταν έτοιμη για γάμο.
Την έβλεπε να παίρνει κλωστές για ράψιμο και μπερσίμια για κέντημα. Εργαζόταν σε μεγάλο κατάστημα με παντός είδους ψιλικά. Κουμπιά φιλντισένια, τρέσες ακριβές και σιρίτια χρυσαφιά, μα και υφάσματα μεταξωτά, δαμασκηνιά, με χάντρες και πούλιες, χρυσοποίκιλτα από την ΙΝΔΙΑ, από την ΑΝΑΤΟΛΗ βαθιά, ακριβά να ράβουν οι κυράδες φορέματα για γάμους βαφτίσια, βεγγέρες μα και βατίστες για τα ασπροκεντιά τους.
Το μαγαζί που δούλευε, στον ίδιο δρόμο με το τσαγκάρικο-υποδηματοποιείο του πατέρα της, έτσι είχε την ευκαιρία να την βλέπει πολύ συχνά και αυτό του άναβε την προσμονή, μα ήταν και φίλος καρδιακός με τον ΓΙΩΡΓΗ τον αδελφό της, λίγα χρόνια μικρότερός του. Μαζί κάνανε τις σκανταλιές, σοβαρές και όχι, σαν μικρά παιδιά. Μαζί μέτρησαν το μπόι τους και το αντριλίκι τους σαν νεαροί πρωτόβγαλτοι.
Αυτό του έδινε ακόμα πιο πολύ θαρετά να ονειρεύεται την ΡΗΝΙΩ πλάτι του.
Την ευκαιρία την έδωσε η θεία ΕΡΑΣΜΗ, που τη φωνάζαμε ΜΙΜΗ. Αφού ψώνισε ότι ήθελε απ’ το κατάστημα, ο ΔΗΜΗΤΡΟΣ πήρε το θάρρος και της μίλησε. Της είπε τον καημό του και την έβαλε να μιλήσει πρώτα στον πατέρα και μετά στον αδελφό.
Για την ΡΗΝΙΩ δεν είχε καμια αμφιβολία στο ΝΑΙ, την είχε δει πως τον κοιτούσε όταν, δίνοντας τα ρέστα στα ψώνια της, ακουμπούσε τα ακροδάχτυλά του στην παλάμη της, πως κοκκίνιζε ως τα ριζά της κεφαλής της.
Το ΝΑΙ πάει αντάμα με το όνειρο για τον ΔΗΜΗΤΡΟ. Έβαλε στη ΜΙΜΗ κουτί με γλυκά με σερμπέτια, έτσι για να είναι γλυκιά η κουβέντα που θα κάνουν, το έθιμο βλέπετε, έστειλε και τα ανάλογα λουλούδια και η ΕΡΑΣΜΗ που τη λέγανε ΜΙΜΗ πήρε πολύ σοβαρά το ρόλο της, όφειλε να φέρει καλά νέα στον ΔΗΜΗΤΡΟ.
Πολλά λόγια και παινέματα δεν χρειάζονταν αφού όλοι στην πόλη ήξεραν τον ΔΗΜΗΤΡΟ, στη δουλειά του, στα γλέντια, στις παρέες, όλοι με τον καλό λόγο γι’ αυτόν.
Ο πατέρας εκτίμησε την τιμή που του έκανε, μα πιο πολύ ακόμα ο ΓΙΩΡΓΗΣ (είπαμε φίλοι καρδιακοί). Τώρα θα γίνουν και αδέλφια, έτσι είπε της ΜΙΜΗΣ. Μαζί από μικρά, τώρα και στο ίδιο σπίτι. Είπαμε ονειροπόλοι, γι’ αυτό όταν χρειάστηκε η μάνα πατρίδα βοήθεια, εθελοντές πήγαν στα βάθη της ΑΝΑΤΟΛΗΣ και η ΡΗΝΙΩ ακόμα τους προσμένει.
Η ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-
Ολοι στην ΑΠΕΡΓΙΑ
Η βαλίτσα σου (δοξαστικό και μια ελεγεία για την 8 του Μάρτη)
Χανίν
Η Ρηνιώ της Ανατολής
Η Ρηνιώ της Ανατολής (2ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (3ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (4ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (5ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (6ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (7ο μέρος)
Η Ρηνιώ της Ανατολής (8ο μέρος)