Δεν περνούσε η μέρα για το αύριο. Κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα, που λέει ο λόγος και όχι αυτά από το καρβουνιάρικο-παγοποιίο.
Αργά το βράδυ πάλι, τρία - τρία, τάχα πως γύριζαν αδέσποτα σαν τα σκυλιά που οσμίζονται τον αέρα για κάτι φαγώσιμο, περνούν τη πόρτα του μπακάλικου και μετά τη διπλανή, τη μικρή πορτούλα της κάμαρης. Ξέρετε μια πορτούλα μονόφυλλη, κομμένη στη μέση, μισή πάνω μισή κάτω, έτσι που να μην είναι εύκολο το έμπα με την πρώτη στον προσωπικό χώρο του κυρ ΣΠΥΡΟΥ.
Μπήκαν με πολλή προσοχή μη τους δει κανένα μάτι. Η δικαιολογία έτοιμη: “Ψάχνουμε για κάτι να βρούμε να φάμε”.
Απαρτία, ο κυρ ΣΠΥΡΟΣ στην ίδια θέση με τη χτεσινή στο πρώτο ξάφνιασμα, λες και δεν είχε κουνηθεί ούτε για τις ανάγκες του, που λέει ο λόγος. Πλατύ το χαμόγελο μια πιο πλατιά η χερούκλα του, που τους χαιρέτησε έναν έναν παρακαλώ, ακόμα και τα κορίτσια της παρέας (τόση σοβαρότητα και επισημότητα).
“Λοιπόν κυρ ΣΠΥΡΟ; Το σκέφτηκες; Θα συμμετέχεις στο κόλπο μας, στην ομάδα μας, με τον τρόπο σου;”. Ο κυρ ΣΠΥΡΟΣ χωρίς κουβέντα για απάντηση σηκώνει τα στρωσίδια του και ανάμεσα στο σουμιέ και στο στρώμα του ξανοίγει ένα χαρτί με γραμμένα πάνω τα στέκια, τις αποθήκες, τα υπόγεια, όσα τέλος πάντων τόσα χρόνια ήξερε ότι είναι τα εμπορεύματα, μια που κι αυτός αγόραζε για μεταπούλημα στο μπακαλικάκι του.
Τους είχε τσεκάρει όλους, που έμεναν, πάνω, δίπλα, μέσα στις αποθήκες τους, αν ήταν σημερινοί μαυραγορίτες ή είχαν από πάντα κρυφό το επάγγελμα αυτό. Τους είχε σημειώσει και που φύλαγαν τα χαρτιά τους, τα χρεόγραφα με του καθενός το βίο υποθηκευμένο. Ένα από τα κυρίαρχα καθήκοντα ήταν να τα καταστρέψουν τα παιδιά, να λυθούν τα χέρια του λαού από τα χρέη.
Βέβαια αυτοί φοβόντουσαν και τους αδικημένους, συχνά όλη τη νύχτα κόβαν βόλτες στις αποθήκες τους μπας και ανοιξει η όρεξη και το άδικο των πεινασμένων. Γνώριζαν ότι γρήγορα θα γίνουν στόχοι των αδικημένων.
Όλα γραμμένα με μελανό μολύβι, απ’ αυτά που τα σαλιώνεις για να γράφεις, χαρακτηριστικό του κάθε μπακάλη. Γραμμένα πάνω σε χαρτί από σακούλες οσπρίων ή ζάχαρης ή ό,τι άλλο είχε ο καλοσυνάτος κυρ ΣΠΥΡΟΣ τουτες τις ώρες εύκαιρο.
Ο ΛΑΔΑΣ, γεμάτο υπόγειο με πολλές λαδούσες και δεξαμενές με πολύτιμο λαδάκι, βλογημένο, να πάψει για λίγο να πρήζεται η μπάκα των παιδιών.
Ο ΜΑΚΑΡΟΝΑΣ στο τάδε σημείο δυο δρόμους πιο κάτω, δεν καλοακούει, είναι λίγο βαρήκοος, μόνο στη τσέπη του ακούει τον ήχο από τις λιρούλες, που τις κουβαλούσε πάντα πάνω του και στις δυο του τσέπες, μοιρασμένες έτσι που να βάζει τα χέρια τις τσέπες και να τις χαϊδεύει ηδονικά.
Μα το μεγαλύτερο βιος το είχε μαζέψει σε μια αποθήκη κοντά στο μπακάλικο του κυρ ΣΠΥΡΟΥ ο ΑΛΕΥΡΑΣ, αυτός ο ύπουλος άνθρωπος που τον έβλεπες με τα γυαλιά του χοντρά, μυωπικά και με κατεβασμένο το καπέλο του, χειμώνα καλοκαίρι, μέχρι τα γυαλιά του και κουμπωμένο το σακάκι του με όρθιο το γιακά να κόβει βόλτες ολημερίς γύρω στο τετράγωνο.
Δεν βρίσκει ησυχία, φοβάται πιο πολύ απ’ όλους όταν συναντά κάποιον στο δρόμο του. Σιάζει τα παιδιά στα μάτια του, τα κρεμασμένα με χρυσή καθένα απ’ το χοντρό λαιμό του, κατεβάζει την ρεπούμπλικα τόσο χαμηλά έτσι που να μην τον γνωρίζουν. Νομίζει!
Αυτός ο μαυραγορίτης εμπορευόταν από πάντα αλεύρια. Τα μοσχοπουλούσε με τη σέσουλα στους μικρούς μα και στους νοικοκυραίους, μα τώρα αγοράζοντάς τα με τη βία για φτηνά, τα πουλούσε μια περιουσία ακριβά. Για δυο οκάδες αλεύρι ολόκληρες περιουσίες, χρυσά κοσμήματα, κάποιο οικοπεδάκι στ’ ακριανά του ΠΕΙΡΑΙΑ, ως και χρυσά δόντια ζητούσε το κοράκι (“τι τα θες, μήπως θα έχεις να μασήσεις; Εγώ θα σου δώσω αλεύρι, βρες και λάδι να σώσεις απ’ την πείνα τα παιδιά σου”).
Αγόραζε και τα όσπρια από τον αλευρά ο κυρ ΣΠΥΡΟΣ. Τους είπε σε πιο χώρο τα έχει ο μαυραγορίτης, “ας έχουν και μαμούνια, να τα πάρετε!” τους λέει “όσα μπορείτε περισσότερα”. Έβγαλε το άχτι του ο κυρ ΣΠΥΡΟΣ.
Η ΙΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-