Σήμερα είναι Πέμπτη. Ο καιρός έχει γλυκάνει και η πόρτα του γραφείου μένει πια μισάνοιχτη για να μπαίνει το ανοιξιάτικο αεράκι. Απ’ έξω περνά ένα κορίτσι με φόρμα γυμναστικής. Από την τσάντα του εξέχει ένα λεπτό μπλε στρωματάκι, τυλιγμένο σε ρολό. Πηγαίνει δίπλα, στη Σχολή Χορού. Στο κτήριο με την ωραία ξύλινη σκάλα.
Να κι ο Θανάσης με το ποδήλατό του. Το στερεώνει στο πεζοδρόμιο και μπαίνει. «Έλα βρε, τι γίνεται; Όλα καλά;». Μας λέει πως δεν θα κάτσει, πέρασε απλώς να πει ένα «γεια». Που να κάτσει, δηλαδή, όταν το γραφείο έχει μετατραπεί σε παιδικό σταθμό, με τη μικρή να πετάει δεξιά κι αριστερά χαρτιά κι εμένα να προσπαθώ να την ταΐσω με το μπολάκι στο χέρι.
Τη βάζω στο καρότσι και της λέω ότι θα πάμε βόλτα. Μου σκάει ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά. Βγαίνουμε στο δρόμο και κατευθυνόμαστε προς το Ιστορικό Κέντρο. Τα καφέ είναι γεμάτα κόσμο. Λες και οι Καλαματιανοί περίμεναν να μπει η άνοιξη για να ξεχυθούν στους δρόμους και τις πλατείες.
Στα «σουβλάκια» του Τζίμη κάνουμε μια μικρή στάση. Εδώ, στο πεζούλι της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, όλο και κάποιο γνωστό θα συναντήσεις. Συνεχίζουμε στον πεζόδρομο της Αμφείας, που είναι κι αυτός μες τη ζωντάνια. Μεζεδοπωλεία, εστιατόρια, καφέ, μπυραρίες… Μα πότε άνοιξαν όλα αυτά; Πόσο καιρό έχω να περάσω από ΄δω βράδυ;
Έξω από τις «Κούνιες» η Σταυρούλα με τον Κώστα. Έχει μια εκδήλωση ο «Φιλοζοωικός». Κάτι σαν έκθεση. Μια κοπέλα που φτιάχνει όμορφες χειροτεχνίες με υφάσματα και άλλα υλικά. Όλα έχουν θέμα τα ζώα.
«Στάσου μια στιγμή!» μου λέει η Σταυρούλα και χάνεται για λίγο. Επιστρέφει κρατώντας ένα κομμάτι ύφασμα. «Αυτό δώρο για τη μικρή», μου το δίνει και με αιφνιδιάζει. Μια γκρι πετσέτα και πάνω της κεντημένη μια χνουδωτή καφέ γάτα. «Aimilia ’s Project» γράφει η ετικέτα κάτω αριστερά. «Για να σκουπίζει τα χέρια της όταν μεγαλώσει και πλένει τα πιάτα» προσθέτει η Σταυρούλα και με συγκινεί…