Απόγευμα στην εφημερίδα, πνιγόταν στη δουλειά, έπρεπε να παραδώσει κείμενα και να ξαναφύγει για κάποιο άλλο ρεπορτάζ, τα τηλέφωνα χτυπούσαν, αλλά όταν ερχόταν ένας άνθρωπος να πει το πρόβλημά του, ο Χάρης καθόταν υπομονετικά και τον άκουγε όση ώρα κι αν χρειαζόταν. Και ύστερα προσπαθούσε μέσα από το γραπτό του, με ευαισθησία αλλά και αντικειμενικότητα, να αναδείξει το θέμα του. Την Τρίτη στην κηδεία του είδα αρκετούς από αυτούς τους ανθρώπους. Στέκονταν εκεί δίπλα του λυπημένοι, όπως όλοι όσοι τον γνωρίσαμε.
Τον Χάρη Χαραλαμπόπουλο τον συνάντησα για πρώτη φορά το 1994 στο ραδιοσταθμό «Κανάλι 1» του Τάκη Γουρνά. Εκείνος έκανε την πρωινή ενημερωτική εκπομπή του σταθμού κι εγώ κάποια δελτία ειδήσεων. Ύστερα χαθήκαμε. Τον ξαναβρήκα το 1999 στο «Θάρρος». Σε διπλανά γραφεία για 15 ολόκληρα χρόνια. Ένα τζάμι μας χώριζε. Το γραφείο του γεμάτο χαρτιά: φαξ, σημειώσεις, έγγραφα από υπηρεσίες, προσκλήσεις δημοτικών συμβουλίων και εκδηλώσεων, δελτία Τύπου της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας - εκτός από το Αθλητικό, ο Χάρης είχε ασχοληθεί με όλα τα ρεπορτάζ. Δίπλα από την οθόνη του υπολογιστή του πάντα ένα ποτήρι με φραπέ κι άλλο ένα με νερό. Και πιο ΄κει μια σειρά χρησιμοποιημένες αλκαλικές μπαταρίες από το δημοσιογραφικό του μαγνητόφωνο. Όλο έλεγε να τις πάει στην ανακύκλωση κι όλο το ξεχνούσε…
Ο Χάρης ήταν δημοκράτης. Από τους πιο ευγενείς συνομιλητές που έχω γνωρίσει. Μπορεί να συζητούσες μαζί του για πολιτική, μπορεί να διαφωνούσατε κάθετα, αλλά ποτέ δεν εκνευριζόταν, ποτέ δεν προσπαθούσε να σου επιβάλει την άποψή του. Δεκαπέντε χρόνια μέσα στην εφημερίδα δεν τον άκουσα ούτε μια φορά να υψώσει τη φωνή του, να μιλήσει άσχημα σε συνάδελφο, να προσβάλει, να κατακρίνει ή να κουτσομπολέψει κανέναν. Κι όταν του εκμυστηρευόσουν κάτι, ήξερες πως δεν υπήρχε περίπτωση να σε εκθέσει.
Ο Χάρης λάτρευε τις μηχανές. Είχε και αυτοκίνητο, αλλά δεν τον είχα δει ποτέ να το οδηγεί. Έκανε κρύο, έβρεχε, χιόνιζε, εκείνος με τη μηχανή του! Φόραγε τη δερμάτινη φόρμα και το κράνος του και δεν τον σταματούσε τίποτα. «Όταν βρέχει ευχαριστιέμαι καλύτερα την οδήγηση» έλεγε.
Παρά την πίεση της δουλειάς και τα άλλα προβλήματα της καθημερινότητας, ο Χάρης κατάφερνε να βρίσκει χρόνο για να περάσει καλά. Βόλτες με τη μηχανή, παρέα με φίλους, εκδρομές, γυμναστήριο, ποδηλασία… Κάποια εποχή είχε ξεκινήσει μαθήματα χορού. Αργεντίνικο τάνγκο! «Πώς κι έτσι;» τον είχα ρωτήσει. «Α, περνάω πολύ όμορφα. Έλα μια φορά, να δεις τι ωραία αίσθηση...» μου είχε πει ένα βράδυ, καθώς έγραφε πυρετωδώς για να τελειώσει γρήγορα και να πάει στη «μιλόνγκα» του.
Ο Χάρης αγαπούσε τη ζωή και τη χαιρόταν. Όταν του άρεσε κάτι το έκανε επιτόπου, δεν το άφηνε για αργότερα όπως κάνουμε οι περισσότεροι. Ίσως αυτό να απαλύνει κάπως τον πόνο των αγαπημένων του ανθρώπων που τον έχασαν τόσο πρόωρα…