“Ένα επικό ταξίδι μέσα από τις αρχαίες θάλασσες” το χαρακτηρίζει ο ίδιος και στο εισαγωγικό του σημείωμα αναφέρει μεταξύ άλλων: “Από παιδί μου άρεσε να διαβάζω λογοτεχνία και ελληνική μυθολογία. Η Οδύσσεια ήταν το αγαπημένο μου βιβλίο και ο Οδυσσέας ήταν το πρότυπό μου. Όταν λοιπόν, ως αξιωματικός του εμπορικού ναυτικού, ανέβηκα στις γέφυρες των πλοίων, χώθηκα μέσα στους χάρτες και υπολογίζοντας τα ρεύματα και την ταχύτητα των τότε πλοίων με τον κουμπάσο (ναυτικό διαβήτη), προσπαθούσα να σχεδιάσω το ταξίδι του Οδυσσέα. Όμως το ταξίδι αλλού συμφωνούσε με την Οδύσσεια και αλλού όχι. Άρχισα λοιπόν να μελετώ και να διαβάζω για πολλά χρόνια όποιο σχετικό βιβλίο έβρισκα μπροστά μου. Έτσι μπλέχτηκα στον κυκεώνα του λεγόμενου ομηρικού ζητήματος. Πολλά από τα όσα διάβασα με διαφώτισαν, τα περισσότερα όμως με εξόργισαν διότι μου ήταν αδύνατο να δεχτώ ότι ο Όμηρος ήταν τυφλός ή ότι δεν υπήρξε ποτέ ή ότι δεν έγραψε ο ίδιος και τα δύο έπη και πολλά άλλα. Έτσι με περισσότερο πείσμα συνέχισα τις έρευνές μου. Ερεύνησα για πολλοστή φορά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, επισκέφθηκα την Ιθάκη, τη Χίο, τον Αχέροντα και πολλά μουσεία, συζήτησα με τους ντόπιους και άκουσα τη γνώμη τους. Στο τέλος κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο ίδιος ο Όμηρος ταξίδεψε και έζησε μια περιπέτεια σχεδόν όμοια με την Οδύσσεια. Αξιοποιώντας λοιπόν τα στοιχεία που μου παρείχαν τα έπη αλλά και όσα έχουν διασωθεί από τους πολλούς βίους του Ομήρου συνέγραψα αυτό το μυθιστόρημα, στο οποίο, αν και είναι μύθος, θα μπορούσαν να έχουν συμβεί πράγματι έτσι τα γεγονότα”.
Ανάμεσα στο μύθο και στην πραγματικότητα λοιπόν ο συγγραφέας έστησε έναν δικό του κόσμο και μας καλεί να ταξιδέψουμε μαζί του.
Ιστορικό μυθιστόρημα χαρακτηρίζει το βιβλίο του και η υπόθεσή του σε γενικές γραμμές έχει ως εξής, όπως αναφέρεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
“8ος αιώνας π.Χ. Τετρακόσια χρόνια µετά τον φοβερό Τρωικό πόλεµο, οι Έλληνες ριψοκίνδυνοι θαλασσοπόροι εξερευνούν και αρχίζουν να κυριαρχούν στις απέραντες θάλασσες της Μεσογείου και του Ευξείνου Πόντου. Βασιλικές εξουσίες ανατρέπονται και πολλές πόλεις αυτονοµούνται και γίνονται κράτη. Σε αυτόν τον κόσµο που αλλάζει, δύο ξεχωριστοί άνδρες συνδέονται µε αδερφική, ισόβια φιλία. Ο ένας από την Ιθάκη, τολµηρός θαλασσοπόρος, φιλοπερίεργος και πολυµήχανος, που η γενιά του κρατάει από τον Οδυσσέα, τον κουρσευτή της Τροίας, και είναι ο τελευταίος της γενιάς του που φέρει το περήφανο όνοµα του ξακουστού βασιλιά. Ο άλλος από τη Σµύρνη, φιλοµαθής, φιλοπερίεργος και προικισµένος από τις Μούσες µε το ιερό χάρισµα της µουσικής και της ποίησης, που, ενώ οι γονείς του τον ονόµασαν Μελησιγένη, όλοι για κάποιον λόγο τον αποκαλούν Όµηρο.
Οι περιπέτειες και τα ταξίδια των δύο φίλων παρουσιάζουν την εικόνα της εποχής που ζουν, αναδεικνύουν τις αξίες της φιλίας, της φιλοξενίας, της τόλµης και προ πάντων την αξία της µουσικής και της ποίησης”.
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα αναμφίβολα προσπάθεια, συναρπαστική σαν παραμύθι, που σε ταξιδεύει εκεί που ο Οδυσσέας και ο Όμηρος βρέθηκαν, έτσι όπως ο συγγραφέας του φαντάστηκε, ταξιδιάρης και ο ίδιος, λόγω και επαγγελματικής ιδιότητας, αλλά πρωτίστως ενδελεχούς μελέτης σε ό,τι αναφέρεται στον Όμηρο και το περίφημο ίσως και περιβόητο τελικά ομηρικό ζήτημα.

Ευάγγελος Σκόρδος
Δεν αποκλείω ο Όμηρος αν ήταν ένα πρόσωπο να ήταν ενδεχομένως τυφλός. Αν και θεωρώ πως η αναφορά στην τυφλότητά του είναι μάλλον αλληγορική, σε τελική ανάλυση όμως η ουσία, πέρα απ’ όλα αυτά, είναι πως τα λεγόμενα ομηρικα έπη είναι αξεπέραστα δημιουργήματα, μνημεία της λογοτεχνίας των αιώνων και πάντα ανοιχτά σε νέες και πιο κριτικές αναγνώσεις τους.
Σε ό,τι με αφορά, το βιβλίο του κ. Σκόρδου με έκανε να ανατρέξω πάλι στις πηγές της αρχαίας γραμματείας, σε ιστορικούς που ασχολούνται μαζί της. Ήταν και αυτό ένα συναρπαστικό ταξίδι που πολύ το χάρηκα και συνεχίζω να το χαίρομαι.
Όσο για τον Οδυσσέα, ελπίζω να μη σταμάτησε ποτέ να ταξιδεύει. Άλλωστε κάθε ταξίδι κρύβει πάντα και μια ελπίδα για μια καλύτερη ζωή σε έναν καλύτερο κόσμο. Δεν είμαστε βέβαια όλοι σαν αυτόν τον Οδυσσέα, δικαιούμαστε ωστόσο να διεκδικούμε το ταξίδι, έστω στα όνειρα και τα διαβάσματα μας. Το σημαντικότερο βέβαια θα ήταν να τα ζούσαμε κιόλας.