Μεγαλώσατε στην Καλαμάτα;
Ναι. Μετά το σχολείο ανέβηκα για σπουδές στην Αθήνα, όπου ζω μόνιμα από τότε.
Η Νομική ήταν επιλογή σας;
Επιλογή όπως αυτές που κάνουμε όταν τελειώνουμε το λύκειο. Κάτι πρέπει να σπουδάσουμε. Ο πατέρας μου ήταν φιλόλογος και κατ’ αρχήν ήθελα να σπουδάσω Φιλολογία. Μετά άλλαξα γνώμη και στράφηκα στα νομικά. Ευτυχώς, γιατί φανταστείτε να ήμουν τώρα καθηγήτρια μέσα σε μια αίθουσα. Θα με αιχμαλώτιζε πάρα πολύ.
Για τη φωτογραφία πώς ενδιαφερθήκατε;
Πάντα μου άρεσε η τέχνη, ιδίως το θέατρο. Το γυρόφερνα να πάω σε κάποια δραματική σχολή, περνούσα, ρώταγα, έφευγα. Ή ετοιμαζόμουν μερικές φορές, με κείμενα και ποιήματα, για να δώσω εξετάσεις. Όμως άλλαζα γνώμη κι έλεγα, άσε την επόμενη περίοδο. Κι έτσι ποτέ δεν το έκανα. Ξαφνικά, ίσως σαν αντιστάθμισμα, εμφανίστηκε η φωτογραφία. Πήγα σε μια ομάδα, στη Φωτογραφική Εταιρεία της Αθήνας, όπου έκανα τα πρώτα μαθήματα. Δούλευα ως δικηγόρος τότε και η ενασχόληση με τη φωτογραφία ήταν μια ευχάριστη αλλαγή. Αυτό προφανώς καλλιεργήθηκε, οπότε κάποια στιγμή σταμάτησε να με απασχολεί το θέατρο και άρχισε να μ’ ενδιαφέρει η φωτογραφία. Ίσως να μου άρεσε επειδή είναι μια τέχνη πιο μοναχική, κινείσαι όπως θέλεις, δεν εξαρτάσαι από άλλους. Μου έδινε μια προσωπική ελευθερία.
Η πρώτη σας φωτογραφική μηχανή;
Πέρα από αυτές που είχαμε στο σπίτι, π.χ. μια compact για να φωτογραφίζουμε διάφορες στιγμές, αγόρασα μια Minolta όταν έκανα το πρώτο σεμινάριο στη Φωτογραφική Εταιρεία. Την είχα για πολλά χρόνια, δεν αποχωρίζομαι εύκολα τα αντικείμενα. Αργότερα πήρα μία Leica και πέρασαν πάλι αρκετά χρόνια ώσπου να αποκτήσω ψηφιακή, μόλις την τελευταία τετραετία. Αναγκάστηκα, ίσως γιατί οι ψηφιακές έχουν και τις ευκολίες τους. Εξακολουθώ να συμπαθώ τις αναλογικές μηχανές και τη διαδικασία με το φιλμ, αλλά σίγουρα στην τεχνολογία βρίσκεις βελτιωμένα πράγματα. Ωστόσο δεν ξεσηκώνομαι από το τι καινούργιο κυκλοφορεί κάθε φορά στο εμπόριο.
Για μια καλή φωτογραφία τι μετράει; Η ατμόσφαιρα, η τεχνική… ;
Όλα αυτά αλλά και ο ίδιος ο φωτογράφος. Το τι βλέπει, το πώς το βλέπει και η ικανότητα εκείνη τη στιγμή, αμέσως, να το τοποθετήσει κάπου. Να φτιάξει ένα κάδρο και να το βάλει. Το θέμα το φτιάχνεις. Δημιουργείς τη φωτογραφία και λέει αυτό που εσύ είσαι σαν άνθρωπος.
Και ήρθε η στιγμή που η φωτογραφία υπερίσχυσε της δικηγορίας. Πώς πήρατε την απόφαση;
Δεν την πήρα αμέσως, πέρασαν χρόνια. Το πάλεψα πολύ, γιατί το επάγγελμα σου εξασφαλίζει μια οικονομική δυνατότητα. Σκεφτόμουν, τι θα κάνω αν δεν πετύχει το άλλο; Είναι και κάποιες συντηρητικές καταβολές που όσο και να τις πολεμάει κανείς υπάρχουν. Τελικά αποφάσισα ότι θέλω να πάω κάπου αλλού για να είμαι καλύτερα εγώ. Δεν ήμουν ένας ευτυχισμένος δικηγόρος. Ωστόσο και το ένα και το άλλο ήθελαν μεγάλη προσπάθεια. Ακόμα προσπαθώ.
Η πρώτη σας έκθεση;
Έγινε στο Πνευματικό Κέντρο Καλαμάτας με τη στήριξη της εδώ Φωτογραφικής Λέσχης. Πηγαίνοντας τώρα μια 20ετία πίσω, σκέφτομαι τι τόλμημα ήταν να κάνω μια έκθεση τόσα χρόνια πριν, ενώ βρισκόμουν ακόμη στο Α. Είναι το θράσος που λέμε ή η άγνοια, να τολμάει κανείς με το υλικό που έχει, το οποίο μπορεί να είναι φτωχό, ανεπεξέργαστο...
Από κάπου πρέπει να ξεκινήσει…
Ναι, αλλά καμιά φορά ξεκινάς ενώ είναι άγουρο ακόμη το πράγμα. Από εκεί μέχρι τώρα μου φαίνεται ότι έχει γίνει πολύ μεγάλη διαδρομή. Χρειάστηκε κι εγώ η ίδια να πειστώ ότι κάτι μπορώ να κάνω. Μελέτησα, είδα μεγάλους φωτογράφους, κάθισα στα θρανία. Πήγα δύο χρόνια σε ΙΕΚ Φωτογραφίας και για δύο καλοκαίρια έκανα μαθήματα στην Ιταλία. Τις εποχές που δούλευα ως δικηγόρος, την άδειά μου την περνούσα έτσι. Πρέπει να εκπαιδευτείς, να μάθεις για την τέχνη, ζωγραφική, κάδρο, σύνθεση, ιστορία, αισθητική, ιστορία της τέχνης, να βρεις και τον εαυτό σου, κάποια θέση σε αυτό το πράγμα. Και να εξασκηθείς, να φωτογραφίζεις καθημερινά, να μην είσαι ο φωτογράφος του Σαββατοκύριακου. Όπως σε κάθε επάγγελμα, για να έχεις αποτέλεσμα. Παρόλο που η φωτογραφία μπορεί να σου δώσει αργότερα κάποια χρήματα ή ελάχιστα ή ποτέ τίποτα οικονομικά.
Και ακολούθησαν οι εκθέσεις με τα αρχαία και την πόλη Matera της Ιταλίας;
Το 2011 έκανα μια σειρά με φωτογραφίες από το Αρχαιολογικό Μουσείο όπου πήγαινα επί δύο - τρία χρόνια. Την παρουσίασα στην Καλαμάτα και την Αθήνα. Εκεί άρχισα να αισθάνομαι ότι κάνω κάτι όπως θα το ήθελα. Το λεύκωμα με τη Matera έγινε χάρη στον Ανδρέα Ζαχαράτο, ο οποίος ήδη μου είχε εμπιστευτεί να κάνω την επιμέλεια σε ένα δικό του φωτογραφικό λεύκωμα για τη Μάνη. Αφού έγινε το “Μάνη από πέτρα και χρόνο”, άρχισα να σκέφτομαι τι μπορώ να κάνω με κάτι δικό μου. Είχα από τη Μatera της Ιταλίας υλικό (Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2019), μια πόλη όπου οι άνθρωποι έζησαν μακριά από τον κόσμο και την έχουν παρομοιάσει με την Καππαδοκία ή τη Βηθλεέμ. Η έκθεση για τη Matera πήγε και περιοδεία στην Ελλάδα με την υποστήριξη του Ιταλικού Ινστιτούτου. Εν τω μεταξύ έκανα επιμέλεια και σε ένα άλλο λεύκωμα κι έτσι μπήκα και σε αυτά τα «χωράφια», χωρίς να χρίζω τον εαυτό μου επιμελήτρια. Μου άρεσε και αυτή η διαδικασία, το πώς μπορούμε να συνθέσουμε ένα φωτογραφικό βιβλίο.
Η ιδέα του λευκώματος για την Παραλία της Καλαμάτας πώς προέκυψε;
Τα τελευταία χρόνια που ερχόμουν και χειμώνες, πάντοτε το μεσημεράκι ο αγαπημένος μου περίπατος ήταν στην Παραλία. Οπότε άρχισα να διαπιστώνω ότι η περιοχή έχει κίνηση. Έβλεπα άλλους να κολυμπούν, παρέες από δω, παιχνίδια, ρακέτες, κόσμο να λιάζεται. Δεν ήταν η παραλία που θυμόμουν ως μαθήτρια με τα πέντε κεντράκια. Ξενοδοχεία... μια άλλη εικόνα. Και άρχισα να "τραβάω". Ένας εθισμός. Έβρεχε-χιόνιζε, όταν ήμουν εδώ κάθε μέρα έκανα αυτή τη βόλτα. Και μαζεύτηκε μια ενότητα, το 90% του υλικού με φιλμ. Ανακάλυψα και τη Δυτική Παραλία της πόλης που τη γνώριζα ελάχιστα και μου άρεσε πάρα πολύ. Έπειτα οι φωτογραφίες έμειναν στο κουτί. Μεσολάβησε η Matera και είπα να ξαναδώ την Παραλία. Βγήκαν κάποια περιορισμένα αντίτυπα αλλά τώρα ετοιμάζεται το τελικό βιβλίο, με κείμενα και δημοσιογράφων της πόλης και κάποια λόγια δικά μου.
Από την παλιά Παραλία τι θυμάστε;
Ήταν διαφορετική. Έχει αλλάξει πάρα πολύ η περιοχή, έχει κτιστεί, έχει επεκταθεί. Τότε υπήρχαν μερικά κέντρα εκεί που πηγαίναμε για μπάνιο. Ο πατέρας μου ήταν θαμώνας στο Πανελλήνιο. Εκεί έγιναν οι πρώτες μας εφηβικές συναντήσεις, ερχόντουσαν και παιδιά Καλαματιανών από την Αθήνα τα καλοκαίρια. Για μπάνιο πηγαίναμε μέχρι την Ανάσταση και το «Φιλοξένια» που τότε ήτανε «το Μοτέλ», το οποίο είχε και μια καλοκαιρινή ντισκοτέκ όπου πηγαίναμε για χορό όταν ήμασταν 16-18. Εν τω μεταξύ όταν πήγα στη Δευτέρα Γυμνασίου απέκτησα ένα ποδήλατο και όλο μ’ αυτό τριγύριζα. Πήγαινα πάντοτε μέχρι το «Φιλοξένια» και αν έβρισκα παρέα μέχρι τον Αλμυρό. Ήταν πολύ πιο ήσυχη η παραλία, λιγότερη κίνηση, δεν υπήρχαν τόσα μαγαζιά.
Στις φωτογραφίες σας δε βλέπουμε έντονα χρώματα…
Δε με τραβάνε τα φανταχτερά, εκτός αν χρειάζεται για να σημειώσω κάποια αντίθεση. Και προτιμώ το πιο μοναχικό τοπίο, όταν η πόλη ηρεμεί, γίνεται πιο οικογενειακή, δε μου αρέσει η κίνηση, η πολυκοσμία. Η παραλία και οι κάτοικοι. Χωρίς πολλά στολίδια. Οι ήσυχες στιγμές των ανθρώπων.
Ταξιδεύετε;
Ναι, αλλά νομίζω ότι ο φωτογράφος μπορεί να βρει ένα θέμα ακόμη και δίπλα ή μέσα στο σπίτι του. Βέβαια ταξιδεύοντας ανακαλύπτεις πολιτισμούς, ανθρώπους, συμπεριφορές, βλέπεις κι άλλα πέρα από το δικό σου κόσμο, βοηθάει περισσότερο εσένα σαν άνθρωπο. Όμως τα περισσότερα ταξίδια είναι εσωτερικά, μπορεί να βρίσκεις πράγματα χωρίς να κάνεις χιλιόμετρα.
Η Τζένη Λυκουρέζου με το μουσικό ζευγάρι Γεωργία Συλλαίου και Σάκη Παπαδημητρίου στα εγκαίνια της έκθεσης Matera, στη Θεσσαλονίκη
Αγοράζουν οι άνθρωποι μια φωτογραφία ως έργο τέχνης;
Ενώ σου λένε ότι τους αρέσει, λίγοι αγοράζουν. Δεν είναι μεγάλο αυτό το κοινό.
Προτιμάτε το αστικό τοπίο, τη φύση, τα πορτρέτα;
Προτιμώ το αστικό τοπίο και τους ανθρώπους, τα αρχιτεκτονικά κάποιες φορές. Και η φύση μου αρέσει αλλά κι εκεί να υπάρχει κάπου ο άνθρωπος.
Αυτή την εποχή τι φωτογραφίζετε;
Δε φωτογραφίζω τόσο γιατί κάνω μια άλλη δουλειά που έχει σχέση με τη φωτογραφική δουλειά άλλων. Γράφω σκέψεις μου πάνω σε αυτό. Είναι κάτι που με απασχολεί χρόνια, αλλά δεν ξέρω ακόμη πότε θα είναι έτοιμο.
Σκέφτεστε πώς θα ήταν η ζωή σας αν δεν είχατε αφήσει τη δικηγορία για τη φωτογραφία;
Δεν το μετανιώνω, γιατί έζησα πολλά πράγματα με τη φωτογραφία. Μου έδωσε μια άλλη ζωή. Με έφερε κοντά σε ανθρώπους που δεν ήξερα, είδα τις δουλειές άλλων που μπορεί να μην τις φανταζόμουν, διάβασα πολύ, περισσότερο και απ’ ό,τι φωτογράφησα, και φυσικά έκανα ταξίδια, όχι τουριστικά, έγινα περιηγητής, με τρένο, με λεωφορείο, με τα πόδια... χιλιόμετρα. Νομίζω ότι περισσότερα κέρδισα παρά έχασα. Έτσι αισθάνομαι μέχρι τώρα. Ελπίζω να μην διαψευσθώ. Άλλωστε είμαι πια κάπως μεγάλη για να φοβάμαι τις διαψεύσεις. Όχι ότι δεν υπάρχουν, πάντοτε υπάρχουν, αλλά επειδή το διάλεξα μεγάλη, συνειδητά, αισθάνομαι μεγαλύτερη ασφάλεια.