Σάββατο, 09 Δεκεμβρίου 2017 17:23

Μετά την “Ξαστεριά” ο Γιώργος Ανδρειωμένος ετοιμάζει βιβλίο για τον Γιάννη Ρίτσο

Μετά την “Ξαστεριά” ο Γιώργος Ανδρειωμένος ετοιμάζει βιβλίο για τον Γιάννη Ρίτσο

Συνέντευξη στη Μαρία Νίκα

Διδάσκει Νεοελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, αγαπά τη λογοτεχνία, έχει εκδώσει αρκετά βιβλία στο πλαίσιο της έρευνάς του, ενώ τα τελευταία χρόνια συμμετέχει και στη διοίκηση του Πανεπιστημίου ως αναπληρωτής πρύτανη. Ο δραστήριος καθηγητής Γιώργος Ανδρειωμένος μας υποδέχθηκε ένα πρωί στο γραφείο του, στο Τμήμα Φιλολογίας της Καλαμάτας, όπου είχαμε την ευκαιρία για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση μαζί του. Από την κουβέντα μας δεν έλειψε η αναφορά στο τελευταίο του βιβλίο, το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» - εκδ. Σιδέρη, αλλά και στο καινούργιο που πρόκειται να κυκλοφορήσει για τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο αρχές του 2018 από τον «Κέδρο»…

Πόσα χρόνια είστε στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και την Καλαμάτα;
Στην Καλαμάτα βρίσκομαι από το 2008 και στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου εκλέχθηκα το 2007. Ωστόσο, οι δεσμοί μου με την πόλη ξεκινούν από τα βρεφικά μου χρόνια όταν και βαφτίστηκα στην Υπαπαντή. Επομένως, με την Καλαμάτα συνδέομαι από το 1964.

Πώς έγινε και βαφτιστήκατε στην Υπαπαντή;
Η μητέρα μου, επειδή έκανε μια πενταετία να τεκνοποιήσει, «με είχε τάξει» στην Υπαπαντή. Εκείνα τα χρόνια συνηθιζόταν, σε τέτοιες περιπτώσεις, να αφήνει κανείς το παιδί μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ώστε να βρεθεί κάποιος να αναλάβει να το βαφτίσει. Έτσι έγινε και με μένα. Μάλιστα, o ένας εκ των δύο αναδόχων μου ήταν ο ιδιοκτήτης του εμπορικού καταστήματος «Σαραντόπουλος». Συνέχισα να επισκέπτομαι την Καλαμάτα σε όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, επειδή τότε πήγαινα με τη Μανιάτισσα μάνα μου και τα αδέλφια μου στο Νομιτσί και τη Στούπα της Μεσσηνιακής Μάνης, προκειμένου να περάσουμε τις καλοκαιρινές μας διακοπές. H πρωτεύουσα της Μεσσηνίας ήταν πάντοτε ο ενδιάμεσος σταθμός. Άρα, από την πόλη έχω πολλές παραστάσεις, ήδη από την παιδική και εφηβική μου ηλικία.

Στη Φιλολογία πώς βρεθήκατε;
Τελειώνοντας το Λύκειο εισήχθην στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία ήταν πρώτη μου επιλογή, και περάτωσα τις προπτυχιακές σπουδές μου το 1986. Από τα γυμνασιακά μου χρόνια είχα κλίση στα φιλολογικά μαθήματα και με συγκινούσε η ανάγνωση της λογοτεχνίας, η ερμηνεία των κειμένων και, γενικότερα, ο πνευματικός πολιτισμός. Αμέσως μετά μετέβην στην Αγγλία όπου πραγματοποίησα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές, στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, υπηρέτησα τη στρατιωτική μου θητεία και σχεδόν αμέσως –στάθηκα τυχερός– βρέθηκα λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, έχοντας ένα μικρό διάστημα υπηρεσίας στη Μέση Εκπαίδευση, δύο ετών περίπου, ως αναπληρωτής καθηγητής.

Γιατί επιλέξατε να στραφείτε στη Νεοελληνική Λογοτεχνία;
Η μητέρα μου είναι το γένος Κουλουφάκου. Αυτός που με ενέπνευσε να στραφώ προς τη λογοτεχνία, τη Νεολληνική Φιλολογία και γενικότερα τις νεοελληνικές σπουδές, ήταν ο πρώτος εξάδελφος του πατέρα της μητέρας μου, ο αείμνηστος Κώστας Κουλουφάκος, ο οποίος υπήρξε εξέχουσα, κατά τη γνώμη μου, φυσιογνωμία των νεότερων γραμμάτων, αρχισυντάκτης του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» και σπουδαίος διανοούμενος. Ήταν αυτός που μου ενεφύσησε κατ’ ουσίαν την αγάπη προς τη μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας και της Νεοελληνικής Φιλολογίας, γι’ αυτό και μετά το δεύτερο έτος των σπουδών μου στη Φιλοσοφική, αποφάσισα να παρακολουθήσω τα μαθήματα του τότε Τμήματος Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών. Η αγάπη μου προς τη Νεοελληνική Φιλολογία εμπλουτίστηκε από το ενδιαφέρον μου για τη Νεοελληνική Γλώσσα κι έτσι όταν βρέθηκα στη Μεγάλη Βρετανία, όπου είχα την τύχη να μαθητεύσω κοντά σε σπουδαίους γλωσσολόγους και φιλολόγους, μου δόθηκε η ευκαιρία να διευρύνω τους ορίζοντές μου, εντάσσοντάς τα όλα αυτά στο πλαίσιο των Νεοελληνικών Σπουδών. Με άλλα λόγια, τα ενδιαφέροντά μου δεν περιορίζονται στη λογοτεχνία, αλλά γενικότερα σε αυτό που ο Κ. Θ. Δημαράς ονόμασε «κίνηση των ιδεών».

Οι πρώτοι συγγραφείς που διαβάσατε ως παιδί;
Τα περισσότερα παιδιά, στα μαθητικά τους χρόνια, πολύ δύσκολα κάποιος τα καθοδηγεί να διαβάσουν κάτι συγκροτημένα και με μέθοδο. Έτσι, λοιπόν, ως παιδί διάβαζα ό,τι και οι συνομήλικοί μου: τα έργα του Ιουλίου Βερν, του Αλεξάνδρου Δουμά, αλλά και τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη ή κάποιες ιστορίες από την Ελληνική Μυθολογία σε μικρότερη ηλικία, ήταν τα αναγνώσματα με τα οποία ανατράφηκα τα πρώτα χρόνια. Ωστόσο, όπως σας είπα, είχα την τύχη στα χρόνια των σπουδών μου να αρχίσω να διαβάζω πιο συγκροτημένα την ελληνική αλλά και την παγκόσμια λογοτεχνία, υπό την καθοδήγηση του παππού μου. Και αυτή, όπως καταλαβαίνετε, είναι μια διαδικασία που δεν σταματά ποτέ. Ευτυχώς διατηρώ αμείωτο αυτό το ενδιαφέρον μου έως σήμερα.

Κάνατε μεταπτυχιακό σε αγγλικό πανεπιστήμιο. Ως Έλληνας πήγατε στην Αγγλία για Νεοελληνικές Σπουδές;
Αυτή είναι μια εύλογη ερώτηση. Μου την είχε απευθύνει και ο μέντοράς μου στην Αγγλία, ο αγαπητός μου Φίλιπ Κινγκ. Είναι παράδοξο να φεύγει κανείς στο εξωτερικό για να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές σε ένα αντικείμενο το οποίο κατ’ εξοχήν ενδιαφέρει το ελληνικό κοινό. Όμως, αφενός μεν, όταν βρέθηκα στη Αγγλία, στο μυαλό μου δεν ήταν μόνο η Νεοελληνική Φιλολογία αλλά και η Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία, αφετέρου δε, η μετάβασή μου εκεί αποσκοπούσε στο να διευρύνω τους ορίζοντές μου με θεωρητικά διαβάσματα, εκμεταλλευόμενος μεγάλες, έγκυρες και πλούσιες βιβλιοθήκες, που θα μου άνοιγαν τους ορίζοντες και θα μου επέτρεπαν να κινηθώ σε δρόμους που το ελληνικό πανεπιστήμιο, με τα τότε δεδομένα, ενδεχομένως, θα ήταν αρκετά δύσκολο να μου τους ανοίξει. Δεν λέω ότι οι σπουδές στο ελληνικό πανεπιστήμιο δεν ήταν υψηλού επιπέδου ή ότι δεν είχα σημαντικούς δασκάλους· θεωρώ, ωστόσο, πως ήταν μια καλή ευκαιρία να γνωρίσω και κάτι άλλο. Μια τέτοια εμπειρία θα ήθελα να ζήσουν και τα παιδιά μου, για να μπορέσουν να γνωρίσουν έναν άλλο τρόπο σκέψης και εργασίας – όχι από σνομπισμό ή υποτίμηση των ελληνικών πανεπιστημίων, που πιστεύω ακράδαντα ότι συνεχίζουν να προσφέρουν υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκό έργο. Απόδειξη δε αυτού είναι ότι όσοι Έλληνες φοιτητές βρίσκονται στο εξωτερικό για μεταπτυχιακές σπουδές, διαπρέπουν σε αυτές, πράγμα που σημαίνει ότι και στα σχολικά τους χρόνια και στις πανεπιστημιακές τους σπουδές, έχουν λάβει μια καλή και συστηματική εκπαίδευση.

Οι πρωτοετείς φοιτητές σας ερχόμενοι εδώ τί ξέρουν από λογοτεχνία; Ποιες είναι οι γνώσεις που φέρνουν από το Λύκειο;
Τα τελευταία χρόνια η διδασκαλία της λογοτεχνίας στο σχολείο συνεχώς υποβαθμίζεται. Καταργήθηκε από πανελλαδικώς εξεταζόμενο μάθημα, μειώθηκαν οι ώρες διδασκαλίας της και τα παιδιά, μέσα σε αυτό το βαθμοθηρικό και εξετασιοκεντρικό σύστημα, ενδιαφέρονται πρωτίστως να εισέλθουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δίνοντας έμφαση στα μαθήματα που θα εξεταστούν. Αν τα συνυπολογίσει κανείς όλ’ αυτά, συν τον τρόπο που διδάσκεται πλέον η λογοτεχνία στα σχολεία, ο οποίος κατά τη γνώμη μου είναι λίγο βαρύς και πολύ θεωρητικά φορτισμένος για τα μυαλά των παιδιών αυτής της ηλικίας, συν το γεγονός ότι ποτέ η λογοτεχνία, όπως τουλάχιστον εγώ υποστηρίζω, δεν συνδέθηκε με την ίδια τη ζωή και με τα άλλα μαθήματα στη σχολική πράξη, αυτό που μένει στους μαθητές είναι κάτι εφήμερο και όχι βαθύτερο. Πιστεύω, όμως, ότι αυτό το πράγμα μπορεί σταδιακά να αλλάξει· ωστόσο, θα χρειαστεί μακρά και σοβαρή συζήτηση –και κυρίως πολιτική βούληση– για να θεωρηθούν η Λογοτεχνία και η Γλώσσα μαθήματα αιχμής που μπορούν να διαμορφώσουν σε πολύ σημαντικό βαθμό την προσωπικότητα του αυριανού πολίτη. Άλλωστε, η λογοτεχνία ξεκινά από την ίδια τη ζωή και την αποτυπώνει με τρόπο ευαίσθητο και καίριο.

Πώς κάνετε το δικό σας μάθημα; Σαν να δίνετε διάλεξη;
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ευνοεί πρωτίστως τις παραδόσεις μέσω διαλέξεων. Ο αριθμός των φοιτητών είναι τέτοιος που, αν συνεκτιμήσει κανείς την έλλειψη των διδασκόντων, είναι πάρα πολύ δύσκολο σε ένα υποχρεωτικό μάθημα με μεγάλο ακροατήριο να γίνει συνδυασμός παραδόσεων και εργασιών. Ωστόσο, πάντοτε πίστευα ότι, πέρα από αυτά που θα ακούσουν οι φοιτητές, πρέπει να παρακινούνται να συμμετέχουν και οι ίδιοι στο μάθημα, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό· και αυτή είναι μια από τις βασικές μου επιδιώξεις. Τα αποτελέσματα θα φανούν στο μέλλον, από την πορεία αυτών των φοιτητών και τη συμβολή τους στην εκπαιδευτική αλλά και πολιτισμική πραγματικότητα.

Είστε αυστηρός με τους φοιτητές σας;
Αυτό είναι κάτι που μπορούν να απαντήσουν μόνο οι φοιτητές. Είναι κρίσιμο το ερώτημα, όμως, που μου θέτετε, γιατί ένας καθηγητής πρέπει να κρατάει πολλές ισορροπίες. Χρειάζεται να είναι ανοιχτός με τους φοιτητές του, αλλά ταυτόχρονα να μη δίνει και την αίσθηση ότι είναι ο καθημερινός τους φίλος. Ούτε λοιπόν να υπάρχει η απόσταση που χώριζε εμάς από τους καθηγητές μας και που για να τους πλησιάσουμε χρειαζόταν να περάσουμε από δέκα γραμματείς, ούτε, από την άλλη, και η αίσθηση ότι είσαι ένα μέλος της φοιτητικής παρέας που πίνει σε καθημερινή βάση μαζί της καφέ.

Παράλληλα με τη διδασκαλία, έχετε γράψει αρκετά βιβλία. Η συγγραφή είναι επαγγελματική υποχρέωση ή και προσωπική ανάγκη;
Ο Έλληνας φορολογούμενος μάς πληρώνει ως μέλη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού. Δεν εξαντλείται η δουλειά μας στο να κάνουμε ένα μάθημα και να πάμε στο σπίτι μας. Πρέπει να δείχνουμε ανάλογη έφεση και στο ερευνητικό κομμάτι. Μπορεί αυτό να συνδυαστεί με τη διδασκαλία και πρέπει. Γιατί όσο περισσότερο ανοιγόμαστε σε ερευνητικά πεδία και τα δουλεύουμε συστηματικά, τόσο καλύτεροι, πιστεύω, γινόμαστε και στο μάθημά μας. Άλλωστε, στο φοιτητικό ακροατήριο μπορούμε να δοκιμάσουμε εν τοις πράγμασι θεωρητικούς μας προβληματισμούς ή ερευνητικά μας ζητούμενα. Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτό. Η συγγραφή προέρχεται και από μια εσωτερική προσωπική ανάγκη και αναζήτηση και πιστεύω ότι αυτό θα γινόταν ακόμα και αν δεν υπηρετούσα στο Πανεπιστήμιο, ακόμη και αν δεν ήμουν καν στην εκπαίδευση. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου χωρίς να ερευνά και να γράφει, ακόμη και σήμερα που οι υποχρεώσεις μου έχουν αυξηθεί, έχοντας εμπλακεί και σε θέματα διοίκησης του Πανεπιστημίου.

Στο τελευταίο σας βιβλίο «Πότε θα κάνει ξαστεριά» ασχολείστε με το πώς ένα παραδοσιακό ριζίτικο της Κρήτης επεκτάθηκε στην υπόλοιπη Ελλάδα και απέκτησε πολιτικό περιεχόμενο…
Η «Ξαστεριά», ως θέμα, με απασχολούσε χρόνια, από τότε που ξεκίνησα να διδάσκω το Δημοτικό Τραγούδι στο Πανεπιστήμιο. Το ριζίτικο αυτό, μαζί με το «Τραγούδι της Αγιά Σοφιάς», και ειδικά οι καταληκτήριοι στίχοι τους, πάντοτε με προβλημάτιζαν. Γιατί έβλεπα στις παραλλαγές τους πολλές διαφορετικές εκδοχές που επέτρεπαν ποικίλες αναγνώσεις. Όταν επιχείρησα να την εντάξω σε ένα πιο θεωρητικό πλαίσιο, ξεκινώντας από τα χρόνια του Βυζαντίου και φτάνοντας ώς τα χρόνια του διαδικτύου και του διπόλου μνημόνιο - αντιμνημόνιο, διαπίστωσα ότι αποκαλυπτόταν εμπρός μου το πώς εξελίσσονται οι ιδέες και πώς μεταβάλλονται οι νοοτροπίες μέσα από τη χρήση του συγκεκριμένου τραγουδιού. Άλλωστε, τα δημοτικά τραγούδια, επειδή απευθύνονται σε ένα ευρύτερο κοινό και αποτυπώνουν τάσεις, συναισθήματα, αντιδράσεις, εντασσόμενα σε διαδοχικά περιβάλλοντα και παραλλασσόμενα συνεχώς, μας δίνουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε πώς κινείται η νεοελληνική σκέψη και νοοτροπία στο πέρασμα του χρόνου. Για την «Ξαστεριά», ειδικότερα, όταν βρέθηκα στα χωριά των Λευκών Ορέων που την γέννησαν, τα οποία είναι από μόνα τους ένας ολόκληρος κόσμος με τα δικά του χαρακτηριστικά, ανακάλυψα ότι μέσα στην ίδια την περιοχή, πρώτ’ απ’ όλα, θα μπορούσε να λάβει εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους ερμηνείες: από τραγούδι ενάντια στους Βενετσιάνους έως τραγούδι που αφορμάται από μια βεντέτα μεταξύ δύο οικογενειών· και από άσμα των «Δαιμόνων», Νυκτοπολεμιστών της εξέγερσης του Δασκαλογιάννη, έως τραγούδι που εξέφραζε το Ολοκαύτωμα στο Αρκάδι. Και οι κάτοικοι εκεί τα ξέρουν αυτά και τα συζητούν μεταξύ τους. Το φοβερό ποιο είναι; Ότι από αυτόν τον μικρόκοσμο των Λευκών Ορέων, κάποια στιγμή, είτε με Κρητικούς πολεμιστές που πήγαιναν σε διάφορα μέτωπα (Μακεδονικό Αγώνα, Βαλκανικούς Πολέμους, Μάχη της Κρήτης) είτε μέσα από πολιτικές συγκυρίες, στις οποίες πάλι πρωταγωνιστούσαν Κρητικοί, το τραγούδι έφτασε, με τη συνδρομή του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Νίκου Ξυλούρη, κυρίως στα χρόνια της επταετίας, να αποκτήσει πρωτίστως πολιτική διάσταση – κάτι που είχε ξεκινήσει στην ίδια την Κρήτη από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Επομένως, στην εποχή της Μεταπολίτευσης, με την έντονη πολιτικοποίηση, δεν ήταν και τόσο δύσκολο ένα τέτοιο τραγούδι, με αυτά τα νοήματα και, πάνω απ’ όλα, με τον εναρκτήριο στίχο του, να αποτυπώσει το διαχρονικό αίτημα κάθε κοινωνίας για ένα καλύτερο αύριο. Έτσι, οι άγριοι στίχοι με τους οποίους κλείνει, που βρίσκονται και σε μοιρολόγια ή σε τραγούδια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου, περνούν σε δεύτερη μοίρα, για να μην πω ότι επιτείνουν αυτή την εσωτερική ανάγκη που έχει ο καθένας ατομικά αλλά και η κοινωνία συλλογικά να δει καλύτερες μέρες.

Στα περισσότερα βιβλία σας ερευνάτε το πώς η λογοτεχνία συνδέεται με την πολιτική…
Η σχέση λογοτεχνίας και πολιτικής, λογοτεχνίας και κοινωνίας θα έλεγα, θεωρείται, κατά τη γνώμη μου, ή πρέπει να θεωρείται, εκ των ων ουκ άνευ, διότι η λογοτεχνία δεν παράγεται σε κενό χώρου ή χρόνου. Αυτό και μόνο είναι αρκετό για να δείξει τη στενή σχέση που υπάρχει μεταξύ τους. Εάν δε σε αυτή τη συζήτηση βάλουμε και τη γενικότερη κίνηση των ιδεών που χαρακτηρίζει κάθε περίοδο, θεωρώ ότι η λογοτεχνία παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτόν τον συσχετισμό. Δεν μπαίνω στο κατά πόσο η τέχνη πρέπει να είναι στρατευμένη ή να γίνεται για την τέχνη, μια συζήτηση που διήρκεσε για δεκαετίες μέσα σε άλλα περιβάλλοντα και με άλλη στόχευση, αλλά θεωρώ πως θα ήταν για μένα αδιανόητο να μην υπάρχει συσχετισμός της λογοτεχνίας με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα. Δεν μπορεί κανείς να τα απομονώσει όλα αυτά και να δει με ένα μικροσκόπιο, εξετάζοντας πολύ περιορισμένα, το κείμενο. Χώρια που θεωρώ ότι θα έχει και λιγότερο ενδιαφέρον, αν το δούμε έτσι, και για τους φοιτητές και για το ευρύτερο κοινό.

Έχετε μελετήσει λογοτέχνες που ανήκουν σε διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, από τον Πάουντ που υποστήριξε το φασισμό μέχρι τον Ρίτσο και τη σχέση του με το κομμουνιστικό κόμμα. Πόσο εύκολο είναι να διατηρήσετε την αντικειμενικότητά σας;
Δεν ψηφίζουμε για το παρελθόν, ούτε μπορούμε να κρίνουμε τα κείμενα με βάση τις προσωπικές μας επιλογές στον χώρο της πολιτικής. Όχι ότι δε μας επηρεάζουν αυτές οι επιλογές στον τρόπο που θα εκφραστούμε ή θα διαβάσουμε τα κείμενα, αλλά πάλι θα χρησιμοποιήσω μιαν έκφραση του μακαρίτη του παππού μου, ότι ο διανοούμενος, ο άνθρωπος των γραμμάτων, πρέπει να είναι ανεξίγνωμος. Δεν υπάρχει αυτή η λέξη στα λεξικά. Την είχε επιλέξει μεταφράζοντας ένα βιβλίο του Χέντρικ φαν Λουν, «Η πορεία του ανθρωπισμού» ήταν ο τίτλος του, για να δείξει ότι τελικά ο ανθρωπιστής, ο ανοιχτόμυαλος που στοχάζεται για τα πράγματα, πρέπει να έχει τη δική του γνώμη, πέρα από οποιαδήποτε προσωπική πολιτική του επιλογή. Δεν είναι εύκολο, αλλά αν το προσπαθήσει κανείς αξίζει τον κόπο.

Ο Ρίτσος είναι και το θέμα του επόμενου βιβλίου μου που θα κυκλοφορήσει σύντομα. Στο βιβλίο εξηγώ γιατί επέλεξε να ενταχθεί στις σοσιαλιστικές, κομμουνιστικές ιδέες. Αλλά δεν μπορώ να κρίνω τον Ρίτσο ως ποιητή μόνο από το γεγονός ότι υπήρξε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Θα ήταν εντελώς άδικο γι’ αυτόν. Όχι ότι δεν έχει κάποια σημασία και δεν υπήρξε ουσιαστική αυτή η επιλογή και για το έργο του, αλλά νομίζω ότι ο Ρίτσος στέκεται ως ποιητής πολύ πιο πέρα και πολύ πιο πάνω από την οποιαδήποτε στράτευση. Είναι πολύ ανθρώπινος, πολύ αυτοβιογραφικός, είναι συγκλονιστικός σε πάρα πολλές στιγμές του και θα ήταν άδικο να τον δει κανείς πάλι μικροσκοπικά σαν έναν διανοούμενο ενταγμένο σε έναν πολιτικό χώρο. Όπως θα ήταν εντελώς άδικο να μην αναγνωριστεί η τεράστια συμβολή στη νεότερη ποίηση του Έζρα Πάουντ, αλλά και του Τ. Σ. Έλιοτ, που τον θεωρούσε δάσκαλό του – γιατί και ο Τ. Σ. Έλιοτ συντηρητικός ήταν. Εάν αρχίσουμε να κοιτάζουμε το λογοτεχνικό έργο ανάλογα με την ένταξη του λογοτέχνη σε κάποιο ιδεολογικό στρατόπεδο, τότε τί θα πω για τον Στράτη Μυριβήλη, που έγραψε το συγκλονιστικό μυθιστόρημα «Η ζωή εν τάφω», ένα καταπληκτικό έργο, βαθιά αντιπολεμικό από πολλές πλευρές, αλλά και έναν λογοτέχνη που ταυτόχρονα, στη διάρκεια του Εμφυλίου, είχε καθαρά αντικομμουνιστική στάση και περιερχόταν την Ελλάδα δίνοντας διαλέξεις εναντίον των κομμουνιστών; Τί να κάνω; Να τον καταδικάσω και να μην τον μελετήσω; Θα ήταν εντελώς άδικο. Όλα τα παραδείγματα που αναφέραμε, και θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πάρα πολλά ακόμα, δείχνουν ότι ο πραγματικός καλλιτέχνης, ακόμη κι αν είναι βαθιά στρατευμένος σε κάτι, ξεπερνά με το έργο του αυτή τη στράτευση. Ένα παράδειγμα από τον χώρο της Βυζαντινής Τέχνης, που είναι στο σύνολό της βαθιά στρατευμένη: ο κάθε καλλιτέχνης, όσο ασφυκτικά περιορισμένο κι αν ήταν το τυπικό που ακολουθούσε, όσο στρατευμένο και να ήταν στην υπηρέτηση του Θεού, κατάφερνε και το ξεπερνούσε με το έργο του και άφηνε το προσωπικό του στίγμα.

Όταν γράφετε για θέματα που αφορούν πολιτικές ιδεολογίες και κόμματα, σκέφτεστε ότι μπορεί να προκαλέσετε αντιδράσεις;
Φυσικά και το σκέφτομαι και το λαμβάνω υπόψη. Συνέβη, για παράδειγμα, όταν έγραφα τα βιβλία μου για τα δύο σημαντικότερα περιοδικά που έβγαλε το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά: ομολογώ ότι στην αρχή είχα σκεφθεί πως υπήρχε ο κίνδυνος, γράφοντας γι’ αυτήν την περίοδο, να θεωρηθεί από κάποιους ότι την βλέπω με συμπάθεια. Υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, αλλά σήμερα πλέον γράφουν οι πάντες για το συγκεκριμένο καθεστώς και καλώς γράφουν. Από την άλλη, με τον Ρίτσο πρέπει να ασχολούνται μόνο όσοι συμφωνούν ιδεολογικά μαζί του; Δεν θα ήταν πολύ περιοριστικό αυτό και μάλιστα για έναν δημιουργό παγκοσμίων διαστάσεων, για τον οποίο ο Αραγκόν είχε πει ότι είναι ο μεγαλύτερος εν ζωή ποιητής; Νομίζω ότι ως κοινωνία πλέον έχουμε υπερβεί αυτού του είδους τους διαχωρισμούς. Τί να κάνουμε δηλαδή; Να μελετάμε μόνο αυτούς για τους οποίους δεν θα υπάρξουν αντιδράσεις;

Το βιβλίο για τον Ρίτσο τί θα περιλαμβάνει;
Πάντοτε με ενδιέφερε η νεανική περίοδος των ποιητών. Ασχολήθηκα με τον Παλαμά και τα νεανικά του ποιήματα, με τον Βρεττάκο, με αφορμή ένα μαθητικό τετράδιο που έγραψε από τα 12 έως τα 16 του, το επιχειρώ και με τον Γιάννη Ρίτσο, εξετάζοντας την περίοδο από τα πρώτα του δημοσιευμένα κείμενα έως και την κυκλοφόρηση της πρώτης ποιητικής του συλλογής. Η δεκαετία 1924-1934, όταν ο Ρίτσος βρίσκεται μεταξύ 15 και 25 ετών, έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Γενικά, η ζωή του Ρίτσου έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Μας έχει αφήσει καταπληκτικές μαρτυρίες η αδελφή του Λούλα Ρίτσου-Γλέζου. Ξεκίνησε από τη Μονεμβασιά, πήγε στο Γύθειο και βρέθηκε στην Αθήνα. Είναι μια περίοδος στην οποία οι δικοί του ξεπέφτουν οικονομικά, πεθαίνει ο αδελφός του και η μητέρα του από φυματίωση, η οικογένειά του γενικότερα ζει μιαν τραγωδία. Και ο ίδιος προσβάλλεται από φυματίωση, μπαινοβγαίνει στα σανατόρια και παρ’ όλ’ αυτά δεν χάνει το κουράγιο του, αγωνίζεται να ζήσει, καταφέρνει να επιβιώσει σε μιαν εποχή που το να είσαι φυματικός ήταν σαν να ήσουν καταδικασμένος σε θάνατο. Μέσα στα σανατόρια και στις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, μυείται στις σοσιαλιστικές ιδέες και αργότερα γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η οικογένειά του ήταν βαθιά συντηρητική αλλά ο ίδιος, μέσα από τις τραγικές συγκυρίες της ζωής του, βρέθηκε απέναντι – και αυτήν την πορεία χρειάζεται να την μελετήσουμε. Κυρίως τα συγκλονιστικά ποιήματα που έγραψε όσο μπαινόβγαινε στα σανατόρια, καθώς και μια ομάδα πεζών του που δεν έχουν μελετηθεί έως σήμερα, τα οποία πάλι έγραψε ενώ ήταν έγκλειστος, σε άθλιες συνθήκες, στο Φθισιατρείο του Αγίου Ιωάννου στην Κρήτη. Προσπαθώ, με άλλα λόγια, να παρακολουθήσω όσα συμβαίνουν στην κοινωνία και στη ζωή του μέχρι τα 25 του χρόνια και ταυτόχρονα να συγκεντρώσω, για πρώτη φορά, το σύνολο του έργου του, ποιητικό και πεζό, μέσα στα χρόνια αυτά. Με παράδειγμα τον Ρίτσο, βλέπουμε γενικότερα πώς κινείτο η Νεοελληνική Κοινωνία τότε, ιδίως όσον αφορά τα κατώτερα λαϊκά στρώματα, τα οποία, κατά κύριο λόγο, θέριζε η φυματίωση. Πιστεύω ότι στις αρχές του 2018 θα κυκλοφορήσει το βιβλίο από τον «Κέδρο».

Εδώ και ένα χρόνο στο Τμήμα Φιλολογίας λειτουργεί και το Εργαστήριο Διαχρονικής Μελέτης της Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας «Νίκος Καρούζος», που αυτή την εποχή διοργανώνει εκδηλώσεις με θέμα τη σχέση λογοτεχνίας και κινηματογράφου. Θέλετε να μας πείτε γι’ αυτό;
Το εργαστήριο δημιουργήθηκε με σκοπό να συμβάλει στο άνοιγμα του Πανεπιστημίου στην τοπική κοινωνία. Θεωρώ ότι ο επιστήμονας έχει μιαν κοινωνική αποστολή και τα πορίσματα της επιστήμης και της έρευνας πρέπει να διαχέονται σε όσο γίνεται περισσότερους. Από τη στιγμή που φιλοξενούμαστε στην Καλαμάτα, πρέπει να υπάρχει μια συνέργεια του Πανεπιστημίου με την πόλη. Έτσι, πέρυσι αποφασίσαμε, μια ομάδα εκλεκτών συναδέλφων, να το πάρουμε αυτό το πράγμα επάνω μας, με τη συνδρομή κάποιων άλλων που θα προσκαλούσαμε από άλλα Πανεπιστήμια και άλλες πόλεις. Φέτος αποφασίστηκε οι εκδηλώσεις αυτές να έχουν έναν πιο στοχευμένο χαρακτήρα και να κινηθούν γύρω από τη συνάφεια της λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο. Απευθυνθήκαμε σε έξι πολύ σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες σκηνοθέτες, που είτε έχουν μεταφέρει λογοτεχνικά έργα στον κινηματογράφο είτε έχουν γυρίσει ντοκιμαντέρ για μεγάλους Έλληνες λογοτέχνες, τα οποία έχουν και μιαν αισθητική άποψη. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η πρωτοβουλία μας αυτή αποτελεί πολιτιστικό γεγονός για την Καλαμάτα, με την έννοια ότι το κοινό μιας επαρχιακής πόλης δεν έχει συχνά την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το έργο τόσο σημαντικών σκηνοθετών αλλά και με τους ίδιους τους δημιουργούς και να συζητήσει μαζί τους. Επιπλέον, πιστεύουμε βαθύτατα ότι είναι επωφελές και για τους φοιτητές μας. Αρωγός μας δε σε αυτό το εγχείρημα, και πέρυσι και φέτος, υπήρξε το Ίδρυμα Καρέλια, το οποίο ευχαριστώ από αυτή τη θέση.

Έργα του Γιώργου Ανδρειωμένου:
«Πότε θα κάνει ξαστεριά», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2017
«Η “Μασσαλιώτιδα” στα Επτάνησα», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2016
«Ανιχνεύοντας τον πρώιμο Βρεττάκο», Ποταμός, 2015
«Ο Παλαμάς και η πολιτική», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2014
«Αναζητώντας τον “άλλο” Κάλβο», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2013
«Η νέα γενιά υπό καθοδήγηση: Το παράδειγμα του περιοδικού Η Νεολαία (1938-1941)», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2012
«Πάλι με χρόνια με καιρούς…», Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2011
«Η πνευματική ζωή υπό επιτήρηση: Το παράδειγμα του περιοδικού Το Νέον Κράτος», Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2010
«Ο Κάλβος κι άλλη μια φορά», Ergo, 2007
«Η σάτιρα στην εκπαίδευση», Πορεία, 2003
«Διονύσιου Σολωμού, Ύμνος εις την ελευθερίαν», Συλλογές, 1999
«Λογοτεχνικά περιοδικά της αριστεράς και Διονύσιος Σολωμός 1924-1967», Συλλογές, 1998
«Βιβλιογραφία Ανδρέα Κάλβου 1818-1988», Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (Ε.Λ.Ι.Α.), 1993