Η Στέλλα Σερέφογλου μεγάλωσε στην Καλαμάτα, όπου τελείωσε και το σχολείο. Σπούδασε μάρκετινγκ στο Λονδίνο, σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και δούλευε ήδη δύο χρόνια σε τράπεζα όταν αποφάσισε ότι άλλα πράγματα θέλει να κάνει. Έτσι βρέθηκε στο χώρο της σκηνοθεσίας και της διαφήμισης. Οι δουλειές της, είτε πρόκειται για διαφημιστικά σποτ, είτε για φωτογραφία, είτε για ζωντανές παραστάσεις έχουν ένα κοινό γνώρισμα: μια υπέροχη αισθητική κι έναν ρομαντισμό που σε ταξιδεύει.
Πριν τα Χριστούγεννα βρέθηκε στην Καλαμάτα με τη θεατρική παράσταση «Θα σε πάρει ο δρόμος», που παρουσιάστηκε με επιτυχία στο «Θέατρο Νηπιαγωγείο» της οδού Λεΐκων. Εκεί τη συναντήσαμε…
Ας ξεκινήσουμε από το χορό. Φοίτησες στη Δημοτική Σχολή της Καλαμάτας;
Ναι, η πρώτη μου επαφή με την τέχνη έγινε μέσω του χορού. Ξεκίνησα στη ΔΕΠΑΚ, όπου διευθύντρια στη Σχολή Χορού ήταν τότε η Βίκυ Μαραγκοπούλου, η οποία είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση και του Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας. Μέσα σε δύο χρόνια μπήκα στο «φυτώριο» και έκανα χορό προεπαγγελματικά. Φαντάσου ότι σχεδόν όλες μου οι συμμαθήτριες από τη ΔΕΠΑΚ αυτή τη στιγμή είναι χορεύτριες ή δασκάλες χορού. Δηλαδή, ήταν επαγγελματικό το επίπεδο. Μάλιστα εκείνη την εποχή, που ήταν και προ κρίσης, έκανε εξαιρετική δουλειά η Βίκυ Μαραγκοπούλου. Έφερνε σπουδαίες προσωπικότητες του χορού από την Αθήνα, όπως η Νατάσσα Ζούκα, η Σοφία Σπυράτου, η Ζουζού Νικολούδη, ο Γιάννης Μέτσης, οι οποίοι μας έκαναν μαθήματα, χορογραφίες. Αυτό τελικά αποδείχτηκε ότι ήταν θησαυρός στο σεντούκι και με αναμνήσεις αλλά και με εφόδια ζωής γενικότερα όχι μόνο της επαγγελματικής. Έκανα επίσης μουσική στο Δημοτικό Ωδείο, αρκετά χρόνια πιάνο με τον Στάθη Γυφτάκη.
Όμως τελικά στράφηκες αλλού. Με το χορό δεν ασχολήθηκες επαγγελματικά.
Δεν ασχολήθηκα, αλλά επειδή έφτασα σε ένα τέτοιο επίπεδο, θεωρώ ότι είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά της δουλειάς μου. Δηλαδή, ακόμη και στα διαφημιστικά που δεν έχουν χορό, εμένα ο χορός με βοηθάει. Συνέχισα και στην Αθήνα, κάποια στιγμή ασχολήθηκα με τις κλακέτες, όχι όπως τις ξέρουμε από τα μιούζικαλ -αν και έμαθα τα βασικά και σε αυτό- αλλά σαν κρουστικό αντικείμενο, μουσική που παράγεται με τα πόδια. Αυτό σημαίνει ότι εγώ φορώντας τις κλακέτες μου μπορώ να παίξω σ’ ένα τζαζ σχήμα με τα πόδια, να αποτελέσω το κρουστικό, να είμαι τα ντραμς του συγκροτήματος. Εάν πρόσεξες και στην παράσταση έχω βάλει κάποια κρουστικά. Ας πούμε ο ήχος από τα πόδια του Γιάννη όταν η Λένα μιλάει για το τρένο. Ή εκεί που χορεύουν στο τέλος, φτιάχνουν μουσική με τα πόδια τους την ώρα που γυρνούν γύρω γύρω με το κασκόλ αγκαλιά. Ερχόμενη σε επαφή με αυτό το χώρο του tap dance, γνώρισα ένα είδος μουσικής που λέγεται body music, δηλαδή μουσική που παράγει το σώμα.
Στο Λονδίνο πώς βρέθηκες να σπουδάζεις μάρκετινγκ;
Υπάρχει πάντα αυτό το μπέρδεμα ότι, όταν είμαστε καλοί μαθητές, πρέπει κάτι να σπουδάσουμε. Οπότε οι γονείς μου το να κάνω χορό το θεωρούσαν τελείως άσχετο, πίστευαν ότι έπρεπε να σπουδάσω κάτι. Τότε ήταν της μόδας πολύ το μάρκετινγκ και η διαφήμιση. Δεν έδωσα Πανελλήνιες, έφυγα κατευθείαν έξω. Οι σπουδές αυτές δε μου άρεσαν καθόλου, αλλά δεν ήθελα να τις αφήσω στη μέση, σκέφτηκα ας έχω ένα πιο σίγουρο πτυχίο. Όταν γύρισα, άρχισα να δουλεύω σε τράπεζα, αλλά μετά από δύο χρόνια είπα «αποκλείεται να ασχοληθώ με αυτό το πράγμα στη ζωή μου». Έτσι, πήγαινα το πρωί στην τράπεζα και το απόγευμα στη Σχολή Σταυράκου. Είχα κάνει και κάποια μαθήματα θεάτρου στο Λονδίνο.
Η επαφή με το χώρο της σκηνοθεσίας πώς έγινε;
Από το πρώτο κιόλας έτος στη σχολή, έφυγα από την τράπεζα και πήγα σε μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες παραγωγής διαφημιστικών και τηλεοπτικών, την Kino. Εκεί ήρθα σε επαφή με το χώρο.
Οπότε η σκηνοθεσία και το μάρκετινγκ συνδυάστηκαν κάπως.
Στη διαφήμιση ναι. Σίγουρα έχει βοηθήσει πολύ.
Τα διαφημιστικά ήταν οι πρώτες σκηνοθετικές δουλειές;
Σκηνοθετικά όχι. Ήταν η μικρή μήκους που έκανα για να πάρω το πτυχίο μου και μετά ήμουν για αρκετά χρόνια βοηθός σκηνοθέτη και σκριπτ σε μεγάλου μήκους ταινίες και σήριαλ, σε τεράστιες παραγωγές διαφημιστικών, με ελικόπτερα, με 200 κομπάρσους… Έχω ζήσει τα πάντα. Δούλεψα επίσης με τον Περικλή Χούρσογλου στο «Μάτια από νύχτα» και με τον Δημήτρη Ινδαρέ στη «Γαμήλια Νάρκη». Μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα, γιατί έκανα παιδιά, ξαναγύρισα στη δουλειά όχι σαν βοηθός πια αλλά ως σκηνοθέτης. Γιατί έτσι έχω την ευχέρεια να οργανώνω το χρόνο όπως θέλω εγώ, οπότε δουλεύω αρκετά το πρωί ώστε τα απογεύματα να είμαι ελεύθερη για τα παιδιά.
Δυσκολεύτηκα πάρα πολύ, δε σου κρύβω, στη διαφήμιση ως σκηνοθέτης. Ο χώρος μας ενώ υποτίθεται ότι είναι «ανοιχτόμυαλος» και ασχολούμαστε με την τέχνη, στην πράξη είναι τρομερά φαλλοκρατικός και σεξιστικός. Αποδέχονται πάρα πολύ εύκολα μια γυναίκα σκηνογράφο, ενδυματολόγο, μακιγιέζ ή κομμώτρια, αλλά πολύ δύσκολα μια γυναίκα σκηνοθέτη. Φαντάσου ότι είμαστε μια ομάδα σκηνοθετών που προστατεύουμε τη δουλειά μας οικονομικά και καλλιτεχνικά, με 32 άντρες και 2 γυναίκες.
Πόσο εύκολο είναι να κάνεις μια δημιουργική εργασία όντας ταυτόχρονα μητέρα;
Νομίζω ότι δεν είναι εύκολο για καμία γυναίκα που δουλεύει. Δεν έχει να κάνει με τη δουλειά μου. Είτε είσαι ταμίας στο σούπερ μάρκετ είτε δασκάλα σε σχολείο, ό,τι δουλειά και να κάνεις, ζώντας στην Αθήνα σήμερα, αν έχεις και παιδιά που όσο μεγαλώνουν αυξάνονται οι υποχρεώσεις τους, είναι πάρα πολύ δύσκολο. Απαιτεί τρομερές θυσίες. Πολλές φορές κοιμάμαι πάρα πολύ λίγο, συχνά θα δουλέψω μετά τις 12 τη νύχτα, για να μη λείψω από τα παιδιά, αλλά ταυτόχρονα να μην αφήνω εκκρεμότητες και στη δουλειά μου. Δεν κάνω σχεδόν τίποτα για μένα, εκτός από τη δουλειά που την αγαπάω τόσο πολύ, οπότε με καλύπτει αυτή. Π.χ. δε θα πάω γυμναστήριο. Ο κόσμος δεν το καταλαβαίνει, γιατί στο facebook θα προβάλω την επαγγελματική μου ζωή. Και φαντάζονται ότι τα έχω όλα λυμένα κι ότι είμαι με μια κάμερα στο χέρι και τραβάω φωτογραφίες ή γυρίζω διαφημιστικά σποτ. Δεν είναι έτσι. Πάντα υπάρχει μια άλλη πλευρά και δε χρειάζεται να την ξέρουν οι υπόλοιποι.
Στα διαφημιστικά σποτ δείχνεις τη ζωή όπως θα ήθελες να είναι;
Ούτως ή άλλως τα διαφημιστικά δείχνουν τη ζωή όπως θέλουμε να είναι κι όχι την πραγματικότητα. Η διαφήμιση από μόνη της είναι η πολύ καλή πλευρά της ζωής. Με αυτό τον τρόπο προωθούμε, πουλάμε προϊόντα γιατί κάνουμε τον άλλο να νιώθει καλύτερα. Τελευταία βέβαια αυτό έχει αλλάξει, λόγω κρίσης αλλά και έκθεσης του κοινού και σε άλλα μέσα. Δηλαδή τα νέα παιδιά δεν προσλαμβάνουν εικόνες μόνο μέσω της τηλεόρασης αλλά κυρίως από το ίντερνετ. Αυτό έχει επηρεάσει το μέσο θεατή. Οπότε έχει μπει πιο πολύ το χιούμορ στα διαφημιστικά ή μια πλευρά της ζωής περισσότερο «τσαλακωμένη». Τα σενάρια που έπαιρνα εγώ ως τώρα ήταν κυρίως για διαφημιστικά που ήθελαν να προβάλουν πολύ όμορφα ένα προϊόν. Άρα ναι, βάζω τη θετική και την όμορφη πλευρά της ζωής.
Γράφεις κιόλας. «Η υπέροχη αγκαλιά της μαμάς μου» ήταν δικό σου έργο.
Δεν ήταν κείμενο. Ήταν ένα θεατρικό για βρέφη, όλο βασισμένο σε τεχνικές του βωβού κινηματογράφου. Ό,τι γινόταν ήταν με μουσική που έβγαινε απ’ το σώμα ή από αντικείμενα. Π.χ. η σκηνή όπου ο λογιστής χτυπούσε τις σφραγίδες και έβγαζε μια μελωδία. Ή οι συλλαβές που είναι σχεδόν αρχετυπικές. Έπαιξα πάρα πολύ με το «μαμ-μαμ», που είναι από τις πρώτες λεξούλες που λένε τα παιδιά όταν πεινάνε ή το «μαμά», το «μπαμπά», το «νάνι», δισύλλαβες λέξεις που αναγνωρίζουν τα πολύ μικρά παιδιά. Θα μπορούσα την ίδια παράσταση να την παρουσιάσω σε μια άλλη χώρα και να γίνει κατανοητή χωρίς να χρειάζεται να αλλάξω κάτι. Η ιδέα ήταν δική μου, δεν υπήρχε κείμενο. Παρ’ όλ’ αυτά γράφω. Όλοι πιστεύω μπορούμε να γράψουμε.
Κάθε παράσταση που κάνεις είναι ιδιαίτερη, όπως το «Αχ Μπαχ», που παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Θεοχαράκη και ήταν πάλι κάτι καινούργιο.
Αυτό ήταν μια πρόταση που μου έγινε. Ήταν μια ιδέα της αδελφής μου (Σοφία Σερέφογλου) η οποία παίζει φλάουτο και της πιανίστριας Ρένας Χρυσουλάκη. Οι δυο τους αγαπούν πολύ το Μπαχ και ήθελαν να κάνουν μια παράσταση για το συνθέτη, που όμως να μην είναι βαρετή για το μέσο θεατή. Μια παράσταση όπου ο κόσμος θα άκουγε Μπαχ και θα περνούσε καλά. Ο Παναγιώτης Τσιρίδης ανέλαβε να γράψει ένα κείμενο για τη ζωή του με τρόπο πιο εύπεπτο, αρκετά συναισθηματικό - δηλαδή θυμίζει λίγο Ζωρζ Σαρρή ή Άλκη Ζέη - και παιχνιδιάρικο σε κάποια σημεία, κι εγώ το σκηνοθέτησα. Ήταν πολύ ενδιαφέρον γιατί συνδυάζαμε μουσική Μπαχ και κείμενο. Πήγε και πολύ καλά η παράσταση.
Το «Θα σε πάρει ο δρόμος» εντελώς διαφορετικό απ’ όλα τα προηγούμενα. Δέκα ιστορίες σημερινών ανθρώπων που περνούν τα δικά τους ζόρια. Πώς ανέβηκε;
Το καλοκαίρι έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο που έχει 20 διηγήματα. Με το που το διάβασα σ’ ένα μεσημέρι, είπα «αυτό θέλω να το κάνω παράσταση». Και επειδή πάνω στο βιβλίο ο Σάκης Σερέφας έγραφε «έργο για δύο πρόσωπα», το θεώρησα εύκολο να γίνει και παραγωγικά. Δεν είναι μια παράσταση με 8-10 ηθοποιούς. Αυτό στην εποχή μας είναι σχεδόν αδύνατο, όταν δεν υπάρχουν επιδοτήσεις, χορηγίες και ό,τι κάνεις το κάνεις τελείως μόνος σου.
Θα το συνεχίσετε;
Ναι, αλλά όχι στην Αθήνα. Θα πάμε Πάτρα στις 25 και 26 Γενάρη, μετά Ναύπακτο και βλέπουμε. Στην Αθήνα λέμε να το συνεχίσουμε του χρόνου. Δεν έχει κάνει τον κύκλο της η παράσταση.
Στην Καλαμάτα πώς πήγε, ποιες ήταν οι αντιδράσεις του κοινού;
Νομίζω ότι άρεσε πολύ. Κατ’ αρχήν το κείμενο του Σερέφα είναι πολύ άμεσο, παρόλο που το χιούμορ του είναι ιδιόρρυθμο, δεν είναι το συνηθισμένο, ούτε τηλεοπτικό σε καμία των περιπτώσεων. Είναι πιο σκοτεινό, πιο εκλεπτυσμένο. Οι χαρακτήρες του όμως είναι λαϊκοί άνθρωποι, δεν είναι οι μορφωμένοι, ούτε οι αστοί. Αυτό αυτομάτως δημιουργεί μια πολύ συγκεκριμένη ατμόσφαιρα στο έργο και αγκαλιάζει μεγαλύτερη μερίδα κοινού. Παρόλα αυτά ενώ οι χαρακτήρες είναι λαϊκοί, το κείμενο δεν είναι λαϊκό, είναι πολύ ιδιαίτερο. Προσπάθησα να κρατήσω αυτές τις ισορροπίες μεταξύ συναισθήματος, χιούμορ και συγκίνησης. Ελπίζω να το κατάφερα. Αν κατάλαβα καλά, και από τον κόσμο μετά, και συγκινήθηκαν και έκλαψαν και γέλασαν πολύ.
Έχετε υποβάλει και πρόταση για μια ταινία με τον συγγραφέα Αντώνη Παπαθεοδούλου;
Ναι, είναι εξαιρετικός ο Αντώνης, είναι και φίλος και μου αρέσει πάρα πολύ ο τρόπος γραφής του. Είχα μια ιδέα να κάνω μια μεγάλου μήκους όπου να πρωταγωνιστούν παιδιά και να απευθύνεται σε παιδιά. Δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα κάτι τέτοιο, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια, και υπάρχει και μεγάλο ενδιαφέρον γι’ αυτό από τις εταιρείες διανομής. Θα είναι το ξεκίνημά μου στον κινηματογράφο και στόχος μου είναι να έχει καλλιτεχνική αλλά και εμπορική ανταπόκριση. Θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον για μένα να το κάνω αλλά όχι στην παρούσα στιγμή.
Περισσότερα για τη δουλειά της Στέλλας Σερέφογλου εδώ: