Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ακούω τις λέξεις εκπαιδευτική μεταρρύθμιση” να συμπορεύονται κατά καιρούς με πολλές φιλόδοξες προθέσεις ομολογουμένως και να καταλήγουν κάθε φορά σε πλήρη απαξίωση και εν τέλει σε φιάσκο. Τελικά η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση κατέληξε να μοιάζει με ανέκδοτο, όχι όμως για να προκαλέσει γέλιο αλλά κλάμα. Είναι κοινή διαπίστωση πλέον ότι κάτι δεν πάει καλά και στον χώρο της εκπαίδευσης και θα συνεχίζει να μην πηγαίνει όσο οι ενασχολούμεοι με αυτόν τον χώρο επιμένουν να εθελοτυφλούν και να μην τολμούν γενναίες και ουσιαστικές παρεμβάσεις που ασφαλώς υπερβαίνουν κατά πολύ και συγκρούονται με την υπάρχουσα πελατειακή αντίληψη που κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό.
Αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη που ακολουθεί για την εκπαίδευση είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την εκπαιδευτική πολιτική της περιόδου 1833-1843 που έγραψε ο εκπαιδευτικός Κώστας Καρακαλπάκης-Καρράς και ομολογώ πως εντυπωσιάστηκα από την πληθώρα στοιχείων που στο βιβλίο αυτό παρατίθενται. Ύστερα από πολύχρονη, επίμονη και επίπονη ενδελεχή έρευνα ο συγγραφέας συγκέντρωσε και παρουσιάζει στο βιβλίο του μια συναρπαστική επιστημονική εργασία που διαβάζεται και σαν ιστορικό αφήγημα όχι μόνο χάρη στην εξαιρετική γραφή του αλλά και για την ανάδειξη του ιστορικού πλαισίου εκείνης της εποχής που το νεοσύστατο ελληνικό κράτος μετά την επανάσταση του 1821 προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του.
Ο Κώστας Καρακαλπάκης-Καρράς έχει την έγνοια της παιδείας ως συνειδητοποιημένος εκπαιδευτικός που είναι και με σημαντική και μακροχρόνια διαδρομή να τον ακολουθεί. Οι απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις που του έθεσα νομίζω πως αξίζει να προσεχθούν ιδιαίτερα. Το δίχως άλλο δείχνουν το ενδιαφέρον του για το σημαντικό ρόλο του εκπαιδευτικού ως ενεργού πολίτη στη σύγχρονη εποχή Ο ίδιος πάντως «δεν μασάει τα λόγια του» και παίρνει υπεύθυνη θέση με τα όσα λέει, όπως άλλωστε έχει δικαίωμα αλλά και υποχρέωση.
-Πόσο αποτελεσματική είναι η σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της κοινωνίας;
Ξεκινάμε με την σκέψη ότι οι βασικές ανάγκες μια κοινωνίας είναι η επιβίωση, η εξέλιξη και η αναπαραγωγή της. Η ελληνική κοινωνία από το παρελθόν (την συσταση του ελληνικού κράτους) μέχρι και σήμερα θεωρεί την εκπαίδευση ως το κύριο μέσον της κοινωνικής ανόδου και μιας καλύτερης επαγγελματικής και κοινωνικής αποκατάστασης.
Φυσικά, κάθε κοινωνική τάξη αυτό το αντιλαμβάνεται διαφορετικά και εξαρτάται από τις προσδοκίες τόσο της κοινωνίας γενικότερα ή της κάθε κοινωνικής τάξης όσο και από τον σχεδιασμό της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής. Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει το Κράτος, το οποίο κατά τον Hegel, είναι ταυτόχρονα μέσα στην κοινωνία και πάνω από αυτήν. Το Κράτος εμφανίζεται ως ρυθμιστής, προγραμματιστής, εκφραστής του συλλογικού συμφέροντος, αλλά και εργοδότης και διανεμητής των πόρων σε συγκριμένους ανθρώπους – πολίτες και κοινωνικές τάξεις.
Το ελληνικό υπανάπτυκτο καπιταλιστικό Κράτος, μέσα από αυτήν την διαδικασία προβάλει την ιδεολογική οντότητα, για το πώς συντηρούνται και αναπαράγονται οι «φαντασιακές» σχέσεις ταύτισης του ατόμου με το κοινωνικό σύνολο.
Η σημασία, λοιπόν, του ρόλου του Κράτους (πολιτική εξουσία) μεταξύ κοινωνίας και εκπαίδευσης είναι σημαντική, διότι το Κράτος χρησιμοποιεί τον ιδεολογικό μηχανισμό της εκπαίδευσης για να αναπαράγει τις εκάστοτε κοινωνικές σχέσεις, αφού προσεγγίζει, όμως, και ταυτίζεται πάντα τις κυρίαρχες μορφές απόσπασης και διανομής του πλεονάσματος, οι οποίες πραγματοποιούνται στο επίπεδο της αγοράς. Βρίσκεται, δηλαδή, ανάμεσα σε αυτό που λέμε δημόσιος τομέας ως εργοδότης από την μια και ρυθμιστής του ιδιωτικού χώρου της ελεύθερης αγοράς από την άλλη.
Επομένως, για να καταλάβουμε πόσο αποτελεσματική είναι η σύνδεση των αναγκών της κοινωνίας με την εκπαιδευτική διαδικασία, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας όλα τα παραπάνω, αλλά και το γεγονός ότι τα 2/3 όσων ολοκληρώνουν τις σπουδές τους, απευθύνονται για την επαγγελματική τους αποκατάσταση στον δημόσιο τομέα με εργοδότη το Κράτος για μεγαλύτερη σιγουριά.
-Η σύγχρονη εκπαιδευτική πολιτική έχει πειστικό όραμα;
Εξαρτάται, πως αντιλαμβάνεται κανείς το «όραμα». Οι εποχές έχουν αλλάξει, ο χρόνος έχει παίξει τον ρόλο του. Τα οράματα υπήρχαν και υπάρχουν διαφορετικά και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Υπήρχε το όραμα της αποκρυστάλλωσης της ταυτότητας μέσω της εκπαίδευσης, υπήρχε το όραμα της ενίσχυσης της τεχνικής εκπαίδευσης, υπήρχε το όραμα του δημοτικισμού, υπήρχε το όραμα της αντιαυταρχικής αγωγής, υπήρχε το όραμα της ισότιμης συμμετοχής στην εκπαιδευτική διαδικασία κ.τ.λ.
Όλα αυτά υλοποιήθηκαν και υιοθετήθηκαν στην εκπαιδευτική διαδικασία ως ένα βαθμό, άλλα περισσότερο και άλλα λιγότερο έως καθόλου. Σήμερα, τα πράγματα είναι αρκετά θολά, για να πούμε ότι υπάρχει ένα συγκεκριμένο όραμα. Οι εκπαιδευτικές πολιτικές των τελευταίων ετών έχουν θέσει πολλούς στόχους και σε διαφορετικά επίπεδα, ώστε να επικεντρώνονται στην λύση προβλημάτων τα οποία προκύπτουν από την κοινωνία (δες ειδική αγωγή) μέσω της εκπαίδευσης, ενώ ο μονοδιάστατος χαρακτήρας της ελληνικής εκπαίδευσης, δηλαδή, βαθμίδες - πανεπιστήμιο – κοινωνική αποκατάσταση – σίγουρη εργασία με εργοδότη το Κράτος, παραμένει ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Ο μονοδιάστατος αυτός χαρακτήρας του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος ακυρώνει στην πράξη και αυτό το όραμα για δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, αφού οι οικογένειες πληρώνουν σημαντικά ποσά για φροντιστήρια, εκμάθηση ξένων γλωσσών κ.τ.λ. προκειμένου τα παιδιά τους να αποκτήσουν το διαβατήριο στην αγορά εργασίας. Αλλά, όπως γράφει και ο Κώστας Κωστής στο βιβλίο του «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας», το ελληνικό κράτος παρουσιάζει το φαινόμενο να είναι το πρώτο μεταξύ των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. στον αριθμό των φοιτητών σε σχέση με τους κατοίκους. Είναι επόμενο, οι απόφοιτοι της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης να μην μπορούν να βρουν απασχόληση με βάση τα τυπικά, τουλάχιστον, προσόντα τους και τις προσδοκίες τους, καθώς η οικονομία δεν παράγει και δεν είναι σε θέση να παράγει αντίστοιχο αριθμό θέσεων.
Έτσι, συμπληρωματικά θα λέγαμε εμείς, στρέφονται προς το δημόσιο τομέα και την σιγουριά του Κράτους εργοδότη, είτε απευθείας, είτε με τις προσκείμενες σε αυτό υπηρεσίες. Αν το όραμα αυτού του Κράτους, όπως φαίνεται σήμερα, είναι η παροχή υπηρεσιών στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, παραγνωρίζοντας τον πρωτογενή τομέα της οικονομίας και την εξειδίκευση, δεν έχουμε να προσθέσουμε πολλά.
-Πόσο κοντά στους νέους ανθρώπους βρίσκονται οι έχοντες την ευθύνη της εκπαίδευσης;
Την ευθύνη της εκπαίδευσης την έχουν δύο θεσμικοί μηχανισμοί: από την μια είναι ο εκπαιδευτικός μηχανισμός δηλαδή τα σχολεία, οι Διευθύνσεις, οι Σύμβουλοι, το Π.Ι., οι εκπαιδευτικοί, η κατανομή δαπανών και ό,τι άλλο συνεπάγεται για την λειτουργία της δομής αυτής και από την άλλη είναι το Κράτος, το οποίο μέσω της κυβέρνησης και του αντίστοιχου Υπουργείου σχεδιάζει, νομοθετεί, δίνει οδηγίες και κινητοποιεί την εκπαιδευτική δομή, για την υλοποίηση της εκάστοτε εκπαιδευτικής πολιτικής.
Αυτό που πρέπει, λοιπόν, να δούμε, είναι αν ο σχεδιασμός του πολιτικού συστήματος λαμβάνει υπ’ όψιν του τις ανάγκες των νέων, για να διευκολύνει την ομαλή ένταξή τους στην κοινωνία και το οικονομικό περιβάλλον, για ένα καλύτερο μέλλον και από την άλλη τον ίδιο τον εκπαιδευτικό μηχανισμό.
Θα ξεκινήσουμε, όμως, διαφορετικά. Ποιοι είναι οι νέοι άνθρωποι και ποιες οι ανάγκες τους; Οι νέοι άνθρωποι, λοιπόν, μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον (οικογένεια, κοινωνία, ΜΜΕ) το οποίο, λόγω της αμεσότητας, είναι πιο πολύ αποτελεσματικό στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και των αναγκών από τον ίδιο τον εκπαιδευτικό μηχανισμό. Όταν η οικογένεια απαξιώνει τους εκπαιδευτικούς θεσμούς καθημερινά, το δάσκαλο, το δημόσιο σχολείο, τις πρακτικές του και δεν τηρεί τους κανόνες, ενώ από την άλλη θεωρεί το Δημόσιο ως πηγή απολαβών και εξασφάλισης, τότε δημιουργείται εκ των πραγμάτων μια αντίφαση στους νέους σχετικά με τις ανάγκες τους. Είναι αυτό που τονίζει ο Κ. Τσουκαλάς η «κρατικολατρεία» από την μια και η «κρατικοφοβία» από την άλλη ως όψεις του ίδιου νομίσματος.
Όταν, λοιπόν, οι πολίτες έχουν το αυθαίρετο δικαίωμα να αμφισβητούν τα πάντα, χωρίς να δεσμεύονται πουθενά και για τίποτα, ελληνικό φαινόμενο, (δες φοροδιαφυγή, ανυπακοή, αυθαιρεσίες, εξυπηρέτηση μεταξύ ημετέρων, κ.τ.λ.), αλλά από την άλλη θεωρούν το Κράτος ασφάλεια και πηγή απολαβών, ήδη έχει διαμορφωθεί το περιβάλλον για τους νέους. Οι νέοι βρίσκονται σε μια ολοκληρωτική σύγχυση για το πώς θα διαμορφώσουν τις ανάγκες τους και ποιες είναι αυτές, αφού θα μπορούν να τις ικανοποιήσουν και με αθέμιτα μέσα.
Το πολιτικό σύστημα φυσικά με αυτήν την πελατεία επιλέγει τα τελευταία χρόνια πολιτικές χαλάρωσης, για να μην δυσαρεστήσει και χάσει τους πελάτες, αλλά και για να μην πάρει κανένα ρίσκο μεταρρυθμίσεων. Οι οδηγίες προς τον εκπαιδευτικό μηχανισμό, τα σχολεία, είναι να παίρνονται μέτρα, που δεν θα δυσαρεστήσουν τους γονείς ή δεν θα γίνουν αντικείμενο σχολιασμού και κριτικής από τα ΜΜΕ.
Εδώ, απαντάται και η ερώτηση που μου κάνατε κατά την συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο είναι διαχειρίσιμη η αμφισβήτηση του καθηγητή από τους μαθητές του. Η απάντηση είναι, ότι δεν είναι καθόλου διαχειρίσιμη, με τις σημερινές συνθήκες. Είναι βασανιστική, γιατί και ο ίδιος ο καθηγητής δεν θα έχει ποτέ τις απαιτούμενες απαντήσεις, αλλά θα πρέπει να τις εφευρίσκει.
Για να επανέλθουμε, όμως, στους νέους και τον προσανατολισμό τους, χρειάζεται να σκεφτούμε τα κύματα διαμαρτυρίας κατά καιρούς, τα οποία οδηγούν σε κινητοποιήσεις, καταλήψεις, καταστροφές, βιαιότητες και ταραχές, ενώ δείχνουν μια χώρα σε ακυβερνησία και χωρίς Κράτος. Αυτά τα κύματα διαμαρτυρίας των νέων είναι, συνήθως, χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα με γενικότητες περί αντίστασης στο πολιτικό σύστημα. Από την άλλη με την συμμετοχή ετερόκλητων ηλικιακών ομάδων, μαθητές, φοιτητές και ομάδων που δεν έχουν καμμία σχέση μεταξύ τους δημιουργούν μεγαλύτερη ασάφεια ως προς τις διεκδικήσεις.
Τα κόμματα, τα περισσότερα ΜΜΕ και η κυβέρνηση δεν τολμούν να εμφανιστούν αντίθετοι σε μια τέτοια κατάσταση και στο τέλος καταλήγουν όλοι να ομολογούν ότι οι νέοι δεν αντιμετωπίζονται όπως θα έπρεπε. Το αποτέλεσμα είναι η όποια κυβέρνηση να εξαγγέλλει κάποιες «μεταρρυθμίσεις» ήσσονος σημασίας ή την αναμόρφωση του εξεταστικού συστήματος, ένα γενικότερο ζήτημα με πολλά προβλήματα, το οποίο αφορά άμεσα την μεγαλύτερη μερίδα των νέων. Ο σκοπός αυτής της κατάληξης είναι ακριβώς για να σβήσουν τα κύματα διαμαρτυρίας, που θα σβήσουν έτσι κι αλλιώς, για να περάσουμε σε μια κανονικότητα, μέχρι να αντιμετωπίσουμε κάτι παρόμοιο.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι οι όποιες διαμαρτυρίες των νέων οι οποίοι στερούνται καθοδήγησης, εκφράζουν μια δυσαρέσκεια και μια δυσφορία, η οποία, όπως σημειώνει και ο Κ. Κωστής, χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού και είναι προϊόν μιας αδιέξοδης πολιτικής πρακτικής και ενός πολιτικού λόγου χωρίς κανένα περιεχόμενο, ενώ οι λόγοι διαμαρτυρίας, που αφορούν αποκλειστικά τον νεανικό πληθυσμό και που σίγουρα υπάρχουν, δεν αποτελούν παρά συμπτώματα ευρύτερων πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων.
Να περάσουμε, όμως, και στους ανθρώπους που βρίσκονται πολύ πιο κοντά στους νέους και είναι οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι καλούνται να υλοποιήσουν την οποιαδήποτε εκπαιδευτική πολιτική, να χειριστούν την καθημερινότητα, τα προβλήματα των νέων σε διάφορες ηλικιακές βαθμίδες και να δώσουν τις κατευθύνσεις για τις επιλογές που θα κάνουν οι νέοι, προκειμένου να ενταχθούν στο κοινωνικό σύνολο. Τα μηνύματα από την λειτουργία της εκπαιδευτικής δομής δεν θα λέγαμε ότι είναι αισιόδοξα. Οι εκπαιδευτικοί είναι εγκλωβισμένοι από την μια ανάμεσα στην απαξίωση που δείχνει η κοινωνία για το εκπαιδευτικό σύστημα και τον ρόλο τους και από την άλλη από τις αδιέξοδες πολιτικές πρακτικές. Η διέξοδος από το αδιέξοδο αυτό είναι η δημοσιοϋπαλληλία. Όταν βλέπουμε τον εκπαιδευτικό το μεσημέρι στο σχόλασμα να σπρώχνει τους μαθητές του στην έξοδο για να φύγει πρώτος, είναι μια κίνηση με πολλά νοήματα. Όταν βλέπουμε οι μαθητές να κάνουν καταλήψεις στα σχολεία, να αντιμετωπίζουν γονείς που σπάνε τις αλυσίδες στις πόρτες, τον Διευθυντή να καλεί την αστυνομία και οι εκπαιδευτικοί να απουσιάζουν από τις κρίσεις αυτές, χωρίς να έχουν μπει στον κόπο να βρεθούν στο πλάι των μαθητών, να ακούσουν και να κατανοήσουν τα προβλήματα, να μιλήσουν μαζί τους, τότε ο καθένας μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.
Η εκπαίδευση έχει γίνει για τους εκπαιδευτικούς μια τυπική διεκπεραιωτική διαδικασία, χωρίς ευθύνη για τίποτα, η οποία συμπληρώνεται, ως επιχείρημα, από την χαμηλή μισθοδοσία, την οποία θέση έχει ο ίδιος επιλέξει, αλλά θα είναι, όμως, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση απέναντι στους μαθητές του και το κοινωνικό σύνολο.
-Πόσο αυτονόητο είναι, ότι η παιδεία συμπορεύεται με την εκπαιδευτική διαδικασία;
Δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι η παιδεία συμπορεύεται με την εκπαιδευτική διαδικασία. Παιδεία σημαίνει κουλτούρα, καλλιέργεια, εκμάθηση και πίστη στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές αξίες. Είμαστε παιδιά του Διαφωτισμού και καταλαβαίνουμε τι σημαίνουν όλα αυτά. Την παιδεία την αποκτά κανείς σιγά σιγά από την οικογένεια, τις κοινωνικές συναναστροφές και την λειτουργία της κοινωνίας γενικότερα, ενώ η εκπαιδευτική διαδικασία είναι μια πιο τεχνοκρατική διαδικασία, πιο εξειδικευμένη στην απόκτηση γνώσεων, δεξιοτήτων και τον επαγγελματικό προσανατολισμό. Βέβαια, η εκπαίδευση εμπεριέχει αξίες της γενικότερης παιδείας, αλλά σε δεύτερο πλάνο. Θεωρεί δεδομένο, ότι θα σέβεται ο μαθητής και οι γονείς το σχολείο, τους δασκάλους του και τον συμμαθητή του, αυτό δεν διδάσκεται στην αίθουσα και δεν έχει θέση να διδάσκεται, αφού η εκπαιδευτική διαδικασία αυτό που χρειάζεται είναι το πάρει αυτό και να το πάει πάει ένα βήμα παραπέρα.
Η παιδεία πέρασε και αυτή τα χρονικά της στάδια και την βαρύτητα που οι εποχές της παραχωρούσαν. Άλλη σημασία είχε τον 19ο αιώνα, άλλη τον 20ο και άλλη τον 21ο αιώνα. Σήμερα με τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας δεν μπορούμε να μιλάμε για συμπεριφορές και πίστη σε ανθρωπιστικές αξίες παρόμοιες άλλων εποχών. Το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω. Ζούμε μια εποχή ατομικότητας, ικανοποίησης ατομικών αναγκών και όσοι κατέχουν το μορφωτικό και οικονομικό κεφάλαιο, θα επιδιώξουν να ακολουθήσουν μια σταδιοδρομία στο εξωτερικό, για να επιστρέψουν κάποια στιγμή ως η ελίτ της χώρας και να διαχειριστούν μια κοινωνία με τις όποιες παθογένειες. Οι υπόλοιποι θα αποτελούν την μάζα του κοινωνικού σώματος, η οποία θα εξυπηρετείται με τις ίδιες πρακτικές και θα προβάλλει πάντα τα ίδια αδιέξοδα αιτήματα.
Δεν μπορούμε, λοιπόν, με τις συνθήκες αυτές να οδηγηθούμε σε μια κοινωνία των πολιτών, όπου θα έχουμε μια κοινή βάση υπακοής και συνεννόησης στους βασικούς κανόνες λειτουργίας της κοινωνίας. Οδηγούμαστε, χωρίς να το θέλουμε, σε μια αποδόμηση των κοινωνιών και των κοινωνικών κανόνων σαν να καταστρέφουμε την ίδια μας την ζωή.
-Τελικά, τι εκπαίδευση αντέχουμε ως κοινωνία να απαιτήσουμε;
Αντέχουμε το μοντέλο που μας ταιριάζει. Αντέχουμε μια εκπαίδευση η οποία θα εκπληρώνει τις ατομικές μας διεκδικήσεις. Και όταν δεν συμβαίνει αυτό θα μπορούμε να την επαναφέρουμε «στον ίσιο δρόμο» με τις διαμαρτυρίες μας και στα μέτρα μας. Το πολιτικό σύστημα έχει δείξει ότι αντέχει σ’ αυτό μέχρι τώρα. Υπάρχουν κόμματα, για να είμαστε επίκαιροι και λόγω εκλογών, τα οποία εύκολα υπόσχονται ελεύθερη πρόσβαση στα πανεπιστήμια, αλλά δεν μας λένε τι θα κάνουν μετά του πτυχιούχους, οι οποίοι θα έχουν απαιτήσεις από το Κράτος και με το δίκιο τους. Αυτά και άλλα ευτράπελα μπορεί να ειπωθούν στον πολιτικό λόγο που μεσολαβεί σε μια κοινωνία όπως την ελληνική σε συνδυασμό βέβαια με την οικονομική πολιτική. Από αυτές τις πολιτικές έχουμε οδηγηθεί να αντιστοιχεί στην Ελλάδα η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο ένας στους επτά υποψήφιους, ενώ σε άλλες χώρες οι αντιστοιχίες ξεπερνούν τον έναν στους πενήντα.
Με αυτές τις πολιτικές επιλογές, ερημώνει η επαρχία, απαξιώνεται ο πρωτογενής πλούτος της χώρας και μειώνεται στο ελάχιστο η ικανότητα της κοινωνίας να εξυπηρετήσει η ίδια τις ανάγκες της. Γίνεται μια κοινωνία παροχής υπηρεσιών, όπου ο ένας εξυπηρετεί τον άλλον, όχι για να του φτιάξει τα παπούτσια που θα αγοράσει, αλλά για να τα μεταφέρει στην πόρτα του, αφού θα τα παραγγείλει μέσω διαδικτύου από άγνωστη πηγή. Μια τέτοια κοινωνία τι είδους εκπαίδευση μπορεί να αντέξει;
-Πώς θα βελτιωθεί το εκπαιδευτικό μοντέλο;
Ύστερα από όλα αυτά που έχουμε πει, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για βελτίωση του εκπαιδευτικού μοντέλου στην Ελλάδα. Η βελτίωση του ήδη υπάρχοντος εκπαιδευτικού μοντέλου, αφορά τις τεχνικές διαχείρισης της ήδη στρεβλής κατάστασης. Από την μια θα υπάρχει το δημόσιο που όλοι το βλέπουν σαν μια μορφή εξασφάλισης με σίγουρο και ασφαλές εργασιακό περιβάλλον και από την άλλη θα υπάρχει ο ιδιωτικός τομέας εγχώριος ή ξένος, ο ποίος θα παραλαμβάνει τους καταρτισμένους νέους από τα πανεπιστήμια για να τους οδηγήσει σε ένα αχανές και αβέβαιο εργασιακό περιβάλλον, όπου σήμερα θα είναι και αύριο δεν θα είναι. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ότι το υπάρχον εκπαιδευτικό μοντέλο το ικανοποιεί αυτό ως ένα βαθμό.
Εκείνο που μπορεί, όμως, εύκολα να παρατηρήσει κανείς είναι η υποχώρηση του Κράτους μπροστά στο αδιέξοδο της συσσώρευσης των ενδιαφερομένων, προς τον ιδιωτικό τομέα και την παραχώρηση υπηρεσιών σε αυτόν, προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση της εξασφάλισης των πελατών. Δεν προσλαμβάνει καθαρίστριες, αλλά δίνει την υπηρεσία σε εταιρίες καθαρισμού, εξυπηρετώντας συνεχώς μεσάζοντες που παίζουν μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, οι Δήμοι για ένα απλό έργο απευθύνονται σε εργολάβους, ενώ έχουν τεχνικές υπηρεσίες, κ.τ.λ., για να μην επεκταθούμε.
Φυσικά, η ελίτ της χώρας για τους απογόνους της δεν θα ακολουθήσει κανέναν από τους δύο δρόμους, γιατί αυτά τα έχει αντιληφθεί και εργάζεται μεθοδικά για την εξασφάλισή τους. Είναι οι απόγονοι που θα διαχειριστούν την κοινωνία αυτήν και πρέπει να είναι έξω και πάνω από όλα αυτά, για να τα διαχειριστούν αναλόγως.
-Δημόσια και ιδιωτικά πανεπιστήμια μπορούν να συνυπάρξουν χωρίς καχυποψία;
Η συνύπαρξη με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα είναι μια αναπόφευκτη εξέλιξη. Η Ελλάδα ακολουθεί την Δύση και υλοποιεί σταδιακά πολιτικές ενσωμάτωσης παρά τις αντιστάσεις. Για την Δύση τα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι θεσμικές λειτουργίες, όπως και ο ιδιωτικός τομέας. Το ίδιο θα συμβεί και εδώ. Ήδη συμβαίνει, όπως είπαμε και πριν. Ο ιδιωτικός τομέας διεισδύει όλο και περισσότερο μεταξύ του Κράτους και της κοινωνίας για την παροχή υπηρεσιών, γιατί να μην συμβεί αυτό και στο επίπεδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας; Ήδη, συμβαίνει στον τομέα της υγείας, θα συμβεί σε μεγαλύτερο βαθμό στην ενέργεια, στο νερό, ακόμα και στις φυλακές.
Αυτό που γνωρίζαμε από το παρελθόν ως «Κράτος πρόνοιας» απέναντι στους πολίτες, βλέπουμε να συρρικνώνεται και ο ιδιωτικός τομέας να αναλαμβάνει συνεχώς περισσότερες υπηρεσίες με την ανάθεση του Κράτους. Το Κράτος θα παίζει έναν ρόλο ρυθμιστή των οικονομικών σχέσεων και την κατανομή του πλεονάσματος, ενώ οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες θα συνεχίσουν να υπάρχουν.
Θα συνεχίσει, βέβαια, να υπάρχει και η καχυποψία μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού πανεπιστημίου, η οποία ως συναίσθημα κάποτε θα σβήσει όπως όλα τα συναισθήματα. Για να υπάρξει, ας πούμε ένας διακριτός ρόλος ανάμεσά τους, θα χρειαστεί το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο να είναι ανταγωνιστικό, παραγωγικό και να ικανοποιεί επαγγελματικά την μεγάλη μάζα των νέων, με σωστές επιλογές στην κατανομή εργασίας. Αυτό, όμως, έχει να κάνει με τις θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στην ελληνική κοινωνία, τις ανάγκες της και βέβαια με τον οικονομικό σχεδιασμό και την πορεία της οικονομίας.
-Τι κατεύθυνση μπορεί ή χρειάζεται να έχει το εκπαιδευτικό σύστημα για να συμβάλλει στη δημιουργία ολοκληρωμένων πολιτών;
Στην ερώτηση αυτή θα αλλάζαμε την σειρά των λέξεων, για να σκεφτούμε τι κατεύθυνση έχει η κοινωνία, ώστε το εκπαιδευτικό σύστημα να συμβάλλει στην δημιουργία ολοκληρωμένων πολιτών. Και το λέμε αυτό, γιατί το κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ των πολιτών είναι πάνω από έναν μηχανισμό, όπως ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, ο οποίος έρχεται να λειτουργήσει με αυτό προκειμένου να εκπαιδεύσει και αναπαράγει τις αξίες και τα οράματα μιας κοινωνίας.
Όταν μια κοινωνία χάνει σταδιακά τους συλλογικούς κανόνες λειτουργίας και υπακοής μεταξύ των μελών της, δηλαδή τους κανόνες συνεργασίας, τους κανόνες σεβασμού των δικαιωμάτων των μελών της, την πίστη στις ανθρωπιστικές αξίες, την συλλογική κουλτούρα για μια κοινωνία των πολιτών και οδηγείται στον ατομικισμό και την ικανοποίηση των ατομικών αναγκών με οποιοδήποτε μέσον και με το λιγότερο κόστος, πώς είναι δυνατόν ένα εκπαιδευτικό σύστημα με τα μέσα αυτά να προχωρήσει στην μετάδοση γνώσεων, την εξειδίκευση, τον επαγγελματικό προσανατολισμό των νέων προς όφελος της κοινωνίας και την μετάδοση ποιών αξιών;
Όπως καταλαβαίνετε χάνει και το ίδιο την αξιοπιστία του.
-Πόσο χρήσιμες είναι οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, όταν είναι ανώδυνες;
Οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων αφορούν κυρίως θέματα διαχείρισης της εκπαιδευτικής πραγματικότητας ή ζητήματα ικανοποίησης αναγκών διαφορετικών κοινωνικών ομάδων ή πολιτικών αποφάσεων, χωρίς να αγγίζεται ο βασικός κορμός του εκπαιδευτικού συστήματος και ο προσανατολισμός του.
Με αυτήν την έννοια ήταν αφενός ανώδυνες και αφετέρου ο στόχος ήταν να συνεχίζεται απρόσκοπτα η αποστολή του εκπαιδευτικού συστήματος που είναι να αναπαράγει το ίδιο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο της κοινωνίας στην οποία απευθύνεται.
Αν μπορεί κάποιος να αναδείξει την χρησιμότητα των μεταρρυθμίσεων και του εκπαιδευτικού συστήματος, θα είναι μόνο ότι ανταποκρίνονται στον αναπαραγωγικό τους ρόλο και σε αυτό που η κοινωνία σήμερα δείχνει να χρειάζεται και της αξίζει.
Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να εμπεριέχουν τομές, όπου το πολιτικό σύστημα θα έχει το ανάστημα να τις υποστηρίξει και να πείσει την κοινωνία για την αναγκαιότητα τους ως διαχειριστής, αφού γνωρίζει τα προβλήματα που συσσωρεύονται. Ποιος, όμως, θα πάρει το πολιτικό κόστος μέχρι τέλους; Κανείς. Τα πολιτικά κόμματα αρθρώνουν τον πολιτικό τους λόγο μέχρι την ισότιμη συμμετοχή των νέων στην εκπαιδευτική διαδικασία ή την μεγαλύτερη εισαγωγή των νέων στα πανεπιστήμια. Μετά τέλος. Η αυλαία κλείνει και ο καθένας μόνος του αναζητά στο χάος την πολυπόθητη σιγουριά, την επαγγελματική του αποκατάσταση και την θέση του στην κοινωνία.
Ας μην ξεχνάμε ότι μια μορφή αξιολόγησης και καταγραφής που πήγε να περάσει το πολίτικο σύστημα στην εκπαίδευση, γιατί το ίδιο το Κράτος δεν έχει εικόνα του τι συμβαίνει στα σχολεία και το έργο των εκπαιδευτικών και δημιουργήθηκαν τόσες αντιδράσεις για αυτονόητες υποχρεώσεις των υπαλλήλων του Κράτους που διαχειρίζονται την δημόσια περιουσία και κυρίως την εκπαίδευση και την αλλαγή της νοοτροπίας της κοινωνίας μέσω των νέων ανθρώπων.
-Είναι το εκπαιδευτικό σύστημα ο μεγάλος ασθενής της χώρας (ίσως ο μεγαλύτερος;)
Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι ο μόνος ασθενής της χώρας. Είναι και το σύστημα υγείας, το ασφαλιστικό, το οικονομικό σύστημα και εντέλει η λειτουργία της δημοκρατίας. Όμως, μπορεί το εκπαιδευτικό σύστημα να είναι ο μεγαλύτερος ασθενής, γιατί έχουμε διαφορετικές προσδοκίες από αυτό. Είναι το παρόν και το μέλλον των νέων ανθρώπων που μπαίνουν στην παραγωγή και την διαχείριση της κοινωνίας.
Όταν βλέπεις νέους ανθρώπους στην εκπαίδευση νεοδιόριστους να έρχονται «κουρασμένοι» και πάνω από το προσδόκιμο της ηλικίας, τότε σκέφτεσαι ότι κάτι δεν πάει καλά. Οι άνθρωποι αυτοί διαχειρίζονται την εκπαιδευτική καθημερινότητα χειρότερα από τους παλιούς δασκάλους με την βέργα. Μπορεί να μην χρησιμοποιούν την βέργα, αλλά επειδή οι τεχνικές έχουν εξελιχθεί, χρησιμοποιούν, ώστε να περάσει η ημέρα, τις τεχνικές της μηχανικής αναπαραγωγής της γνώσης γυμνές από κάθε κοινωνική αξία συμμετοχής των μαθητών, προκειμένου να βγει το πρόγραμμα με τα διδακτικά αντικείμενα, ώστε να μην είναι υπόλογοι, τουλάχιστον, ότι δεν κάνουν καλά το έργο τους ως υπάλληλοι και ας μην θεωρούν τον εαυτό τους υπάλληλο.
Από την άλλη υπάρχει ένα πολιτικό σύστημα και μια κοινωνία σε αλληλεπίδραση, που αντιστέκεται σε οποιαδήποτε τομή ή αλλαγή. Ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Ο ένας εξαρτάται από τον άλλον σε μια σχέση αποδοχής και φόβου για τις προθέσεις του.
Τα μηνύματα δεν είναι αισιόδοξα για το που μπορούμε να συμφωνήσουμε και το τι είδους εκπαίδευση μας αρμόζει. Αυτή είναι η εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος σήμερα και αυτήν θέλαμε να σας δώσουμε. Αν η κοινωνία επιλέγει την χαλάρωση, την αποδιοργάνωση και την κατάργηση των κοινωνικών κανόνων, τότε το πολιτικό σύστημα είναι εδώ να την υπηρετήσει. Όταν, όμως, αυτό φτάσει στα όρια και δεν θα μπορέσει να εξυπηρετήσει άλλους πελάτες, τότε χρειάζεται μια άλλου είδους ανατροπή. Η κοινωνία πρέπει και χρειάζεται να βρει τα βήματά της για αυτορρύθμιση ξεκινώντας από κάτω, από τα άτομα και τα κοινωνικά κινήματα αναζητώντας τις αξίες χαμένες ή νέες που θα την επαναφέρουν σε μια υγιή κατάσταση για να επιβιώσει.