Το «…στο κύμα» άνοιξε τις πόρτες του την Πρωτομαγιά του 2004. Όπως σημειώνει ο Ανδρέας Ζαγάκος, το μαγαζί το βρήκαν με τον αδελφό του, Χρήστο, τον Δεκέμβριο του 2003: «Ο χώρος ήταν γιαπί, ο ιδιοκτήτης δεν είχε ακόμα τελειώσει την οικοδομή, δεν έμενε καν εδώ. Μπήκαμε μέσα και με τον Χρήστο, που είναι μηχανολόγος, βγάλαμε σε ένα βράδυ το σκαρίφημα, το που θα τηγανίζουμε τις πατάτες, που θα κόβουμε τις σαλάτες κ.λπ Το μαγαζί μέσα σε τρεις μήνες στήθηκε. Ήμασταν έτοιμοι περί τα μέσα Απρίλη να ανοίξουμε αλλά είπαμε να κρατηθούμε λίγο, να περιμένουμε την Πρωτομαγιά. Ήταν η χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων και θέλαμε να ανοίξουμε μια επετειακή ημέρα για να τη θυμόμαστε. Θέλαμε ακόμη να τιμήσουμε τον πατέρα μας, τον Σταύρο Ζαγάκο, που ζούσε τότε, ο οποίος ήταν συνδικαλιστής, γραμματέας στο Εργατικό Κέντρο και τον είχα προλάβει να εκφωνεί λόγους για την Εργατική Πρωτομαγιά. Εξάλλου η Εργατική Πρωτομαγιά είναι και για εμάς, τους επαγγελματίες, ιδιαίτερα των πολύ μικρών επιχειρήσεων, γιατί και εμείς εργαζόμενοι είμαστε».
-Πριν από το «…στο κύμα» τι δουλειές κάνατε;
«Η επαγγελματική μου δραστηριότητα ξεκίνησε με τη συνεργασία με την οικογένεια Λαμπρινόπουλου των «Ιζαμπώ». Ανοίξαμε τη «Μελισσάνθη», το πρώτο κρουασανάδικο στην Καλαμάτα. Έμεινα 12 χρόνια. Μετά με κάποιους φίλους παράλληλα είχαμε κάνει την «Πινακοθήκη» και τη «Μουσική Οινοθήκη» στην οδό Υπαπαντής, ένα ρεμπετάδικο-εστιατόριο για τέσσερα χρόνια. Στη συνέχεια συνεργάστηκα με τον Κοτσώνη στο «Κελάρι».
Όλα αυτά μαζί με το «…στο κύμα» συμπληρώνουν μια πορεία περίπου 40 χρόνων.
Αυτή ήταν η επαγγελματική μου πορεία. Έχω υπάρξει πάντα ελεύθερος επαγγελματίας, δεν έχω υπάρξει για μεγάλο χρονικό διάστημα μισθωτός εργαζόμενος και το άγχος μου και η προσπάθειά μου όλα αυτά τα χρόνια είναι όπως σέβομαι τους πελάτες που στηρίζουν τη δουλειά μου, τόσο και παραπάνω σεβασμό να έχω απέναντι στους εργαζόμενούς μου».
-Πως αισθάνεστε για τα 20α γενέθλια του «…στο κύμα»;
«Αισθάνομαι ότι είναι μεγάλη επιτυχία ότι έχουμε αντέξει 20 χρόνια. Έχοντας τη γνώση και την εμπειρία και από τις άλλες μου ιδιότητες, τις συνδικαλιστικές και την επιμελητηριακή, μπορώ να πω ότι είναι πολύ σημαντικό για μια επιχείρηση να αντέξει 20 χρόνια μέσα στο εχθρικό κλίμα που αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, μέσα σε ένα δύσκαμπτο κράτος και ένα δύσκαμπτο Δημόσιο».
-Αντέξατε όμως και τους χειμώνες, που η κίνηση στην Παραλία είναι πολύ μειωμένη…
«Είμαι γέννημα θρέμμα Παραλιώτης. Τα 61 χρόνια της ζωής μου, εξαιρουμένων των δύο χρόνων της στρατιωτικής θητείας μου, τα έχω ζήσει στην Παραλία της Καλαμάτας. Πράγματι το χειμώνα δεν υπάρχει ιδιαίτερη εμπορική κίνηση στην Παραλία. Έχω να πω όμως ότι η προσπάθεια που κάναμε να μένουμε όλο το χρόνο ανοιχτοί και που την κάνουν και άλλοι συνάδελφοι σιγά σιγά επιβραβεύεται. Έστω τα Σαββατοκύριακα που ο καιρός είναι καλός –και με την κλιματική αλλαγή ο καιρός τον χειμώνα είναι ήπιος- υπάρχει κίνηση. Προφανώς δεν μιλάμε για τους τζίρους του καλοκαιριού όμως η συνέπεια και η συνέχεια φέρνουν αποτέλεσμα».
-Πέρα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα, τι νιώθετε για τα 20 χρόνια του μαγαζιού;
«Νιώθω μεγάλη ικανοποίηση όταν πάρα πολλοί πελάτες μου λένε για τους εργαζόμενους, ότι τους αρέσει που είναι πάρα πολύ καιρό στο μαγαζί. Θεωρώ ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο επαγγελματικό μου παράσημο. Υπάρχουν άνθρωποι εδώ, σε ένα μαγαζί 20 χρόνων, που δουλεύουν 15 και παραπάνω χρόνια. Στην κουζίνα μία κυρία δουλεύει 15 χρόνια. Ήρθε 20 χρονών κορίτσι και είναι 35 χρονών γυναίκα. Οι σερβιτόροι, που συνήθως είναι παιδιά που σπουδάζουν εδώ, θα δουλέψουν 4-5 σεζόν, μέχρι να τελειώσουν.
Όσο για τους πελάτες, είναι χιλιάδες οι άνθρωποι που έχουμε εξυπηρετήσει. Ακόμη και σήμερα έχουμε ανθρώπους οι οποίοι είχαν έρθει την πρωτομαγιά του 2004 να πιουν καφέ εδώ. Αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά. Έτσι έγινε το μαγαζί στέκι και έχει τη δυνατότητα να συντηρείται το χειμώνα.
Δεν παραλείπω να αναφερθώ και στους προμηθευτές μας που και αυτοί έχουν τη συμβολή τους για αυτό που είναι το μαγαζί μας».
-Θα ήθελα να σταθούμε λίγο περισσότερο στους θαμώνες του μαγαζιού…
«Το χειμώνα που είμαστε χαλαροί, όταν τα βράδια κλείνουμε το μαγαζί, κάθομαι σπίτι και σημειώνω διάφορα σε ένα μεγάλο βιβλίο που έχω. Δεν είναι ακριβώς ημερολόγιο. Μπορεί να θυμηθώ κάτι και το γράφω εκεί. Σε αυτό το βιβλίο έχω πάνω από 100 ονόματα σταθερών και πιστών πελατών του καταστήματος. Είναι δηλαδή άνθρωποι που έρχονται 2-3 φορές την βδομάδα όλα αυτά τα χρόνια.
Αυτό είναι πολύ εντυπωσιακό και πολύ τιμητικό για μένα. Είναι και για τους εργαζόμενους πολύ τιμητικό γιατί όταν έχουν άδεια και δεν το ξέρουν οι παλιοί πελάτες μας, μας ρωτάνε «πού είναι ο Νίκος, πού είναι η Γεωργία, είναι καλά;».
Αυτά δείχνουν ότι το μαγαζί έχει έναν χαρακτήρα, είναι στέκι και αυτό ήταν που θέλαμε να πετύχουμε όταν ξεκινήσαμε με τον αδελφό μου».
-Υπάρχει και κάτι άλλο που βοήθησε να γίνει το μαγαζί στέκι;
«Όταν ανοίξαμε, την Πρωτομαγιά του 2004, όλος ο κόσμος καθόταν έξω. Όταν φτάσαμε στον Οκτώβρη και πήγαινε να χειμωνιάσει ο κόσμος άρχισε να μπαίνει μέσα και είδε ότι οι τοίχοι ήταν γεμάτοι βιβλία, ότι ξεκινούσαμε περιοδικές εκθέσεις ντόπιων καλλιτεχνών, ότι ακουγόντουσαν συγκεκριμένου τύπου μουσικές.
Κάποιοι μας ρώταγαν τότε «βιβλία μέσα σε ένα καφενείο;». Εξήγησα ότι τα βιβλία υπάρχουν γιατί αρέσει σε μένα και στον αδελφό μου να διαβάζουμε και γιατί αυτό θέλαμε να είναι το ύφος και το ήθος του μαγαζιού μας. Θέλαμε να προσεγγίσουμε τον κόσμο του βιβλίου και της τέχνης. Και ο κόσμος αυτός μας τίμησε και με τον Πολιτιστικό Αντίλογο κάναμε τις μύριες εκδηλώσεις. Ήταν κυρίαρχη επιλογή από την αρχή να χρησιμοποιήσω το όχημα του πολιτισμού, τη φιλαναγνωσία, τη βιβλιοφιλία, τις τέχνες για να διαμορφώσω τον χαρακτήρα του μαγαζιού».
-Νομίζω όμως ότι ο κόσμος έχει εκτιμήσει και το σεβασμό που δείχνετε προς τον δημόσιο χώρο και προς την υπέροχη πλαζ της πόλης.
«Αυτό είναι ένα θέμα που έχει ανοίξει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια. Πολλές φορές μου προτείνουν, «γιατί δεν προσθέτεις 20 τραπέζια αφού έχεις χώρο δεξιά και αριστερά;» Η λογική δεν είναι να ξεζουμίσεις τον δημόσιο χώρο αλλά να χρησιμοποιήσεις τον εξαιρετικό δημόσιο χώρο που έχουμε στην Καλαμάτα για να αναδείξεις το προϊόν σου και τη δουλειά σου. Εμείς τα έχουμε καταφέρει, ο κόσμος μας τιμά και αυτή η νόμιμη ανάπτυξη του καταστήματος δίνει τη δυνατότητα να επιβιώσουμε και οι εργαζόμενοι και εμείς και η επιχείρηση. Δύσκολα; Δύσκολα, αλλά για όλους είναι δύσκολα. Το θέμα είναι ότι ο κόσμος επιβραβεύει αυτές τις επιχειρήσεις που σέβονται το δημόσιο χώρο. Να σημειώσω πάντως ότι στην Καλαμάτα το πρόβλημα είναι περιορισμένο.
Και κάτι ακόμη που οι συνάδελφοι το καταλαβαίνουν: Το να γεμίσεις μια πλατφόρμα με τραπεζοκαθίσματα αλλά να μην έχεις την υποδομή να εξυπηρετήσεις τον κόσμο στην ώρα του, πιο πολύ κακό θα σου κάνει παρά καλό».
-Θέλετε να μας μιλήσετε για κάποιους συγκεκριμένους θαμώνες του καταστήματός σας;
«Θα αποφύγω να αναφερθώ ονομαστικά, γιατί θα ξεχάσω πάρα πολλούς. Είναι όμως άνθρωποι που είμαστε μαζί στην κοινωνία της Καλαμάτας και σε διάφορα μετερίζια, κυρίως στον πολιτισμό και τον αθλητισμό, που με τιμούν απ’ την πρώτη μέρα.
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αφήσει ανεξίτηλη τη σφραγίδα τους εδώ στο χώρο. Άνθρωποι που με τίμησαν με τη φιλία τους και με την επιλογή τους να κάνουν το μαγαζί μου στέκι τους.
Μπορώ χωρίς κανέναν ενδοιασμό να αναφερθώ αμέσως στον Γιώργο Τσαγκάρη. Δεν τον ήξερα, τον γνώρισα μέσα από τον Πέτρο Τσώνη κυρίως. Έμαθα για τη λαμπρή του πορεία στη μουσική αλλά όταν ανακάλυψα τον άνθρωπο Γιώργο Τσαγκάρη, τα λίγα χρόνια που συναντιόμασταν καθημερινά εδώ, τολμώ να πω ότι με βοήθησε και στον τρόπο σκέψης μου για πάρα πολλά πράγματα. Χάθηκε νωρίς και ήταν μεγάλη απώλεια για την πόλη της Καλαμάτας. Είχε σχεδιάσει σημαντικά πράγματα στο ΔΗΠΕΘΕ αλλά δεν προλάβαμε να τα απολαύσουμε. Το τελευταίο του βράδυ είμασταν εδώ μαζί και το επόμενο πρωί που έφυγε είπαμε με τον Πέτρο «ο Γιώργος έφυγε, ξεκουράστηκε, εμείς και η πόλη χάσαμε».
Ένας άλλος φίλος, αξιοπρεπής και ευαίσθητος άνθρωπος, ήταν ο Μίμης Ζώης, που έφυγε και αυτός πολύ νωρίς. Ο Μίμης είχε παρουσιάσει εδώ μια ολόκληρη έκθεση φωτογραφίας με πορτραίτα πελατών, τραβώντας τη φωτογραφία σε ανύποπτο χρόνο, έχοντας προηγουμένως την άδειά τους».
-Για τις δεκάδες άλλες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που έχουν γίνει «…στο κύμα» τι μπορείτε να μας πείτε;
«Οι εκδηλώσεις που έχουν γίνει είναι πάνω από 100. Κυρίως παρουσιάσεις βιβλίων και εικαστικές εκθέσεις σημαντικών και γνωστών συγγραφέων και καλλιτεχνών. Μέσα από αυτές τις εκδηλώσεις βοηθήθηκε πολύς κόσμος να δημιουργήσει πνευματικές, καλλιτεχνικές και προσωπικές σχέσεις με τους καλλιτέχνες. Και από την πλευρά τους οι καλλιτέχνες δημιούργησαν σχέσεις ή δεσμούς με την Καλαμάτα.
Στην αρχή που κάναμε 2-3 εκδηλώσεις την εβδομάδα κάποιοι απορούσαν που παρουσιάζαμε βιβλία και εκθέσεις στο καφενείο. Τους απαντούσα ότι μου αρέσει να έρχονται οι καλλιτέχνες στο μαγαζί για τις παρουσιάσεις και να πηγαίνουμε μετά στην ταβέρνα για να τους γνωρίσω. Αυτή είναι η πραγματικότητα, μου αρέσει να γνωρίζω αυτούς τους ανθρώπους».
-Με την πανδημία οι εκδηλώσεις «…στο κύμα» αραίωσαν, θα ξαναπυκνώσουν;
«Με τον Μιχάλη Δημητρακόπουλο και τον Άρη Κορομηλά και πιο παλιά με τον Θανάση Παντέ κάναμε τις εκδηλώσεις μας με τον Πολιτιστικό Αντίλογο. Σήμερα, για να είμαστε ειλικρινείς, γίνονται πολλές και σημαντικές εκδηλώσεις στην πόλη. Δεν έχουμε καμία ματαιοδοξία ούτε θέλουμε να υποκαταστήσουμε άλλους φορείς, όπως τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη και τη Λαϊκή Βιβλιοθήκη αλλά και βιβλιοπωλεία, τις εκδηλώσεις των οποίων στηρίζουμε και συμμετέχουμε και σε κάποιες. Το «…στο κύμα» είναι πάντως ανοιχτό σε όποιον θέλει να παρουσιάσει το έργο του, δωρεάν εννοείται.
Για φέτος είμαστε σε μια κουβέντα με τον Μιχάλη και τον Άρη για να διοργανώσουμε έναν κύκλο συζητήσεων, ίσως από τον Οκτώβρη και μετά, για τα 50 χρόνια αποκατάστασης της Δημοκρατίας. Σκεφτόμαστε να κάνουμε πέντε συζητήσεις, η κάθε μία για ένα γεγονός που επηρέασε τη ζωή της πόλης, ίσως και της χώρας, ανά δεκαετία από το 1974. Πολύ πρόχειρα θα μπορούσαμε στη δεκαετία του ’80 να βάλουμε τους σεισμούς του ’86. Το ψάχνουμε ακόμη πως θα το κάνουμε, αν θα είναι μια ανοιχτή κουβέντα ή μια κουβέντα μετά από εισηγήσεις ενός-δυο ανθρώπων. Θέλω να το κάνουμε αυτό.
Επίσης, ένα όνειρο που έχω, που όμως μπορεί να γίνει πραγματικότητα, είναι να ζητήσω από τους συγγραφείς που έχουν περάσει από εδώ, να γράψουν ένα διήγημα εμπνευσμένο από το χώρο ή την παρουσία τους στην πόλη. Να μαζέψουμε 10-20 διηγήματα και να κάνουμε μια επετειακή έκδοση για το «…στο κύμα». Αυτό μπορεί να μην γίνει φέτος, στα 20 χρόνια του μαγαζιού αλλά να γίνει στα 21 ή στα 22, δεν με πειράζει αυτό, αντίθετα μ’ αρέσει γιατί μοιάζει αιρετικό».
-Πικρίες σε αυτή τη διαδρομή υπάρχουν;
«Εντάξει, πάντα υπάρχουν και πικρές στιγμές, κάποιους πικραίνουμε, κάποιοι μας πικραίνουν, μέσα στη ζωή είναι αυτό. Επειδή όμως με πιάνει το συνδικαλιστικό μου τώρα, η μεγαλύτερη πικρία του ελεύθερου επαγγελματία είναι το πόσο ανυπεράσπιστος βρίσκεται απέναντι στο κράτος και τους θεσμούς του. Είναι ανυπεράσπιστος απέναντι στην αργοπορία και την ακρίβεια της δικαιοσύνης, είναι ανυπεράσπιστος απέναντι στο φορολογικό που αλλάζει κάθε δύο χρόνια. Να τα πούμε και αυτά, δεν μπορεί να αλλάζει η νομοθεσία για τη χρήση του αιγιαλού κάθε 2-3 χρόνια, δεν μπορεί να μην υπάρχει ένα σταθερό πλαίσιο».
-Τα σχέδια για το μέλλον όσον αφορά το μαγαζί ποια είναι;
«Να είμαστε ειλικρινείς, είμαι πλέον 61 ετών, οδεύω προς το τέλος της επαγγελματικής μου καριέρας. Καταλαβαίνω ότι μπορεί να απορεί κάποιος, να σκέφτεται ότι είναι πολύ νωρίς ακόμη για κάτι τέτοιο. Είπα όμως πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα και το περιβάλλον μέσα στο οποίο δραστηριοποιούμαστε. Επειδή με ξαναπιάνει το συνδικαλιστικό μου τώρα, δεν μπορεί να μας λένε ότι στις 30 Ιουνίου σου ακριβαίνω τον ΦΠΑ για τον καφέ, ενώ τέσσερα χρόνια μας λέγανε ότι θα μείνει σταθερός. Αυτό δεν είναι ούτε καν ψέματα, είναι εξαπάτηση. Αυτή η κατάσταση με οδηγεί στην αποστρατεία.
Η προσπάθειά μας είναι να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια να λειτουργεί το μαγαζί όπως μέχρι τώρα, να αντιμετωπίσουμε και την κλιματική κρίση, που μας επηρεάζει, γιατί με τις υψηλές θερμοκρασίες δεν υπάρχει η δουλειά που υπήρχε τα μεσημέρια.
Μακάρι να βρεθεί μια διάδοχη κατάσταση και να συνεχίσει το μαγαζί και στο μέλλον, γιατί είναι καλό να υπάρχουν τέτοια καταστήματα, όπως υπάρχουν δεκάδες στην πόλη, για κοινωνικούς και πραγματικούς λόγους. Τα καφενεία, οι καφετέριες, οι ταβέρνες, είναι χώροι που κρατούν την κοινωνική συνοχή. Ίσως όμως γι’ αυτό και βάλλονται τόσο εξοντωτικά. Ίσως θέλουν να γίνουν και αυτά “πλαστικά”, να τα πάρουν μεγάλες εταιρίες και να τα κάνουν όλα ίδια, όπως έκαναν με τα μπακάλικα, τα μεγάλωσαν, τα έκαναν “ιλουστρασιόν” και απρόσωπα».
-Η τελευταία ερώτηση είναι για την Παραλία της Καλαμάτα, που τόσο αγαπάτε. Είναι η Παραλία όπως θα θέλατε να είναι;
«Νομίζω είναι κοινή παραδοχή ότι η Παραλία είναι το διαμάντι της πόλης. Δυστυχώς όμως είναι πεταμένο στο βούρκο. Οι μόνες προσπάθειες που γίνονται -και το λέω αυτό αποδίδοντας τα εύσημα στους συναδέλφους μου- είναι από το χώρο της εστίασης. Οι επαγγελματίες της εστίασης δίνουν ζωή στην Παραλία.
Τα 30-40 χρόνια που δραστηριοποιούμαι ως επαγγελματίας και ασχολούμαι και με τα κοινά, ακούω μόνο λόγια για την Παραλία, σε διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων, ενώ τα όποια έργα γίνονται είναι αποσπασματικά. Δεν υπάρχει ένα συνολικό σχέδιο. Όταν ξεκινάμε κάτι στην Τσαμαδού, για παράδειγμα, να ξέρουμε ότι αυτό θα φτάσει μέχρι το Φιλοξένια ή μέχρι τις Κιτριές, έστω τμηματικά σε ένα βάθος δεκαετιών γιατί αναγνωρίζω ότι χρειάζονται τεράστια ποσά. Αντί γι’ αυτό γίνονται αποσπασματικές παρεμβάσεις, πασαλείμματα θα τα πω, τα οποία και περισσότερα χρήματα κοστίζουν και αποτέλεσμα δεν έχουν.
Όσον αφορά τη μόνιμη συζήτηση, αν θα έπρεπε η παραλιακή να γίνει πεζόδρομος ή μονόδρομος ή οτιδήποτε άλλο ή αν θα έπρεπε να φυτευτούν τζιτζιφιές ή αλμυρίκια ή μουριές, υπάρχουν ειδικοί που πρέπει να απαντήσουν σε αυτά. Και ο γνώμονας της απάντησης πρέπει να είναι το συμφέρον της πόλης, το συμφέρον των πολιτών και το συμφέρον των επαγγελματιών, με αυτή τη σειρά που σας είπα.
Από εκεί και πέρα και περισσότερες εκδηλώσεις είναι καλό να γίνονται στην Παραλία και τα πεζοδρόμια να είναι προσβάσιμα και να υπάρχει ένας έλεγχος της οδικής κυκλοφορίας στην παραλία, γιατί μερικές φορές η κατάσταση είναι επικίνδυνη και τραγική.
Βέβαια, για να μην είμαστε και άδικοι, οι επισκέπτες μένουν με θετικές εντυπώσεις και τους κερδίζει το καταπληκτικό τοπίο της Παραλίας. Οι επισκέπτες δεν βλέπουν τις λεπτομέρειες και τα προβλήματα που βλέπουμε εμείς οι μόνιμοι κάτοικοι, τα οποία τα επισημαίνουμε όχι για να μιζεριάζουμε αλλά για να γινόμαστε καλύτεροι.
Να πω, τέλος, ότι είμαι αισιόδοξος ότι θα αλλάξουν πολλά στην πόλη τα επόμενα χρόνια, εφόσον επιτευχθούν έστω τα μισά από αυτά που έχει βάλει ως στόχο στο πλαίσιο της ένταξής της στις 100 κλιματικά ουδέτερες πόλεις της Ευρώπης. Και ας μην επιτευχθούν αυτά μέχρι το 2030, που λέει το πρόγραμμα, ας γίνουν μέχρι το 2040, δεν πειράζει”.
-Σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη και για όλα όσα μας έχετε προσφέρει αυτά τα 20 χρόνια.
“Εγώ θέλω να ευχαριστήσω τον κόσμο για τη στήριξή του και πρέπει να τονίσω, με την εμπειρία 40 χρόνων εργασιακού βίου, ότι μια επιχείρηση δεν είναι ενός ανδρός δημιούργημα. Η επιτυχία μιας επιχείρησης, πολύ δε περισσότερο μιας επιχείρησης εστίασης, ανήκει στους εργαζόμενους, στους προμηθευτές, στους επισκέπτες και πελάτες. Κυρίως όμως ανήκει στους εργαζόμενους γιατί αυτοί εξυπηρετούν τους πολίτες και γιατί οι εργαζόμενοι είναι το πρόσωπο της επιχείρησης”.
Ζητήσαμε από πρόσωπα που έχουν ζήσει και ζουν την εμπειρία του "κύματος" να μας γράψουν περίπου 200 λέξεις ο καθένας για το τι τελικά είναι αυτό το μαγαζί στην Παραλία Καλαμάτας
Μπάμπης Κάρβελης: Στο κύμα!!! 20 χρόνια!!!
Τι να πρωτογράψεις γι’ αυτά τα 20 χρόνια!
Τα νεαρά παιδιά αίφνης που δουλεύουν στο ΚΥΜΑ συνειδητοποιούν την μακρόχρονη ιστορία του μαγαζιού, ότι δηλαδή δουλεύουν σε ένα χώρο που δημιουργήθηκε πριν γεννηθούν; Έναν χώρο με τους δικούς του μόνιμους πελάτες;
Βέβαια το ΚΥΜΑ σημαίνει Αντρέας Ζαγάκος με την δική του συμβολή στην ιστορία της πόλης. Κορυφαίος πρόσκοπος ο Αντρέας, πάντα με νέες ιδέες. Από την Μελισσάνθη, το πρώτο μαγαζί που πούλαγε ποιοτικό σνακ και καφέ στο κέντρο της πόλης – έκτοτε έχουν δημιουργηθεί πάμπολλα του είδους. Από τις πολλές ευφάνταστες εκδηλώσεις στο ΚΥΜΑ όπως τις σπιτικές χριστουγεννιάτικες πίτες ή τις εκδηλώσεις λόγου για την ιστορία της πόλης – γιατί άραγε σταμάτησαν; Από την ίδρυση και λειτουργία του συλλόγου καταστημάτων εστίασης. Και βέβαια από την σχολή τουρισμού που έχει αποκτήσει πανελλήνια εμβέλεια και προσφέρει εξειδίκευση σε παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν σχετικά. Το ΚΥΜΑ δηλαδή αποτελεί εφαλτήριο για δράσεις πέραν της εστίασης.
Ακόμη θα ήθελα να σημειώσω την συμβολή στην προσπάθεια παλιών και νέων εργαζόμενων. Την Ειρήνη π.χ. που άφησε την κουζίνα της για να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της κακοκαιρίας, το Νίκο που οριοθετούσε τη φωλιά της θαλάσσιας χελώνας, τα νεώτερα παιδιά σήμερα.
Πολλά περισσότερα θα μπορούσα να γράψω, μένω στις 200 λέξεις.
Ηλίας Μπιτσάνης: Στέκι για εμάς, για τα παιδιά μας, για τα εγγόνια μας
"Εδώ και 20 χρόνια αγκυροβολήσαμε «… στο κύμα». Πρωτομαγιά του 2004 ο φίλος Ανδρέας ξεκινούσε τη μεγάλη επαγγελματική πορεία με ένα «παρά θιν αλός» καφέ και μεζεδοπωλείο που έμελλε να είναι από τα μακροβιότερα και αγαπημένα για διαφορετικές γενιές. Με «σεμνές» κατασκευές που εξασφάλιζαν την αδιαμεσολάβητη επαφή με τη θάλασσα, χωρίς εκθαμβωτικά φώτα και ηχεία. Ένα χώρο που ξεχείλιζε η ηρεμία, η ευγένεια των ανθρώπων που αναλάμβαναν την εξυπηρέτηση των πελατών και η παρεΐστικη αντίληψη. Ένα στέκι που έμενε στη θέση του και το χειμώνα. Σημείο απόδρασης για καφέ ή τσίπουρα ανάλογα με τις… συνθήκες.
Χειμώνα "... στο κύμα" με τον αείμνηστο παιδικό και δια βίου φίλο Μίμη...
Αλλά και χώρος πολιτιστικού και ιστορικού προβληματισμού με τους φίλους να συνωστίζονται στο μικρό εσωτερικό χώρο για ενδιαφέρουσες και ζωηρές συζητήσεις.
Τα χρόνια κύλαγαν και το στέκι απέκτησε «ταυτότητα», έγινε «ρούγα» με τις μόνιμες παρέες να διευρύνονται. Ο Ανδρέας και τα παιδιά που πέρασαν από τα «πόστα» σεβάστηκαν τον πελάτη και εκτίμησαν ακόμη και τον μοναχικό καφέ που απολάμβανε χωρίς «ενοχή» όταν η κρίση άρχισε να ζορίζει την κατανάλωση.
Εγινε στέκι όχι μόνον για εμάς, αλλά και για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Τρεις γενιές απολαμβάνουν τη θάλασσα, τη ζεστή ατμόσφαιρα, τη μεγάλη «οικογένεια» που έχει δημιουργηθεί μέσα από την καθημερινότητα.
Χάσαμε και κάποιους αγαπημένους κοινούς φίλους με πρώτο τον παιδικό μου φίλο το Μίμη. Το στέκι έγινε και τόπος μνήμης.
Ευχές για τα καλύτερα στον Ανδρέα και όλους εκείνους που συνεργάζονται μαζί του για να λειτουργεί ένας ξεχωριστός χώρος για την πόλη και την παραλιακή ζώνη….".
Πέτρος Τσώνης: Αισθάνομαι τυχερός, το αγάπησαν και οι φίλοι μου
Ήταν το μακρινό, μα και χθεσινό 2004, όταν δύο αδέλφια, ο Ανδρέας και ο Χρήστος Ζαγάκος, ήρθαν να ταράξουν τα ήρεμα της εστίασης στην Καλαμάτα.
Και το όνομα αυτού «…στο κύμα».
Δεν ήταν ένα συνηθισμένο καφέ, επίσης δεν ήταν ένα συνηθισμένο ουζερί, ούτε ένα συνηθισμένο φαγάδικο.
Το «…στο κύμα» πλαισιωμένο από μια ομάδα καλαματιανών –βάζω μέσα και την αφεντομουτσουνάρα μου- άλλαξε τις μέχρι τότε γνωστές συνήθειες που χαρακτήριζαν τα παραδοσιακά στέκια της πόλης.
Παρουσιάσεις βιβλίων με τη συμμετοχή των συγγραφέων τους, βραδιές ποίησης, επετειακές εκδηλώσεις και ένας Θανάσης Παντές να οργιάζει μετέτρεψαν το «…στο κύμα» σε μια κυψέλη πολιτισμού.
Αισθάνομαι τυχερός που έζησα αυτά τα χρόνια «…στο κύμα». Το μαγαζί αυτό το αγάπησαν και οι φίλοι μου. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον αγαπημένο μου φίλο και αδελφό Γιώργο Τσαγκάρη. «…στο κύμα» περάσαμε την τελευταία του βραδιά. Εκεί υπάρχουν ακόμα οι υπέροχες φωτογραφίες του Γιώργου από το φακό του αείμνηστου Μίμη Ζώη.
Χρόνια πολλά «…στο κύμα» και ελπίζω να ζήσουμε ακόμη πολλά γενέθλιά του.
Γιούλα Σαρδέλη: Ένα κεράκι όχι μόνο γενεθλίων αλλά και μνήμης
Τα γενέθλια για τον περισσότερο κόσμο είναι αφορμή χαράς - και γιατί όχι άλλωστε. Έτσι θα κάνουμε και εδώ, σε αυτό το ωραίο αφιέρωμα. Πρέπει να δώσουμε λίγη χαρά σε αυτές τις μέρες του καλοκαιριού, που μπορεί να είναι όμορφες και ενδιαφέρουσες, αλλά σούρνουν μαζί τους μια επικαιρότητα που για πολλούς συνανθρώπους μας είναι δύσκολη, για να μη πω μαύρη κι άραχνη.
Το “Κύμα” για πολύ πολύ κόσμο, είναι παρέα, μεζέδες, καφές “Σπίνου”, τσίπουρο “Νταραίος” και ούζο “Καλλικούνη”. Για άλλους είναι το μοναδικό μέρος που “αναβίωσε” τον μπακαλιάρο τσιλαδιά. Για κάποιους άλλους είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Σε αυτές τις λίγες γραμμές θα κουράσω το αναγνωστικό κοινό του αγαπητού “kalamata journal” και θα ξεδιπλώσω τις δικές μου, λίγο πιο αλλιώτικες σκέψεις.
Το “Κύμα” για μένα είναι συνυφασμένο με τον “Πολιτιστικό αντίλογο”. Αυτή την ωραία παρέα φίλων, τρελαμένων με τα γράμματα και τις τέχνες, που αδιάκοπα εδώ και τόσα χρόνια βάλθηκαν να μας παρασύρουν σε συζητήσεις, αναλύσεις, διαφωνίες και διαβάσματα. Βραδιές, απογεύματα, κοπές αλμυρής βασιλόπιτας, εκθέσεις. Δε βαρεθήκαμε ποτέ στο “Κύμα”. Πάντα μάθαμε κάτι ακόμα, κάτι καινούριο. Γνωρίσαμε συγγραφείς και ποιητές, εικαστικούς και φωτογράφους. Φωτογράφους...
Για μένα το “Κύμα” είναι οι άνθρωποι του. Και οι άνθρωποι του “Κύματος” ήταν και είναι εκείνη η εμβληματική έκθεση πορτρέτων του Μίμη Ζώη. Τα σκέφτομαι, τα θυμάμαι τα ασπρόμαυρα πορτρέτα, ανακαλώ τα βλέμματα τους, επιζητώ την παρέα των ανθρώπων που δεν είναι πια εδώ…
Στα γενέθλια λέμε για τους κατοικούντες σε τόπο χλοερό; Ξεπηδάει από μέσα μου η ανάγκη να πω, θέλω να τους μελετήσω. Θέλω να πω ότι δε τους ξεχνάω. Θέλω να πω ότι λείπουν στους δικούς τους και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Στα γενέθλια του “Κύματος”, αν και αυτό δεν αφορά κανέναν, νιώθω πληρότητα. Νιώθω πως δε μου λείπει τίποτα.
Είμαι πλήρης γιατί στο “Κύμα” άκουσα για το Θόδωρο Αγγελόπουλο, για την Κική Δημουλά, για το Μιχάλη Κατσαρό. Είδα τα βιβλία της Σοφίας Φίλντιση στα ράφια και συζήτησα για τον μπάρμπα Ντίνο Μακρόπουλο. Με αφορμή τις φωτογραφίες του τοίχου, φέρνω στη μνήμη μου την “Ελλαδογραφία” του Γιώργου Τσαγκάρη και τα “Σκουπίδια” του Μιχάλη Τούμπουρου. Θυμάμαι που στο “Κύμα” καθόμουν με το Χάρη Χαραλαμπόπουλο και έβλεπα απέναντι σε μια γωνία πάντα το στωικό βλέμμα του πατέρα των δημιουργών του μαγαζιού αυτού, του Σταύρου Ζαγάκου. Όλοι τους ήταν κομμάτια του και φυσικά παραμένουν μέχρι και σήμερα.
Στα γενέθλια σβήνουν κεριά. Εύχομαι το “Κύμα” να σβήσει άλλα τόσα κι άλλα τόσα, όπως κάνει φέτος και να δώσει ένα απάγκιο για όλους μας, για εκείνους που θέλουν να περάσουν καλά, να βγάλουν στους φίλους τα εσώψυχα τους, να ερωτευτούν.
Το κείμενο αυτό είναι σαν ένα κεράκι - όχι μόνο γενεθλίων, αλλά και μνήμης, για όλους τους προαναφερόμενους. Ούτως ή άλλως στη ζωή είναι όλα μπλεγμένα. Η απώλεια και η παραμονή, η ελπίδα και η απογοήτευση, το παρελθόν και το μέλλον. Χρόνια πολλά, και σας ευχαριστούμε.
Μιχάλης Δημητρακόπουλος: Για τη σωτηρία της ψυχής μας…
“Το μαγαζί του Ανδρέα, πέρα από το ότι είναι μεζεδοπωλείο, φιλοξένησε πάρα πολλές εκδηλώσεις, λόγου κυρίως, με λογοτέχνες όπως ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, η Σοφία Νικολαΐδου, ο Ισίδωρος Ζουργός, ο Δημήτρης Μίγγας, ο Κώστας Ακρίβος, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος και πολλούς άλλους.
Ξεκινήσαμε περίπου ένα-δυο χρόνια μετά το άνοιγμα του μαγαζιού με μια σειρά παρουσιάσεις βιβλίων, σε μια εποχή που ακόμα δεν γίνονταν τέτοιες εκδηλώσεις στην Καλαμάτα.
Ήταν σημαντικό αυτό που γινόταν στο μαγαζί του Ανδρέα, γιατί δινόταν μια ευκαιρία σε φίλους Καλαματιανούς να έρθουν σε επαφή με δημιουργούς, να γνωρίσουν το έργο τους, να κουβεντιάσουν μαζί τους. Σε αυτή τη βάση το “Κύμα” έπαιξε πολύ σπουδαίο ρόλο στη ζωή της πόλης, κάνοντας σημαντικές εκδηλώσεις αλλά κρατώντας χαμηλό προφίλ.
Βασική μας επιδίωξη επίσης ήταν πάντα οι συνεργασίες και συνεργαστήκαμε με διάφορους φορείς σε πάρα πολλές εκδηλώσεις, ενώ πολλά κάναμε έχοντας την αιγίδα της Φάρις και του Δήμου Καλαμάτας.
Θέλω να σταθώ στο πρόγραμμα εκδηλώσεων με τίτλο “bookwalk” τις οποίες είχαμε διοργανώσει στο πλαίσιο των Παγκόσμιων Ημερών Βιβλίου, σε συνεργασία με βιβλιοπωλεία της πόλης, με bar και με άλλα καταστήματα εστίασης. Το πρόγραμμα περιελάμβανε περίπατο σε βιβλιοπωλεία που συμμετείχαν προσφέροντας βιβλία με έκπτωση, τα bar έφτιαχναν κοκτέιλ που πίνουν ήρωες λογοτεχνικών έργων, τα εστιατόρια έφτιαχναν πιάτα που επίσης υπάρχουν σε λογοτεχνικά κείμενα. Ήταν πολύ επιτυχημένες εκδηλώσεις και με μεγάλη προσέλευση και από μεγάλους και από παιδιά.
Αυτό που αποδείχτηκε είναι ότι δεν ήταν δύσκολο να γίνουν όλα αυτά. Σχεδόν ποτέ δεν αρνήθηκε κάποιος να έρθει και να παρουσιάσει τη δουλειά του στο “Κύμα”. Κάποιες εκδηλώσεις δεν γινόταν να χωρέσουν στο μαγαζί και αναγκαστικά πηγαίναμε σε άλλους διαθέσιμους χώρους. Αυτό απαιτούσε μια δουλειά, μια προετοιμασία, αλλά εμείς νιώθαμε ευχάριστα, μας άρεσε να παρουσιάζουμε τη δουλειά σημαντικών ανθρώπων.
Με τον κορονοϊό αυτά σταμάτησαν αλλά σκεφτόμαστε διάφορα πράγματα για τον χειμώνα που έρχεται, γιατί η κατάλληλη εποχή για εκδηλώσεις είναι τον χειμώνα που το “Κύμα” είναι ελεύθερο.
Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να γίνουν αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας Ζαγάκος, ο ιδιοκτήτης του χώρου, ο οποίος είχε την όρεξη και του άρεσε να γίνονται τέτοιες εκδηλώσεις. Ούτε εκείνος ούτε κάποιος από τους υπόλοιπους τα έκανε όλα αυτά για διαφήμιση ή για κάποια άλλη σκοπιμότητα. Όλα αυτά έγιναν “για τη σωτηρία της ψυχής μας”.