Προσωπικά, την παράσταση την εξέλαβα σαν επίκληση στον ανθρωπισμό, σαν επίκληση στην συμπόνια. Μια συμπόνια που δεν μεμψιμοιρεί, μια συμπόνια που καταφέρνει να λιώσει την πανοπλία του καθενός μας “Τι με νοιάζει εμένα”. Μια συμπόνια που αφυπνίζει συνειδήσεις μέσα από τα δεινά του άλλου -του “άλλου” αυτού του ξένου που τρομάζει πολλές φορές με τη διαφορετικότητά του-. “Να είμαστε αυτό που είμαστε” όπως ξεστομίζει με κάθε ευκαιρία η Σάλι. Μια φράση απαύγασμα λαϊκής σοφίας από τα χείλη μιας γυναίκας που αιμορραγεί έχοντας κοιτάξει κατάματα το τέρας που κουβαλάει μέσα της και που τελικά θα συντριβεί έχοντας βρεθεί στον πάτο της κοινωνίας με την φτώχεια και τον φασισμό να πνίγουν κάθε προσπάθεια να αναπνεύσει κανείς ελεύθερα, χωρίς φόβο.
Σε μια εποχή που το έργο γίνεται επίκαιρο παρά ποτέ, καθώς η ανάδυση των φαντασμάτων του παρελθόντος ρατσισμός, ξενοφοβία, φασισμός παίρνει ολοένα και πιο τρομαχτικές διαστάσεις, η παράσταση έρχεται να στηλιτεύσει ευθέως το φόβο. Σε μια μικρή κοινωνία, όπως η Καλαμάτα που ντροπιάζεται επιτρέποντας να κυματίζουν στην πλατεία της ναζιστικά εκτρώματα (σημαίες της Χρυσής Αυγής), που ντροπιάζεται επιτρέποντας να καρφιτσώνεται πάνω στο βουνό της, το Καλάθι, μια γιγαντιαία ελληνική σημαία, η παράσταση του Cabaret έρχεται να βάλει τις βάσεις για ένα δημόσιο διάλογο που χρειάζεται όσο ποτέ άλλοτε. Που είναι η δική μας ευθύνη ως άνθρωποι καταρχάς αλλά και ως κάτοικοι αυτής της πόλης; Πως επιτρέπουμε εμείς στο μικρόκοσμό μας, στην πόλη μας, συμμορίες όπως η Χρυσή Αυγή που διακηρύσσουν ανοιχτά την μισαλλοδοξία σκοτώνοντας ανθρώπους επειδή έχουν διαφορετική γνώμη από τη δική τους, να στοιχειώνουν με φόβο τις ψυχές μας κυματίζοντας με θράσος πάνω στην κεντρική πλατεία σύμβολα του μίσους και της απανθρωπιάς; Πως επιτρέπουμε να γίνονται αντικείμενο καπήλευσης τα εθνικά μας σύμβολα, όπως η σημαία μας, για να διακηρύξουν την ξενοφοβία. Υπάρχει κάποιος εδώ στην Καλαμάτα που δεν γνωρίζει πως είμαστε σε ελληνικό έδαφος; Προς τι, λοιπόν, η ανύψωση της γιγάντιας σημαίας πάνω στο Καλάθι;
Η Ελλάδα είναι χώρα υποδοχής ενός τεράστιου ρεύματος ανθρώπων ξεριζωμένων είτε από την ανέχεια είτε από τον πόλεμο. Το φαινόμενο αυτό είναι φυσικά μια πραγματικότητα οδυνηρή για όλους τους εμπλεκόμενους. Και για τους ανθρώπους που καταφεύγουν στην Ελλάδα με ξεκάθαρο στόχο την επιβίωση τους και με το όνειρο μιας καλύτερης ζωής για αυτούς και τις οικογένειές τους, αλλά και για τους ανθρώπους που μένουν ήδη στην Ελλάδα που έχουν να παλέψουν με τις δυσλειτουργίες που προκαλεί η απουσία οργανωμένων δομών που θα εξασφάλιζαν μια υποτυπώδη φιλοξενία σε αυτούς τους ανθρώπους. Το πρόβλημα μεγάλο και η κουβέντα των προεκτάσεων σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο επίσης μεγάλη. Αυτό όμως που έχει σημασία να επισημανθεί -και έγινε τόσο πετυχημένα με την παράσταση του Cabaret- είναι πως δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε πως είμαστε όλοι άνθρωποι ανεξάρτητα από το χρώμα, τη φυλή ή το θρήσκευμα που ενστερνιζόμαστε, συνοδοιπόροι όλοι στο πολύπαθο ταξίδι της ζωής. Σήμερα είναι αυτοί οι ξεριζωμένοι, αύριο θα είμαστε εμείς.
Κατά τη γνώμη μου η εξαίρετη ερμηνεία όλων των ηθοποιών αυτό ακριβώς κατόρθωσε να αναδείξει τον πανανθρώπινο χαρακτήρα του πόνου, που ταλανίζει την ανθρώπινη ψυχή ανά τους αιώνες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου. Οι καημοί είναι κοινοί, τα τέρατα που ο καθένας μας έχει να αναμετρηθεί στο ταξίδι της ζωής του είναι κοινά. Είδαμε στην παράσταση πως ο βαθύς πόνος της ψυχής άλλοτε ακολουθεί το μονοπάτι της αυτοκαταστροφής, άλλοτε το μονοπάτι του μίσους και της εκδίκησης. Εμείς όμως μείναμε με την προσδοκία ή καλύτερα με την ευχή ο δικός μας πόνος να ακολουθήσει το μονοπάτι της αλληλεγγύης.
Η θέαση των παραστάσεων του θεατρικού σχήματος ΣΥΝ 1 Μιχάλης Τούμπουρος κάθε φορά μας γεμίζει αισιοδοξία και προσμονή για την επόμενη επιλογή έργου -μηνύματος. Φυσικά, κατά κοινή παραδοχή, οι ερμηνείες του κομπέρ και της Σάλι κατέπληξαν. Ο σαρδόνιος κομπέρ μια εμβληματική φιγούρα σάτυρου με στοιχεία από παλιάτσο συμπλέκει την οδύνη με τη φάρσα. Τα άρτια τεχνικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών η κίνηση, η φωνή, η ερμηνεία εκτινάχτηκαν στην σφαίρα του επαγγελματισμού για άλλη μια φορά. Όλοι οι μύστες του θεατρικού σχήματος έχουν γίνει με τα χρόνια δικοί μας άνθρωποι και ένα από αυτά που συγκινεί περισσότερο μέσα στην πορεία του χρόνου είναι να παρατηρείς τις αλλαγές, την πορεία προς την ωριμότητα. Όλοι κάνουν κατάθεση ψυχής από τον πιο μικρό ρόλο ως τον πιο μεγάλο. Όλοι συνθέτουν το πολύτιμο ψηφιδωτό, όλοι τους αναντικατάστατοι: από τους αδίστακτους ναζιστές που αποδίδουν τον πόνο της ψυχής τους και το σάλεμα του νου μέσα από ένα πολύ δουλεμένο βλέμμα μίσους που μόνο αποστροφή μπορεί να προκαλέσει, μέχρι και την αγνή εβραιοπούλα που συνταράσσεται από τον έρωτα ενός ζιγκολό. Όλοι φτιάχνουν μια πυραμίδα σταθερή που πάνω της ανυψώνεται η τέχνη και ο πολιτισμός.
Έναν πολιτισμό αγνό που ξεκινάει από ανθρώπους και καταλήγει σε ανθρώπους, σαν προσφορά, σαν δώρο. Έναν πολιτισμό που δεν έχει καμία σχέση με κούρσες εντυπωσιασμού για πολιτιστικές πρωτεύουσες. Υπάρχει κανείς στην Καλαμάτα που να αναρωτιέται ποιο ήταν το κίνητρο της αγωνίας των ιθυνόντων (δημαρχαίων και λοιπών) για το αν θα επιλεγεί η πόλη μας ως πολιτιστική πρωτεύουσα 2021. Νομίζω πως όχι! Ακόμα και όσοι στήριξαν την καμπάνια της πολιτιστικής πρωτεύουσας ήξεραν πως το κίνητρο ξεκάθαρα ήταν το κέρδος, τα πορτοφόλια των επισκεπτών. Αυτά σκέφτονταν και κλαίγανε και όχι τον πολιτισμό, όχι το σμίξιμο των ανθρώπων των τεχνών για ελεύθερη έκφραση και δημιουργία.
Συμβιώνουμε με μια δημοτική αρχή που δεν στηρίζει ούτε στο ελάχιστο τον αυθεντικό πολιτισμό. Επιλέγει να αναλώνεται και αναλίσκει τους δημόσιους πόρους σε κακόγουστες φιέστες: καρναβάλια, στολισμούς και λευκές νύχτες! Ο μόνος γνώμονας που χαράσσει δράσεις είναι το χρήμα με αισθητικό δείκτη ενός φτωχού παρόντος που διψάει για εικόνες από το ένδοξο παρελθόν. Τα λεφτά δεν φτάνουν ποτέ για ουσιαστική οικονομική ενίσχυση καταξιωμένων φορέων πολιτισμού της πόλης. Ούτε μια απλή διευκόλυνση στις εκδηλώσεις πολιτισμού, όπως η παραχώρηση του αμφιθεάτρου στο πνευματικό κέντρο, δεν περνάει από τα στενοκέφαλα μυαλά τους.
Γιατί λοιπόν να γίνει η πόλη μας πολιτιστική πρωτεύουσα, αφού οι ιθύνοντες δεν επιθυμούν οι ιδέες να διακινούνται ελεύθερα, δεν επιθυμούν να δημιουργούνται εστίες πολιτισμού ανοιχτές στην κοινωνία, δεν επιθυμούν τα πολιτιστικά αγαθά από τις δημοτικές επιχειρήσεις πολιτιστικής ανάπτυξης (ωδείο, σχολή χορού, εικαστικό εργαστήριο) να διαχέονται σε όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης. Όσο ποτέ άλλοτε σε αυτή την κοινωνική συνθήκη οι άνθρωποι και ιδίως η νέα γενιά χρειάζεται να αναπτύξουν αντιστάσεις απέναντι στη λαίλαπα του ρατσισμού και σίγουρα σε αυτό βοηθάει η βιωματική επαφή με την τέχνη και τον πολιτισμό.