Και όμως, τσεκούρια, βαργιοπούλες κ.λπ εργαλεία αγροτικά πήραν θέση…
Μετά το τουφεκίδι που λέγαμε στη 2η συνέχεια άκουγες συνεχώς ν’ αλλάζουν οι ήχοι και να λιανίζεται το «Στούκας».
«Κακό του κεφαλιού του» νομίζω σας έγραφα στο προηγούμενο.
Άλλοι έβγαλαν τα καθίσματα. Αυτοί, περισσότερο τυχεροί, ήταν οι πρώτοι. Άλλοι έκοβαν τα λάστιχα των τροχών. Άλλοι λαμαρίνες για τα κοτέτσια τους. Άλλοι δοκούς αλουμινίου για τις κληματαριές τους. Δυο-τρεις μάλιστα δοκοί υπάρχουν ακόμη σε κληματαριές ή σ’ άλλη χρήση.
Πολύ θαρραλέοι αυτοί που «περιποιήθηκαν» τη 250άρα βόμβα.
Η βόμβα λοιπόν κόπηκε στη μέση με σιδηροπρίονο και την έκαναν δύο μερίδια.
Το εκρηκτικό υλικό της βόμβας έγινε ο φονιάς των ψαριών, δυναμίτες, ισχυρά μπαμ-μπουμ για τους ψαράδες του είδους αυτού. Κρότοι λοιπόν κι’ από ‘κει ισχυροί που μας φόβιζαν και μας ξάφνιαζαν.
Τα δύο κομμάτια τ’ ατσαλιού έγιναν καμπάνες κι’ ακούγαμε νταν-ντουν μέχρι που έγιναν παλιοσίδερα. Το κομμάτι που ήταν η θέση του επικρουστήρα είχε καλή τύχη. Έγινε γλάστρα με λουλούδια.
Η στιγμή που ήταν το λυπάσαι, για το φονικό που το ‘βρε, το «κακόμοιρο» το Στούκας –που πέρναγε άλλοτε και κατουριόμαστε από φόβο και κρυβόμαστε- ήταν όταν το βάρος της μηχανής, αφού αλάφρυσε πίσω, το έκανε να βουτήξει η μούρη του στο χώμα…
Η ουρά του ψηλά και το κεφάλι στο χώμα!
Ευτυχώς που δεν έκανε κανείς τη σκέψη για αστείο να βάλει ψηλά στην ουρά καμιά υποψία σημαίας. Θα μας ψάχνανε για σαμποτέρ. Θα μας τουφέκιζαν οι Ιταλοί.
Ξαναλέγω λοιπόν, σε ξένο χώμα βούτηξε, κακό του κεφαλιού του.
Οι Ιταλοί όμως, βασιλικότεροι του βασιλέως, θεώρησαν πως θα προσφέρανε μεγάλη υπηρεσία στη Γερμανία αν ανοίξουν «φάκελο Στούκας».
Ήρθαν λοιπόν και άρχισαν να ψάχνουν τα σπίτια μέσα κι’ έξω για να εύρουν πειστήρια του εγκλήματος, του σαμποτάζ.
Έψαχναν κυρίως τα κοτέτσια της περιοχής μας και όπου έβρισκαν ένα κομμάτι λαμαρίνας κατέγραφαν ονόματα και άλλα στοιχεία.
Ένας καραμπινιέρος καλοθρεμμένος ανέβηκε τη σκάλα στο χαγιάτι, 7-8 σκαλιά, του μπάρμπα Θοδωρή του Σινάνη και άρχισε να κλωτσά για να σπάει την πόρτα. Η πόρτα άντεξε και στην τέταρτη κλωτσιά μπάταρε το σώμα του προς τα πίσω και αφού έσπασε το ξύλινο κάγκελο έπεσε κάτω στο χώμα μισοανάσκελα…
Δεν έπαθε κάτι σοβαρό, σηκώθηκε, έτριβε τα πισινά του και το ένα του πόδι.
Είχε σκάσει που δεν τα κατάφερε και έβριζε «πόρκα Μαντόνα», «πόρκο Ντίο» κι εμείς, καθώς έφευγε, γελούσαμε και μας έφυγε ο φόβος γιατί, αν έσπαγε η πόρτα, θα έβρισκε το δίκαννο του μπάρμπα Θοδωρή και τότε αλλοίμονό μας.
Βουή που θα μας έβρισκε έλεγε η θεια Γρηγόραινα.
Τότε τα μάτια της γιαγιάς, που παρακολουθούσε τα πάντα, είδαν ένα καραμπινιέρο να κυνηγάει μια κότα της να την πιάσει. Αντικρύσαμε αμέσως τη γιαγιά να αρπάζει μια σαροματίνα και να κυνηγάει τον καραμπινιέρο, μέχρι που του πέταξε τη σαροματίνα πετυχαίνοντάς τον λίγο. Εκείνος παράτησε την κότα κι’ έφυγε να πάει κοντά στους άλλους συναδέλφους του, που του φώναζαν.
Πιστεύω τώρα που θυμάμαι την εικόνα πως δεν υπήρξε σκληρός στη γιαγιά επειδή δεν πήγε παλικαρίσια να πάρει την κότα αλλά σαν ένας κοινός κλεφτοκοτάς…
Εμείς παραμένουμε στο θέμα και στην επόμενη Αερομαχία, που έχει και δραματικά στοιχεία, θα ειπούμε τα τελευταία.
Φίλοι μου σας φιλώ με αγάπη και σας ευχαριστώ που διαθέσατε χρόνο να με ανεχθείτε.
Συνεχίζεται…