Δύο σύγχρονοι μονόλογοι γραμμένοι στο χαρακτηριστικό ύφος του Σταύρου Τσιώλη, που μέσα σε μια ατάκα μετουσιώνεται όλη η πνευματική διεργασία σε ροή καταιγιστική, περίτεχνα κλιμακούμενη, αστεία μα συνάμα και δραματική. Δύο ιστορίες ανθρώπων, που ενώ φαινομενικά δεν έχουν τίποτα κοινό, εξελίσσονται με φόντο την ίδια μουσική υπόκρουση: Τον ήχο της απουσίας. Ένα οξύμωρο σχήμα που πολύ εύστοχα συνθέτει την ενότητα των δύο μονόπρακτων του Τσιώλη, που στέκει πιστός στις αρχές του θεάτρου του παραλόγου, συνεπαίρνοντας για ακόμη μια φορά τους φανατικούς ακόλουθούς του.
Αφουγκράζεται.
Τίποτα. Η αβάσταχτη, ανυπόφορη σιωπή.
Τίποτα. Μόνο ο ήχος της απουσίας.
Ο κύριος Αριστείδη, δημοπράτης, στέκει μπροστά μας χωρίς προσχήματα ως μια εντελώς παρηκμασμένη περσόνα. Μια περσόνα, που στην ελληνική τηλεοπτική πραγματικότητα είναι υπαρκτή και αμέσως έρχεται, τουλάχιστον στο δικό μου νου, η εικόνα κάποιου που φωνασκεί διαλαλώντας την καλή ποιότητα χαλιών ή τον αξιομνημόνευτο πνευματικό πλούτο εγκυκλοπαίδειας ή την αστραφτερή λάμψη ενός πετραδιού πάνω σε μονόπετρο. Πάντα αναρωτιόμουν τι τρέλα κουβαλάνε αυτοί οι άνθρωποι και ποιος τελικά παρακολουθεί τέτοιες εκπομπές. Μέχρι που ανακάλυψα οικείο πρόσωπο να έχει αγοράσει μέσα από τηλεοπτική δημοπρασία. Μα καλά, πως γίνεται αυτό; …μα πως να περάσουν οι αβάσταχτες ώρες της αυπνίας.
Μοναξιά.
Ματαίωση.
Κάποτε ήμασταν κι εμείς νέοι.
Ο Αριστείδης είναι θυμωμένος για την απουσία των δεσποινίδων που θα απάνταγαν τα τηλέφωνα, για την απουσία του σκηνοθέτη που θα έκανε τα κοντινά, στο βάθος για τη ζωή που φοβήθηκε να σκηνοθετήσει ο ίδιος. Ο Αριστείδης είναι θυμωμένος για τη μάνα αδηφάγο. Φοβάμαι, αναγνωρίζει ο Αριστείδης, μη με στείλει και μένα και πως θα ζήσει μόνη της. Ποιος θα την φροντίζει; Γελάς και σπαράζεις ταυτόχρονα, γιατί στο πρόσωπο του Αριστείδη αναγνωρίζεις παραμεγαλωμένα ‘παιδιά’ που βλέπουν να τους καταβροχθίζει η αδηφάγος μάνα, αλλά δεν διανοούνται να μετατοπιστούν για να γλιτώσουν.
Τι μπορεί να γίνει η θρυαλλίδα που θα ανάψει την πυρκαγιά;
Η Γωγώ, η γυναίκα του αστροναύτη, λαχταρά να μιλήσει σε κάποιον και της βρίσκει ο Τσιώλης έναν πλασιέ. Σε αυτόν ξεφορτώνει όλη την αγωνία και την απόγνωσή της. Δεν μπορείτε να φανταστείτε, λέει, πόσοι πόνοι υπάρχουν! Πόνοι να δουν τα μάτια σου …πόνος για τη φθορά του χρόνου, πόνος για τις ματαιώσεις που φέρνει η ζωή, πόνος για την περηφάνεια -από οικογενειακή παράδοση- που περιχαρακώνει τη ζωή, πόνος για την απουσία επαφής, πόνος για τα παιδικά τραύματα, πόνος για μια καθημερινότητα που πάει αγκαζέ με το θάνατο, πόνος για τα παιδιά που δεν γνώρισες, πόνος να περιμένεις κάτι που δεν έρχεται. Όσο και αν έχω πονέσει, όσο και αν έχω ματώσει, αναγνωρίζει η Γωγώ, εγώ θα μείνω, θα μείνω κοντά του. Γιατί θα μείνει η Γωγώ; Η Γωγώ είναι μια περσόνα ετερόφωτη, είναι περισσότερο γυναίκα του άντρα της, παρά Γωγώ.
Και οι δύο ήρωες συντρίβονται ο Αριστείδης με αργό και σταθερό βήμα τραβάει για τη μαύρη τρύπα της καταπιόνας της μάνας. Η Γωγώ με πλούσιο δάκρυ τραβάει για τη μαύρη τρύπα της καταπιόνας του άντρα. Το τέλος και στις δύο ιστορίες, αν και μη παρηγορητικό, μου θύμισε τα λαϊκά παραμύθια -να θυμηθώ, να μην ξεχάσω- η συγχώνευση δεν επιτρέπει στον ήρωα να ενηλικιωθεί.