Ευχαριστώ την Καλλίεργον και προσωπικά τη Βασιλική Κατέρη για τη συνεργασία στην προετοιμασία της εκδήλωσης αυτής. Ευχαριστώ και τους λοιπούς συμμετέχοντες, τη Μαρία Τομαρά για το συντονισμό της εκδήλωσης, τον Βαγγέλη Ποτέα και τη Χριστίνα Τζιάλλα για την ανάγνωση αποσπασμάτων της ποιητικής συλλογής.
Εσείς που είστε εδώ μαζί μας σήμερα γνωρίζετε ποιος είναι ο Θανάσης Παντές. Από τις σημαντικότερες δημοσιογραφικές μορφές της πόλης, οξυδερκής, εμβριθής, με αποσκευές γεμάτες λογοτεχνικές αναφορές και ιστορικά παρασκήνια, ένας απολαυστικός συνομιλητής, ένας πνευματικός άνθρωπος παλαιάς κοπής με αστική ευγένεια αλλά και πηγαία λαϊκότητα.
Η έκδοση του βιβλίου και η σημερινή εκδήλωση σηματοδοτούν για τον Θανάση και για εμάς, το αναγνωστικό κοινό του, μια πολυαναμενόμενη επιστροφή. Επιστροφή στην πόλη μας για αυτόν τον κατ’ επιλογή Μεσσήνιο, επιστροφή στην άμεση επικοινωνία με το κοινό μετά την αναπάντεχη «σίγαση» της Φωνής και ενώ τα «Ζουρναλίσματα» έχουν αρχίσει να εδραιώνουν δειλά δειλά τη δημοσιογραφική τους παρουσία. Γύρισε σπίτι λοιπόν ο Θανάσης, εδώ στην Καλαμάτα, και η ποιητική και όχι μόνο επιστροφή του κάνει τη μνήμη μας να εγείρεται με νέες, καλλιτεχνικές απαιτήσεις, αν μου επιτρέπεται να παραφράσω τον στίχο του.
Μετά από πολλή περίσκεψη, αποφάσισα να μην προσεγγίσω το βιβλίο με αυστηρά φιλολογικούς όρους, σταχυολογόντας καλολογικά στοιχεία, ανιχνεύοντας καλλιτεχνικές συνάφειες και επιχειρώντας θεματικές και άλλες κατατάξεις. Θα μου επιτρέψετε λοιπόν να μιλήσω για το βιβλίο με το θυμικό. Άλλωστε από το θυμικό εκπορευόμενος νομίζω ότι το έγραψε ο ποιητής.
«Απορρυθμιστής συμβάντων» λοιπόν τιτλοφορείται η τέταρτη ποιητική συλλογή του Θανάση Παντέ, μετά τα
(2002) Τι όμορφα που κατοικώ στον εαυτό μου, Μπαρτζουλιάνος Ι. Ηλίας
(2012) Το ποίημα δεν πουλάει, Εκδόσεις Φαραί
(2016) Μικρή ανθολογία Μεσσήνιων Ποιητών, Εκδόσεις Φαραί, αναλαμβάνοντας την εισαγωγή, την ανθολόγηση και το επίμετρο και τέλος
(2018) Εποχές εωσφόρου μνήμης, πάλι από τις Εκδόσεις Φαραί.
Όπως και στις προηγούμενες ποιητικές συλλογές του Θανάση, έτσι και εδώ ο τίτλος έχει αντληθεί από τους στίχους ενός εκ των περιεχομένων ποιημάτων, εν προκειμένω το ποίημα με αριθμό 18 (XVIII).
Η ίδια η έκδοση του βιβλίου είναι από μόνη της ως γεγονός ξεχωριστή, καθώς σηματοδοτεί την πρώτη εκδοτική απόπειρα της νεοσύστατης Καλλίεργον και επισφραγίζει την μακρόχρονη φιλία και καλλιτεχνική συμπόρευση του Θανάση με τη Βασιλική Κατέρη.
Το κομψό αυτό μικρό τομίδιο εμπεριέχει στις 45 του σελίδες 29 ποιήματα, εκ των οποίων το ένα πρελούδιο. Όλα τα ποιήματα φέρουν λατινικούς αριθμούς αντί τίτλου, δύο μόλις είναι έντιτλα, το ένα αριθμημένο, το άλλο όχι. Το δικό μου αντίτυπο είναι το 15ο από τα πρώτα 100 που κυκλοφόρησαν. Το εξώφυλλο αποτελεί αναπαραγωγή παλαιότερου εικαστικού έργου μικτής τεχνικής της Βασιλικής με τίτλο «Αέναο Ι» με τις γνώριμες ρόδες ποδηλάτου να αποτελούν νοητή και νοηματική συνέχεια της συλλογής «Το ποίημα δεν πουλάει».
Η πορεία προς την αυτογνωσία και την ωριμότητα, που είχε χαραχθεί ήδη στο «Ποίημα δεν πουλάει», με ελαφρά τότε κριτική διάθεση και με μια σκεπτόμενη απαισιοδοξία συνεχίστηκε μέσα από τη μνήμη, τη διάψευση και την καταφυγή στην ποίηση ως προσπάθεια λύτρωσης στο «Εποχές εωσφόρου μνήμης». Στο «Απορρυθμιστής συμβάντων» η ποίηση του Παντέ λαμβάνει τη μορφή όχι απολογίας αλλά εκμυστήρευσης, με έντονο το στοιχείο της αποτίμησης, της ματαιότητας, της απαισιοδοξίας που όμως δεν ανακόπτουν διόλου την αέναη αναζήτηση ταυτότητας και συμπαντικών απαντήσεων. Η πορεία προς την αυτογνωσία μοιάζει εδώ να προσεγγίζει το τέρμα της.
Μετρικά, ακολουθείται η γνώριμη μοντερνιστική προσέγγιση του Παντέ: στίχοι απελευθερωμένοι από συλλαβικές δεσμεύσεις και ασφυκτικούς συντακτικούς περιορισμούς, αφθονία συμβόλων, εικόνων και μεταφορών. Ο λόγος είναι συχνά ελλειπτικός, παρατακτικός, σύντομος αλλά πυκνός. Με το αυτοβιογραφικό στοιχείο να κυριαρχεί, η γραφή είναι συνειρμική, υπαινικτική και πολύσημη. Μια μικρή απόπειρα ομοιοκαταληξίας συναντάμε στο ποίημα 19, αλλά μόνο ως δοκιμή μπορεί να γίνει αντιληπτή: δεν ήταν άλλωστε αρκετή ώστε να πείσει τον ποιητή να υπακούσει στις στιχουργικές επιταγές της συμβατικής ποίησης. Η σουρρεαλιστική επιρροή είναι ξεκάθαρη, ειδικά σε ποιήματα όπως το 21.
Ο Θανάσης Παντές βρίσκεται σε έναν συνεχή διακειμενικό διάλογο με τα διαβάσματά του και με τον ίδιο του τον εαυτό: μετά τον «Γυάλινο Κόσμο» του Tennessee Williams (10 Χ), κλείνει ανεπαίσθητα το μάτι στο καβάφειο «πρώτο σκαλί», αντιτάσσοντας το δικό του τελευταίο σκαλί: (εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι / πως έφτασες στο τελευταίο σκαλί). Καταφεύγει για μια ακόμη φορά σε μυθολογικά στοιχεία για να σμιλεύσει τις εικόνες του (Τειρεσίας (12), Φαιδριάδες πέτρες, Σκύλα και Χάρυβδη (15), Οδυσσέας (19) και ο σύντροφός του Ελπήνορας (21)
Η διακειμενικότητα λαμβάνει διαστάσεις αυτοαναφορικότητας με τον απευθείας διάλογο που ανοίγει με προηγούμενα έργα του ποιητή: η συλλογή εμπεριέχει δύο έντιτλα ποιήματα που παραπέμπουν απευθείας στις ομώνυμες προηγούμενες συλλογές: το ποίημα 26 «το ποίημα δεν πουλάει» και το 27 «τι όμορφα που κατοικώ στον εαυτό μου».
Ο Παντές σε αυτή την ποιητή συλλογή φυλάσσει για τον εαυτό του διπλό ρόλο: είναι ταυτόχρονα αποστολέας και παραλήπτης του ίδιου του μηνύματος, ρήτορας συνάμα και ακροατής, μιλάει για και στον εαυτό του σε μια προσπάθεια να βρει τις απαντήσεις που τόσα χρόνια μάταια αλλά ακατάπαυστα γυρεύει. Μπορεί να λέει ο ίδιος ότι προσπαθεί να κάνει «ποίηση καταφύγιο σε απαρηγόρητους καιρούς, για όσους προσπαθούσαν τουλάχιστον να καταλάβουν» (25), ωστόσο προσπαθεί να παρηγορήσει πρωτίστως τον εαυτό του: «προσπαθεί να κάνει ποίηση για μια ηττημένη θύμηση παλιάς ζωής» (25)
Είτε στο προφανές πρώτο πρόσωπο, είτε στο κεκαλυμμένο τρίτο, ο πρωταγωνιστής είναι πάντα ο ίδιος, χωρίς καμία ψευδαίσθηση αντικειμενικότητας. Φερόμενος ενίοτε ως ένοικος ψευδαισθήσεων, ενίοτε ως κάτοικος βεβαιοτήτων.
Οι ποιητικοί του τόποι, κατά βάση σκοτεινοί, εκτίθενται, διαπλέκονται, επανέρχονται από προηγούμενες συλλογές και ανακυκλώνονται δημιουργικά. Κατά τη γνώμη μου τέσσερις θεματικοί άξονες δομούν το ποιητικό αυτό οικοδόμημα και συνδέονται νοηματικά μεταξύ τους:
- Η ματαιότητα της ύπαρξης, συνειδητοποιημένη πια, εμφιλοχωρεί στη διάψευση των ονείρων, αλλά και στη συμφιλίωση με την πικρή πραγματικότητα:
- Στο σύμπαν του Παντέ «οι διαψεύσεις διαδέχονται η μια την άλλη και η κλεψύδρα των ελπίδων στερεύει» (17 ΧΧVΙΙ) «ο δρόμος για την ύστατη δικαίωση γίνεται πιο ολισθηρός και το φινάλε αναπόφευκτο» (4 ΙV). Ο ποιητής εμφανίζεται «αδικαίωτος» (26). Ο ίδιος λέει για τον εαυτό του: «και έτσι λοιπόν πορεύομαι κι έτσι αναρωτιέμαι, απορίες ξεδιπλώνοντας ζωής από ποίημα σε ποίημα» (7 VII) και αλλού «μάταια όμως! Στο ποτάμι του χρόνου, το νερό της ύπαρξης γρήγορα στέρεψε! Θα ακολουθήσει η αιώνια λήθη» (12 ΧΙΙ)
- Ο χρόνος που περνά, επιφέρει μοιραία τη φθορά και καλεί σε απολογισμό τα πνεύματα που είναι σε επαγρύπνηση. «Σπουδή του χρόνου η ματαιότητα μπροστά στην αναπόφευκτη φθορά, που πάντα έρχεται, όσο κι αν καθυστερήσει» (18) λέει ο ποιητής. Ο ίδιος ο χρόνος χαρακτηρίζεται αδυσώπητος και τα περιθώριά του δεν χαρίζονται σε κανέναν (18). Όσο περνάει, γίνεται περισσότερο πολύτιμος σε σχέση με τις αντοχές που μειώνονται (27).
- Και ο ποιητής «ρακένδυτος, μοναχικός συλλέκτης αναμνήσεων, να αναρωτιέται έναντι του αδηφάγου χρόνου πως πέρασε η ζωή του και δεν πρόλαβε να επενδύσει σε καινούργια όνειρα (…) ρακένδυτος, μοναχικός συλλέκτης αναμνήσεων. Μιας ζωής που έχει χθες και σήμερα, αλλά όχι αύριο» (ΧΙV 14)
- Η αυτοκριτική συνεπακόλουθη, συχνά σκληρή.
- «τυχαία δεν φτάσαμε ως εδώ! Θα πούμε τώρα. Πολλοί οι λόγοι ασφαλώς και η αυτοκριτική αναγκαία» (ΧΧ) αναγνωρίζει. «Τώρα πια είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πως κανένα λάθος δεν γίνεται τυχαία. Και αυτό ασφαλώς κάτι μπορούσε να σημαίνει, αρκεί να ήθελε να το καταλάβει, εννοείται». Έτσι λοιπόν, στο τέλος, ο χρόνος εμφανίζεται να έχει ξοδευτεί και ο ήρωας ψηλαφίζει τα λάθη του αμετανόητος (18). Ψάχνει να καταλάβει πως ανατράπηκαν οι ρόλοι όταν μονολογεί: «είχαμε την εντύπωση πως είμαστε πρωταγωνιστές, αλλά μόνο για κομπάρσους μας είχαν προσκαλέσει» (16 XVi). Ή πάλι αντιλαμβάνεται πως δεν έχει πια λόγο να είναι βασιλιάς, όταν τελειώσει το ποτήρι με το φαρμάκι (13).
- Το απόσταγμα ζωής που πρέπει να κοινωνηθεί σε αυτούς που ακολουθούν ξοπίσω, ως ύστατο ανθρώπινο χρέος. Ο λόγος του άλλοτε παραινετικός: «ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει! Να είσαι πάντα σε ετοιμότητα! Να τραγουδάς και να χορεύεις με τα τρίσβαθα του είναι σου! Άλλωστε η ζωή, γλέντι είναι. Κι ο έρωτας με το θάνατο αντάμα πάνε» (Ι) και άλλοτε αποφθεγματικός, όταν λχ ο ποιητής αναφέρει «δεν έχουμε τίποτα περισσότερο από την ταπεινότητά μας» (ΙΙΙ) ή ακόμα «να μην αφεθείς σε καμία βεβαιότητα θυμό ή λησμονιά τη μνήμη σου να σβύσει.
Παρόλη την έντονα μελαγχολική διάθεση και την υφέρπουσα πικρία, η συνειδητοποίηση της ματαιότητας δεν ευνουχίζει την προσπάθεια του ποιητή, δεν φιμώνει την αναζήτησή του, δεν κατευνάζει το ανήσυχο πνεύμα του. Αραιά εμφανίζονται ψήγματα αισιοδοξίας, αναγκαία τα κρίνει ο ποιητής, και με τη μορφή υστερόγραφου κλείνουν ποιήματα (20). Ήταν αυτή η ενδόμυχη αισιοδοξία που ενέπνευσε στον ποιητή τον αυτοχαρακτηρισμό «απορρυθμιστής συμβάντων». Το γιατί το εξηγεί ο ίδιος:
«αβίαστα προκύπτουν γεγονότα και οικειοθελώς λειτουργώ ως απορρυθμιστής τους. Επενδύω αισιόδοξες σκέψεις στην ωραιοποίησή τους, ελπίζοντας να λειανθούν οι ατιθάσευτες γωνιές της ψυχρότητάς τους. Ελπίζοντας σε μια καλύτερη εκδοχή τους, συμβάλλω στην απορρύθμισή τους. Ενσυνείδητα δρώντας σας προβοκάτορας, χωρίς περιττούς ενδοιασμούς ευαισθησίας» (18)
«η ζωή τελικά δεν χάθηκε, γιατί μέσα του ο ποιητής κράτησε ζωντανό το θηρίο της ύπαρξης» (28)
Ο απολογισμός του Θανάση θα πρέπει να ερμηνευθεί ως αποχαιρετισμός; Θα προτιμήσω να τον ερμηνεύσω ως μια ώριμη, κατασταλαγμένη ματιά σε μια ζωή που διανύει το δεύτερο μισό της ύπαρξής της και, απογυμνωμένη από ψευδαισθήσεις και πλάνες, αποκαλύπτεται, παρουσιάζεται, αυτοαναλύεται ενώπιον όχι Θεού αλλά εαυτού και ανθρώπων.
(18 XVIII)
«ευθαρσώς πλέον μπορώ να δηλώσω
Πως ως απορρυθμιστής συμβάντων,
Φρόντισα να συμβάλω στην αποδόμηση
Πολλών βεβαιοτήτων!
Ξέπλυνα βρώμικες λέξεις
Στο μαύρο πλυντήριο της συγκυρίας,
Για να νομιμοποιηθούν
Στην τυχάρπαστη εγκυρότητά τους.
Μπορεί να τα κατάφερα ενδεχομένως
Αλλά το πλήρωσα με την αδίστακτη σπατάλη
Τόσων σκέψεων που δεν έγιναν ποιήματα
Λέω με κάποιους δισταγμούς.
Καλύτερα ίσως για την ποίηση! σκέφτομαι
Κι αυτή η σκέψη με παρηγορεί όσο να’ ναι!»
Η ποιητική συλλογή που κρατάτε στα χέρια σας είναι νομίζω η απόδειξη ότι δεν ήταν καθόλου καλύτερα για την ποίηση. Εύχομαι στον Θανάση Παντέ να περιορίσει τη σπατάλη σκέψεων και ποιημάτων και να μείνει αυτός ο ίδιος «ανένταχτος και απείθαρχος ονειροπόλος της ζωής ως τη στιγμή του τέλους» (ΙΙΙ)”
Η Νινέτα Σωτηράκη είναι διευθύντρια της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας.
Το κείμενο είναι από την προσέγγιση της στην ποιητική συλλογή του Θανάση Παντέ “Απορρυθμιστής Συμβάντων”, η οποία πραγματοποιήθηκε στα μέσα Φλεβάρη, στην Πινακοθήκη Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης της Λαϊκής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας, στο Πνευματικό Κέντρο.