Στην εποχή του αναγκαστικού κλεισίματος στο σπίτι έγινε και συνεχίζει να γίνεται μεγάλη συζήτηση για την τηλεκπαίδευση και τα οφέλη που μπορεί να υπάρχουν για τους μαθητές. Είναι γεγονός ότι στην πρώτη φάση της πανδημίας οι εκπαιδευτικοί χωρίς επιμόρφωση και απαραίτητη υποδομή, δίχως την κατάλληλη εμπειρία και πολλές φορές τη γνώση ξεπέρασαν τους εαυτούς τους. Αγκάλιασαν τον νέο αυτόν τρόπο διδασκαλίας για να στηρίξουν τους μαθητές τους. Αφιέρωσαν ατελείωτες ώρες για να δημιουργήσουν μαθήματα, ασκήσεις και άλλο υλικό το οποίο με δυσκολία ανέβαζαν στην πλατφόρμα της ασύγχρονης εκπαίδευσης του υπουργείου Παιδείας, η οποία δούλευε με ρυθμό χελώνας. Αν λειτούργησε η τηλεκπαίδευση τότε, οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο μεράκι, στη θέληση και στο πείσμα των εκπαιδευτικών, οι οποίοι κράτησαν για μια ακόμη φορά όρθιο το δημόσιο σχολείο.
Διαπίστωσαν, ωστόσο, ότι αυτή η μέθοδος, πιθανώς κατάλληλη για ενήλικους σπουδαστές, δεν ήταν η ενδεδειγμένη για μαθητές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είχε χαθεί η ομορφιά, η αλληλεπίδραση, η ζεστασιά της σχολικής τάξης. Τα παιδιά, αν και είχαν φυσική παρουσία στην εικονική αίθουσα, ουσιαστικά δε συμμετείχαν στη μαθησιακή διαδικασία για πολλούς και διάφορους λόγους. Οι εκπαιδευτικοί συχνά παρατηρούσαν ότι βαριούνταν, ήταν μουδιασμένα, δεν μπορούσαν να εκφραστούν και ένιωθαν άβολα στο ψυχρό περιβάλλον του Webex. Κανένας, όμως, από το υπουργείο δεν τους ρώτησε ποτέ να μεταφέρουν τα συμπεράσματα τους και να εκφράσουν τη γνώμη τους. Καμιά έρευνα αποτίμησης δεν έγινε για αυτήν την πρωτόγνωρη κατάσταση. Γιατί αν αυτό συνέβαινε, τα ποσοστά των αρνητικών απόψεων για την τηλεκπαίδευση θα ήταν συντριπτικά και κάτι τέτοιο θα χαλούσε την εικόνα ωραιοποίησης που είχε προβάλει το υπουργείο. Αντιθέτως, επιχειρήθηκε να επιβληθεί η τηλεκπαίδευση με την απαράδεκτη απόφαση για τοποθέτηση καμερών στους χώρους διδασκαλίας για να είναι ορατά στους πάντες τα προσωπικά δεδομένα και οι ιδιαιτερότητες μαθητών και εκπαιδευτικών.
Ελάχιστοι δάσκαλοι και καθηγητές σήμερα θα υποστήριζαν ότι η τηλεκπαίδευση είναι η καταλληλότερη λύση για τη δεύτερη φάση της απομόνωσης για τους λόγους που προαναφέρθηκαν και για πολλούς άλλους. Παρόλα αυτά το υπουργείο αλλιώς έκρινε. Πολλά ερωτήματα, ωστόσο, δημιουργούνται και πολλά κενά υπάρχουν. Για παράδειγμα δεν είναι επιβλαβές για την υγεία των παιδιών η παραμονή τους μπροστά σε μια οθόνη από τις 8.30 το πρωί έως τις 2 το μεσημέρι; Τι θα γίνει με τις απουσίες των μαθητών που δεν έχουν σύνδεση, υπολογιστές κλπ ή ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες όπως οι τσιγγάνοι; Τι με τις πολυμελείς οικογένειες που θα πρέπει να χρησιμοποιούν ταυτόχρονα πολλούς υπολογιστές; Πώς θα εξυπηρετήσουν τα αργά σχολικά δίκτυα τους εκπαιδευτικούς που δεν έχουν εξοπλισμό;
Οι ίδιοι άνθρωποι που μας έλεγαν ότι τα σχολεία άνοιξαν με ασφάλεια, οι ίδιοι τα έκλεισαν ξανά. Προφανώς δε θέλουν να παραδεχτούν ότι κακώς λειτούργησαν το Σεπτέμβριο με όλους τους μαθητές στην τάξη, χωρίς προεργασία, σχεδιασμό και εναλλακτικά σενάρια. Η λύση σε αυτή τη φάση ήταν να παραμείνουν τα σχολεία ανοιχτά με τα παιδιά να έρχονται μέρα παρά μέρα, με όριο δεκαπέντε μαθητές στην αίθουσα, με συχνούς ελέγχους για κορονοϊό, προσλήψεις εκπαιδευτικών και καθαριστριών και με αυστηρή τήρηση των μέτρων υγιεινής. Αλλά αυτό προϋποθέτει άλλες πολιτικές επιλογές, τις οποίες η κυβέρνηση της ΝΔ δεν κάνει και διαφορετικούς ανθρώπους, οι οποίοι δε θα προσπαθούν να ρίξουν στάχτη στα μάτια της εκπαιδευτικής κοινότητας, αλλά θα έχουν ευαισθησίες, θα είναι ανοιχτοί στην κριτική και έτοιμοι να αναγνωρίσουν σφάλματα και παραλείψεις. Αυτά τα χαρακτηριστικά δε φαίνεται να τα διαθέτει ούτε ο κ Μητσοτάκης, ούτε η υπουργός Παιδείας, δυστυχώς.
Γιάννης Ανδρουλιδάκης
εκπαιδευτικός στο 1ο Γυμνάσιο Καλαμάτας