Η δε υπερβολική εξοικείωση που αποκτούν τα άτομα αυτά - λόγω της μακράς θητείας - με τον ρόλο τους, υπάρχει κίνδυνος να τα οδηγήσει, σε μειωμένη εργασιακή απόδοση, αρχικά, και στην κατάχρηση εξουσίας, στη συνέχεια. Η περίπτωση του Διευθυντή του Εικαστικού Τομέα του Δήμου Καλαμάτας αποτελεί ένα αυτοδιοικητικό παράδοξο για το νομό μας. Τη στιγμή όπου μια περιοχή υφίσταται πρωτόγνωρη ύφεση και πτώση του βιοτικού (και συνάμα πνευματικού κι αισθητικού) της επιπέδου, και αποζητά εναγωνίως την μετάβαση στη σύγχρονη εποχή μέσω της ανανέωσης, ο υπεύθυνος του Εικαστικού Σχολείου παραμένει ξεχασμένος στον θώκο του για 15 συναπτά έτη, στερώντας -εμμέσως- κατ’ αυτόν τον τρόπο τους συνδημότες του από την ελπίδα για την προσδοκώμενη «αλλαγή σελίδας». Το ερώτημα που πρωτίστως προκύπτει, είναι: γιατί, εφόσον η προβλεπόμενη θητεία στη συγκεκριμένη διεύθυνση είναι τα δύο έτη, ο κύριος αυτός ασκεί καθήκοντα διευθυντή για δεύτερη, συνεχή δεκαετία; Εφόσον δεν υπάρχει θέμα κατάχρησης εννόμου δικαιώματος από μέρους του και πράγματι διαγωνίζεται κάθε τόσο για την θέση, πως καταφέρνει να την κερδίζει ανελλιπώς από το 2006; Είναι, στ’ αλήθεια, τόσο ικανός που δεν έχει αντίπαλο, ή μήπως, κυριολεκτικά, δεν υπάρχει αντίπαλος; Γιατί στον Εικαστικό Τομέα του Δήμου Καλαμάτας δεν έχει υπάρξει η αναμενόμενη εναλλαγή και αντικατάσταση αιρετών προσώπων με τη φυσιολογική συχνότητα που το βλέπουμε να συμβαίνει παντού; Εύλογο είναι η συνεχής και διαδοχική ανανέωση της σύμβασης του νυν διευθυντή να έχει προκαλέσει ερωτηματικά σε πάρα πολλούς συμπολίτες του. Κι αυτό γιατί τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει μάρτυρες της ανεπιστρεπτί συρρίκνωσης και του μαρασμού του Εικαστικού Σχολείου της πρώην σημαντικής κι ελπιδοφόρου Πολιτιστικής Επιχείρησης (ΔΕΠΑΚ). Φυσικά, δεν θα γινόταν λόγος αν η ποιοτική πτώση δεν ελάμβανε χώρα το διάστημα που συμπίπτει επακριβώς με την περίοδο της μακρόσυρτης θητείας του εν ενεργεία διευθυντή. Ωστόσο, σε αντιδιαστολή με τον πρόδηλο μαρασμό της ΔΕΠΑΚ, ο κύριος Διευθυντής του Εικαστικού Τομέα, αν και ήδη εργάζεται στο Δήμο και αμείβεται γενναιόδωρα από αυτόν, έχει αναδειχθεί ως ο κύριος ανάδοχος των περισσότερων δημόσιων έργων που υλοποιούνται στην πόλη μας. Με πιο πρόσφατο, φυσικά, αυτό του αμφιλεγόμενου «Μνημείου Φωτός», η κατασκευή του οποίου είναι σε εξέλιξη στην κεντρική πλατεία της Καλαμάτας. Επόμενο είναι λοιπόν, η τοπική κοινωνία να διερωτάται πως συμβαίνει αυτό, όταν μάλιστα διαπιστώνεται ότι κατ’ επανάληψη δεν προκηρύσσονται εγκαίρως και δημοσίως οι προβλεπόμενοι απ’ το νόμο ανοικτοί διαγωνισμοί για τα έργα που έχουν ανακοινωθεί, και ότι δεν γνωστοποιούνται οι όροι συμμετοχής ή τα αισθητικά κριτήρια που απαιτείται να πληρούνται από τις υποψήφιες προτάσεις. Ακόμη πιο περίεργο είναι που στις επιτροπές που κρίνουν τις υποψηφιότητες και αποφασίζουν για τους νικητές συμμετέχει συνήθως κάποιο μέλος της ΦΑΡΙΣ, του πολιτιστικού φορέα στον οποίο υπάγεται ο Εικαστικός Τομέας του Δήμου, τον οποίο διευθύνει ο κύριος αυτός. Έτσι, αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει είναι να ανακοινώνονται ξαφνικά οι νικήτριες προτάσεις, οι οποίες τυχαίνει να είναι, ουκ ολίγες φορές, οι δικές του. Επειδή όπως όλοι γνωρίζουμε, οι οικονομικές απολαβές για την ανάληψη ενός δημοσίου καλλιτεχνικού έργου είναι εξαιρετικά υψηλές, είθισται οι διαγωνισμοί να είναι ιδιαίτερα σκληροί και να προσελκύουν το ενδιαφέρον πολλών καλλιτεχνών απ’ όλη την επικράτεια. Στην περίπτωση της Καλαμάτας, όλως παραδόξως, οι διαγωνισμοί έρχονται και παρέρχονται αθόρυβα, χωρίς να τους παίρνει ποτέ κανένας είδηση. Αναμφίβολα, με την εμπειρία που έχει αποκομίσει μέχρι σήμερα ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εικαστικού Σχολείου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «βετεράνος» στην διεκδίκηση δημοσίων έργων. Αυτό μαρτυρούν οι πάμπολλες υποψηφιότητές του στους «αθόρυβους» διαγωνισμούς που προαναφέραμε, και οι πανεύκολες νίκες του, στους περισσότερους απ’ αυτούς. Το ότι βρίσκει τον χρόνο, παρά τον φόρτο εργασίας που έχει ως επικεφαλής μιας απαιτητικής επιστασίας, να καταπιάνεται με άλλες, εξίσου απαιτητικές υποθέσεις, είναι αξιοθαύμαστο. ‘Όταν όμως αυτό γίνεται ενώ το Εικαστικό Σχολείο ψυχορραγεί, όλοι αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει πρόβλημα. Δικαιούται, λοιπόν, να ασκεί περαιτέρω τα καθήκοντά του ένα άτομο το οποίο δείχνει να έχει το μισό του μυαλό μονίμως αλλού; Μήπως η υπερβολικά μακροχρόνια θητεία του τον έχει κουράσει και τον έχει κάνει να χάσει το ενδιαφέρον του; Μήπως το δέλεαρ και κίνητρο των υψηλότερων απολαβών που προσφέρει η ιδιωτική επιχειρηματικότητα είναι ισχυρότερο από την όρεξή του να προσφέρει στον Δήμο; Για να μην παρεξηγηθούμε, δεν θεωρείται επιλήψιμο ή παράνομο να διεκδικεί κανείς δημόσια έργα ή προβολή. Προς Θεού. Είναι όμως περίεργο όταν βλέπουμε να το κάνει κατά κόρον κάποιος ο οποίος κατέχει ταυτόχρονα την διευθυντική θέση μιας παρηκμασμένης πολιτιστικής επιχείρησης. Γενικά, το ασυμβίβαστο δεν είναι πάντοτε αποκλειστικά επαγγελματικής φύσης, αλλά μπορεί να ενέχει ηθικές προεκτάσεις. Σίγουρα δεν κολακεύει καθόλου την εικόνα του όταν εμφανίζεται χαμογελαστός και με ύφος και αέρα μεγαλοεργολάβου στα τοπικά μέσα ενημέρωσης κάθε τόσο, συγχαίροντας τον εαυτό του για τις ιδέες του. Ούτε, φυσικά, είναι κομψό να αυτοχρήζεται εκπρόσωπος και αντιπρόσωπος της υψηλής τέχνης, όταν το επίπεδο του καλλιτεχνικού του έργου -κατά την ταπεινή, προσωπική κρίση του υπογράφοντος- σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να τον καταστήσει σημαντικό ως δημιουργό, είτε σε τοπικό, πόσω μάλλον σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Όσο λοιπόν κι αν αυτοπροβάλλεται ως διαφωτιστής, ως ηρωικός εκμοντερνιστής των ημιαγρίων συμπολιτών του, δεν πείθει. Δεν κομίζει αυτός τον πολιτισμό στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα, ούτε είναι ευπρεπές να συνεχίζουν ο Δήμος και η Περιφέρεια να τον ευχαριστούν για τις «πολύτιμες», τάχα, υπηρεσίες του. Η προσφορά του μέχρι σήμερα -κατά τον υποφαινόμενο, πάντα- είναι μάλλον μηδενική, αν την εξετάσει κανείς αθροιστικά και ουσιαστικά και την κρίνει εκ του αποτελέσματός της. Εφόσον δεν έχει αποδείξει πως είναι ικανός να επιφέρει την πολυπόθητη αναγέννηση του Εικαστικού Σχολείου, δεν σημαίνει πως έχει έρθει η ώρα να «τρέξει» το νευραλγικό πόστο του διευθυντή κάποιος με καλύτερη γνώση, μεγαλύτερο πάθος και περισσότερο χρόνο για το αντικείμενο; Δεν θα ήταν ωφελιμότερο για την πόλη και την υστεροφημία του ιδίου αν άφηνε την θέση για κάποιον άλλο, μιας και η δημοτική αρνείται πεισματικά να τον αντικαταστήσει;
*Μετ’ εκπλήξεως πληροφορηθήκαμε πως έχει ζητηθεί από την κυρία Πρόεδρο της Δημοκρατίας να εγκαινιάσει το διαβόητο «Μνημείο Φωτός» του κυρίου Διευθυντή του Εικαστικού Τομέα, μόλις αυτό θα είναι έτοιμο. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, δεν θα έπρεπε προτού σπεύσει περιχαρής να συμμετάσχει στην πανηγυρική εκδήλωση των εγκαινίων του έργου, να την προλάβει κάποιος τοπικός δημοσιογράφος ή μέλος της δημοτικής αντιπολίτευσης και να την ενημερώσει ότι έχει προηγηθεί σωρεία καταγγελιών και διαμαρτυριών στο παρασκήνιο των τεκταινομένων της δημιουργίας του; Δεν θα πρέπει να ενημερωθεί η πρώτη πολίτης της χώρας πως είχε κατατεθεί, μέσω νομικού αντιπροσώπου ξένου καλλιτέχνη, τόσο στον Δήμο όσο και τον Καλαματιανό δημιουργό, επίσημο διάβημα για υποψία κλεψιτυπίας και αντιγραφής; Πως η προτεινόμενη ιδέα δεν έχει, στην πραγματικότητα, απολύτως καμία σχέση με το επετειακό γεγονός το οποίο καλείται να μνημονεύσει και ότι ως έργο - ως φόρμα - αποδεικνύεται από το φωτογραφικό υλικό που υπάρχει διαθέσιμο στο διαδίκτυο ότι αντλεί έμπνευση από δημιουργίες άλλων καλλιτεχνών που έχουν δημιουργηθεί για άλλους λόγους, τελείως ασύνδετους με την Ελληνική ιστορική επέτειο; Δεν θα πρέπει επίσης να ενημερωθεί η κυρία ΠτΔ πως έχει χρησιμοποιήθεί τεχνηέντως ο όρος της «εκλεκτικής συγγένειας» για να δικαιολογηθεί η «συμπτωματική» του πανομοιοτυπία με υπάρχον, πολυαντιγραμμένο έργο επιφανούς ξένου δημιουργού; Και πως ο Μεσσήνιος εικαστικός «τροποποίησε» την πρότασή του άρον άρον, αφού προηγουμένως το είχε παρουσιάσει διθυραμβικά ως υπόδειγμα αυθεντικότητας, προκειμένου να μην φέρει εμφανείς ομοιότητες με το πρωτότυπο, για να αποσοβηθούν οι τυχόν νομικοί κίνδυνοι ενός ενδεχόμενου πλαγιαρισμού; Το βέβαιο είναι πως μια πόλη δεν μπορεί -για ένα τόσο φορτισμένο ιστορικό γεγονός- να αντιπροσωπεύεται επίσημα από το συγχυσμένο και ασυνάρτητο υβριδικό επινόημα ενός ανθρώπου ο οποίος κατηγορήθηκε προηγουμένως -αδίκως ή δικαίως, δεν το μάθαμε ποτέ- για μιμητισμό. Θα έπρεπε η νικήτρια καλλιτεχνική πρόταση να χαίρει εμπιστοσύνης και θαυμασμού από την τοπική κοινωνία. Δυστυχώς, όμως, ακόμη και σήμερα, είναι αδύνατον να ξεπεράσει ο πολίτης της Καλαμάτας την ντροπιαστική αμηχανία που προκαλεί η φωτογραφική σύγκριση του Μνημείου Φωτός με παλαιότερα, γνωστά έργα άλλων καλλιτεχνών του εξωτερικού και να δεχθεί το προτεινόμενο μόρφωμα χωρίς να νιώσει προσβεβλημένος. Ο κόσμος δεν είναι αδαής, ούτε κουτός. Βλέπει και καταλαβαίνει. Την ενημέρωσαν πως για ένα έργο που προορίζεται να καταλάβει κεντρικό δημόσιο χώρο, ο κύριος χρηματοδότης είναι ισχυρός, ιδιωτικός επιχειρηματικός όμιλος; Ή, ότι για ακόμη μια φορά δεν ανακοινώθηκε προηγουμένως και εγκαίρως ο σχετικός ανοιχτός διαγωνισμός στα ΜΜΕ για το έργο, έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα και σε άλλους καλλιτέχνες να καταθέσουν τις προτάσεις τους; Γνωρίζει ότι υπήρξε συστηματική προσπάθεια να πεισθούν οι πολίτες για την υποτιθέμενη αρτιότητα, σημαντικότητα και πρωτοπορία του; Πως στην απέλπιδα προσπάθειά του να βρει υποστήριξη για το μεγαλεπήβολο εγχείρημά του ο δημιουργός του χρησιμοποίησε και εξέθεσε ανεπανόρθωτα κι άλλα άτομα; Αρχικά, τον κύριο Δήμαρχο, τον κύριο πρόεδρο της Φάρις, τον κύριο Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Διεθνούς Διαγωνισμού και Φεστιβάλ Χορωδιών Καλαμάτας και την κυρία Πρόεδρο της Ένωσης Μεσσήνιων Συγγραφέων, οι οποίοι είναι, ασφαλώς, παντελώς άσχετοι με τις Εικαστικές Τέχνες και εξ’ αντικειμένου αναρμόδιοι να εκφέρουν ειδική γνώμη επ’ αυτού, και, εν συνεχεία, δύο ακαδημαϊκούς, με τους οποίους φαίνεται ότι διατηρεί προσωπικές σχέσεις; (Ο ένας εξ’ αυτών έχει αναφερθεί μάλιστα στην γνωριμία και συνεργασία τους σε συνέντευξή του σε τοπική εφημερίδα το Νοέμβριο του 2013). Έχει ενημερωθεί πως οι τελευταίοι, για να βοηθήσουν τον εμπνευστή του Μνημείου Φωτός γνωμοδότησαν αυτοβούλως, χωρίς να εκπροσωπούν σύσσωμο τον κλάδο των καλλιτεχνών, όπως αφέθηκε να εννοηθεί; Και πως από την υπερβολικά καλή τους προαίρεση παρέλειψαν να ενημερωθούν σωστά για την προβληματικότητα της πρότασης και υπέπεσαν στο ολίσθημα να συνθέσουν μια ανεκδιήγητη μπαρουφολογία γύρω της, με αποτέλεσμα να ενταθεί η δυσπιστία και η δυσανασχέτηση σοβαρής μερίδας του κόσμου; Γνωρίζει άραγε πως έχουν υπάρξει επανειλημμένες ενστάσεις από το Εικαστικό Επιμελητήριο σε σχέση με την διαδικασία και τρόπο ανάθεσης του έργου και επίσημες αναφορές για υπόνοια απομίμησης καλλιτεχνικού έργου και πιθανής περίπτωσης παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων; Και πως τόσο ο επίσημος θεσμός του Επιμελητηρίου όσο και της Δημοτικής Αντιπολίτευσης απαξιώθηκαν χλευαστικά από τον ανάδοχο και τους υποστηρικτές του, προκειμένου να προχωρήσει το έργο; Όλα τα παραπάνω: διαβήματα, έγγραφες κι ενυπόγραφες διαμαρτυρίες και επίσημες ενστάσεις, υπάρχουν και είναι διαθέσιμα σε οποιονδήποτε τα αναζητήσει, είτε στο αρχείο του γραφείου νομικής υπηρεσίας του Δήμου, είτε στον τοπικό τύπο, την περίοδο που (ταυτόχρονα) ανακοινώθηκε και παρουσιάστηκε η πρόταση.
*Δυστυχώς, στην περίπτωση της Καλαμάτας φαίνεται πως η πολιτιστική μοίρα της πόλης έχει περάσει σε χέρια ατόμων πολύ κατώτερων των περιστάσεων, με εμφανείς ανεπάρκειες και χαμηλό αισθητικό υπόβαθρο. Αυτό καταδεικνύει η εμφατική απουσία συστηματικής καλλιτεχνικής δράσης καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και η παταγώδης αποτυχία σχεδιασμού σοβαρών υποδομών για το μέλλον της τέχνης στην πόλη τόσα χρόνια. Το μόνο που έχει επιτευχθεί μέχρι στιγμής, στον χορό, την μουσική ή τις εικαστικές τέχνες, είναι να φιλοξενούνται περιοδικές εκθέσεις ή να διοργανώνονται φεστιβάλ για μια-δυο εβδομάδες τον χρόνο μόνο, και μ’ αυτόν τον τρόπο να μας υπενθυμίζεται πόσο υποανάπτυκτοι παραμένουμε καλλιτεχνικά, σε σχέση με άλλους σοβαρούς δήμους και πόλεις. Με τα χρήματα που έχει επιχορηγηθεί η Φάρις, και μέσω αυτής, οι επιμέρους καλλιτεχνικές διευθύνσεις, το φιλότεχνο κοινό της πόλης θα περίμενε να έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις ώστε η Καλαμάτα να παράγει τέχνη, όχι μόνο να φιλοξενεί ή να δανείζεται. Θα έπρεπε η Μεσσηνιακή πρωτεύουσα να λειτουργεί ως κομβικός άξονας πολιτιστικής δράσης σε παγκόσμιο επίπεδο, και να διατηρεί καλλιτεχνική «κινητικότητα» όλο τον χρόνο. Να διαθέτει ακαδημίες και διαδραστικές πλατφόρμες που θα υποδέχονται και θα εκπαιδεύουν ταλαντούχους νέους καλλιτέχνες σε εξειδικευμένα σχολεία, σεμινάρια κι εκδηλώσεις, καθώς και artists residencies που θα φιλοξενούν δημιουργούς από ολόκληρο τον κόσμο. Θα έπρεπε να καμαρώνουμε τις δικές μας ομάδες χορευτών, μουσικών ή εικαστικών, που θα παρουσιάζουν τακτικά και οργανωμένα τις εργασίες τους. Θα έπρεπε, εν ολίγοις, να υπάρχει ένα φιλόδοξο ιδανικό, ένα δυναμικό, μακρόπνοο σχέδιο συνεχούς πολιτιστικής αναβάθμισης, και να μην αρκούταν η πόλη μόνο σε «δράσεις - πυροτεχνήματα», όπως στην διοργάνωση μιας περιοδικής ζωγραφικής έκθεσης, μιας συναυλίας, ή ενός διεθνούς φεστιβάλ που διαρκούν ελάχιστες μόνο μέρες κάθε χρόνο και μετά, τίποτα.
*Ένα άλλο παράδειγμα εσφαλμένης διοικητικής τακτικής είναι αυτό της επιλογής ενός συνταξιούχου Λιμενικού υπαλλήλου για επικεφαλής της Κοινωφελούς Επιχείρησης του Δήμου. Δεν είναι τραγελαφικό το ότι ο καθ’ όλα συμπαθής πρόεδρός της, ο οποίος, παρεμπιπτόντως, έχει δηλώσει περήφανα στο παρελθόν ότι είναι, απλά, ένας «καραβανάς», έχει οριστεί υπεύθυνος για τις πολιτιστικές υποθέσεις ενός μεγάλου και ιστορικού Δήμου; Ποιος είχε την «έμπνευση» να τον επιλέξει ως απολύτως κατάλληλο για αυτή την θέση και με ποια κριτήρια το έκανε; Δεν θα έπρεπε το άτομο αυτό να ασκεί τα καθήκοντά του στο πεδίο που σχετίζεται με το γνωστικό και εμπειρικό του αντικείμενο; Γίνεται κάποιος να προσφέρει σε έναν χώρο τον οποίο ούτε γνωρίζει, ούτε υπηρετεί, ούτε αγαπά; Όμως στην Ελλάδα βρισκόμαστε και μάλιστα σε μια από τις πιο αρτηριοσκληρωτικές περιφέρειες της χώρας. Επομένως, η απάντηση του δημάρχου, αν είναι όντως ο ιθύνων της αψυχολόγητης αυτής απόφασης, είναι, εμμέσως: «Ναι, εδώ όλα γίνονται». «Αρκεί η εκάστοτε απόφαση να εξυπηρετεί κάποια ενδο-αυτοδιοικητική σκοπιμότητα;» θα ρωτούσε κανείς καχύποπτα, χωρίς φυσικά να περιμένει απάντηση από κάπου. Διότι κατάλληλοι υποψήφιοι υπάρχουν, ασχέτως αν δεν προτιμώνται ποτέ. Όμως το πρόβλημα δεν είναι προσωπικό. Είναι απόδειξη της πολιτικής προχειρότητας, επιπολαιότητας και ασοβαρότητας που ευθύνονται για το κακό, εθνικό μας χάλι. Είναι σύμπτωμα της δημόσιας διοικητικής ασυδοσίας και κυρίως, της απουσίας μακροχρόνιου στρατηγικού προγραμματισμού σε θέματα πολιτισμού.
*Επειδή όλα όσα συμβαίνουν στην χώρα και τον τόπο μας περνούν ταχέως και άκριτα στην απύθμενη δεξαμενή της ιστορικής λήθης, είναι επιτακτικό να δίνει ο πολίτης μεγαλύτερη προσοχή σε όσα συμβαίνουν γύρω του. Ειδικά στην περίπτωση του Μνημείου Φωτός, επιχειρήσαμε να προειδοποιήσουμε εγκαίρως τους συμπολίτες μας για τον πολύ αρνητικό αντίκτυπο που θα δημιουργούσε το αχαρακτήριστο αυτό έργο στο μέλλον. Όταν όμως ο ίδιος ο Δήμος εθελοτυφλεί μπροστά σε σημαντικές και βάσιμες ενστάσεις, και προβαίνει σε αποφάσεις που επιφέρουν πόλωση και διχασμό, τότε ο ρόλος του διαφωνούντος γίνεται άχαρος. Δυστυχώς, όπως η προηγούμενη, έτσι και η τωρινή δημοτική αρχή δεν έχει καταφέρει να συναισθανθεί τις πνευματικές ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, καταλήγοντας να καταπιάνεται με υποθέσεις ελάσσονος σημασίας, και με έργα βιτρίνας. Χωρίς πάθος και όραμα, εξυπηρετώντας μικροπολιτικά συμφέροντα κι αναλωνόμενοι σε ανούσιες κοκορομαχίες, οι περισσότεροι δημοτικοί άρχοντες εξακολουθούν να αποφεύγουν ν’ αντιμετωπίσουν τα πάγια, σοβαρά προβλήματα της περιοχής. Κι αυτό γιατί την βλέπουν ωφελιμιστικά, ψηφοθηρικά, σαν εκλογική περιφέρεια και όχι ως έναν τόπο στου οποίου την πρόοδο μπορούν και γίνεται να συνεισφέρουν, αν φερθούν με γενναιότητα. Αυτή η προβληματική κατάσταση είναι ένας επιπλέον λόγος που η επιθυμία του υποφαινομένου να πάρει θέση δημόσια γίνεται ασυγκράτητη. Κι επειδή «verba volant, scripta manent» (τα λόγια πετούν, αλλά τα γραπτά μένουν), ο γράφων - με την διττή ιδιότητα του ενεργού μέλους της παγκόσμιας καλλιτεχνικής κοινότητας και του φορολογούμενου Καλαματιανού δημότη - θεώρησε εντιμότερο να εκτεθεί μιλώντας, παρά σιωπώντας, για κάποια ζητήματα που αφορούν και θίγουν το επάγγελμα και αντικείμενό του. Γι’ αυτό και η άποψή του εκφράζεται γραπτώς: για να καταγραφεί. Είναι υποκριτικό να προσποιούμαστε πως όλα βαίνουν καλώς και επικίνδυνο να αδιαφορούμε για όσα ζημιώνουν το κοινωνικό σύνολο, επειδή δεν απειλούν άμεσα εμάς και την οικογένειά μας. Είναι αφελές να πιστεύουμε πως δεν θα τα βρούμε όλα, κάποια στιγμή, μπροστά μας. Σήμερα, πιο συγκεκριμένα, συνειδητοποιούμε ξαφνικά ότι οι περισσότεροι κοινόχρηστοι και δημόσιοι χώροι της πόλης καταλαμβάνονται από έργα-σκουπίδια. Αν επισκεφτεί κανείς οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή πόλη και συγκρίνει το επίπεδο της αισθητικής των καλλιτεχνικών έργων που κοσμούν τους δημόσιους χώρους εκεί με αυτό που συμβαίνει στην πόλη μας, θα το αισθανθεί έντονα, είτε γνωρίζει από τέχνη, είτε όχι. Αναμφισβήτητα, η απουσία πολιτικού πολιτισμού και κοινωνικής συνείδησης -τόσο σε εθνικό και τοπικό, όσο και σε ατομικό επίπεδο- ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την μιζέρια και την ασχήμια που μας περιβάλλουν. Αν θεωρήσουμε πως το ζητούμενο του πολιτισμένου ανθρώπου είναι η ατομική και συλλογική προκοπή, τότε η αδιαφάνεια, η αναξιοκρατία, η ανειλικρίνεια, η ανεντιμότητα, η αναξιοπρέπεια, η ιδιοτέλεια, ο αμοραλισμός και η ανοησία, τα κύρια γενεσιουργά αίτια της ψυχικής και πνευματικής παρακμής, δεν έχουν θέση στις προσπάθειές μας. Οφείλει κανείς τουλάχιστον να τα στηλιτεύει, αν δυσκολεύεται να τα εξαλείψει, για να μπορεί να κοιτάζει τον εαυτό του με καθαρό βλέμμα και τη συνέχειά του με αξιώσεις.
Εν τω μεταξύ, η Ιστορία συνεχίζει να παρατηρεί τον κάθε έναν από εμάς μέσα από τον τεράστιο μεγεθυντικό της φακό, σχολαστικά και συνοφρυωμένα, κρατώντας τις σημειώσεις της...
Γιώργης Βραχνός, καλλιτέχνης