- Ανεβαίνουν γρήγορα οι τιμές. Η διαφθορά δίνει σε μερικούς αγοραστική δύναμη η οποία ανεβάζει αδικαιολόγητα τις τιμές και τον πληθωρισμό για όλους. Αν κάποιος μπορεί να πληρώσει ένα υψηλό ενοίκιο που δεν αναλογεί στο μισθό του, το ενοίκιο ανεβαίνει για όλους.
Αυτός μπορεί να επιβιώσει οικονομικά επειδή έχει το «μαύρο» εισόδημα. Ταυτόχρονα όμως ανεβάζει συνολικά το κόστος κατοικίας και τον πληθωρισμό για όλους, λόγω του συσχετισμού «προσφοράς – ζήτησης» που ισχύει στην «ελεύθερη» αγορά.
Όταν «το χρήμα ρέει» λόγω της διαφθοράς – συνεπώς ανεξέλεγκτα – και οι τιμές θα ανέβουν ανεξέλεγκτα, γιατί όλα τελικά «απορροφούνται» από την αγορά.
Αυτό εξηγείται επειδή η ελεύθερη αγορά δεν επιθυμεί μια ενδεδειγμένη τιμή, αλλά τη μέγιστη δυνατή τιμή στη λογική του πλειστηριασμού.
Γι’ αυτό και η «αρπαχτή» θεωρείται θεμιτή και η αισχροκέρδεια μοιάζει φυσική.
Όση διαφθορά κι αν υπάρχει, λοιπόν, δίπλα μας, όσο κρυμμένη κι αν είναι θα την δούμε στις αδικαιολόγητα υψηλές τιμές.
- Καθηλώνονται οι μισθοί. Όταν στατιστικά καταγράφεται ότι ο μισθός μας «φτάνει», ενώ στην πραγματικότητα είναι ο μισθός με τα μαύρα που φτάνει, χάνεται η απαραίτητη πίεση για αύξηση μισθών. Αυτό ισχύει και για κάθε είδους αμοιβή. Κανείς δεν μετράει επίσημα ότι επιβιώνουμε με ένα μισθό λόγω των μαύρων.
Έτσι η αφανής διαφθορά τελικά δείχνει ότι φανερά όλα είναι καλά.
Οι τυχόν αυξήσεις μισθών δεν γίνονται λόγω υγιών αναπροσαρμογών που έφερε η ανάπτυξη. Οποιαδήποτε αύξηση λειτουργεί ως καθησυχαστικό «τυράκι», αλλά και ως μέθοδος «συνενοχοποίησης» των μισθωτών στο διεφθαρμένο σύστημα.
Οι χειραγωγικές αυτές «αυξήσεις» αποδυναμώνουν τις φωνές για μια υγιή οικονομία, γιατί «κλείνει το μάτι» πως όλοι μπορούν να βολευτούν.
Όμως στην πράξη οι μισθοί δεν παρέχουν αγοραστική δύναμη. Πρακτικά σε κάθε περίπτωση μισθοί και αμοιβές παγώνουν ή μειώνονται στατιστικά.
Λόγω της τάσης της ελεύθερης αγοράς, να συμπιέζει τα κόστη μπορούν και να μειωθούν ονομαστικά.
Κάθε ευρώ μας, λοιπόν, που συμμετέχει στον κύκλο της διαφθοράς, είναι ένα μέρος από τις χαμένες αυξήσεις στις αποδοχές μας.
- Επιβαρύνεται η αύξηση της ανεργίας. Αν παρότι υπάρχει νόμιμο εισόδημα κάποιος κάνει έξτρα δραστηριότητες με «μαύρα», τότε «χάνουν τη δουλειά τους», αυτοί που κανονικά θα έπρεπε να κάνουν αυτές τις δραστηριότητες.
Κάθε «διπλοθεσίτης», αφήνει άνεργο κάποιον άλλο.
Βέβαια με την διπλοθεσία μειώνεται και η ποιότητα του διπλοθεσίτη γιατί ως γνωστόν, «δεν χωράνε δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη».
Αυτή η «ανεργία της διαφθοράς» πλήττει φυσικά κυρίως τους νέους ανθρώπους που δεν είχαν το χρόνο να εισέλθουν στο σύστημα ή στο διεφθαρμένο σύστημα, εξεύρεσης εργασίας.
Η ανεργία της διαφθοράς, αφορά όλους μας γιατί ό,τι, μα ό,τι κι αν κάνουμε «νόμιμα», κάποιος άλλος μπορεί τελικά να το κάνει «φθηνότερα» και αθέμιτα.
Κάθε φορά, λοιπόν, που πληρώνομε μια δραστηριότητα διαφθοράς, αφήνουμε άνεργο, χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε, κάποιον άλλον που αγαπάμε και ετοιμάζουμε και τη δική μας ανεργία.
- Χάνουμε επιπλέον εισόδημα λόγω φορολογίας. Επειδή ένα διεφθαρμένο σύστημα πρέπει ταυτόχρονα να «χαρίσει» οφειλές στο δημόσιο, αλλά και να μειώσει πελατειακά φόρους, αναγκαστικά απομυζάει φόρους απ’ όπου αλλού μπορεί.
Όμως οι ανάγκες για φόρους αυξάνονται δραματικά. Αυτό συμβαίνει επειδή ο «στρεβλός πλούτος» απορροφά ως «νόμιμα κέρδη» τους φόρους με δύο τρόπους:
Πρώτον με το να μην πληρώνει φόρους, με «παραθυράκια» όπου η φορολογία μετατρέπεται σε «προαιρετική εισφορά».
Δεύτερον παρασιτώντας στο κράτος αναλαμβάνοντας «δημόσια έργα» κατάλληλα υπερτιμολογημένα, τα οποία, βέβαια, πληρώνονται από φόρους.
Έτσι οι ανάγκες για σίγουρη είσπραξη αυξημένων φόρων είναι τεράστια. Οι φόροι χρειάζονται όχι πλέον για τις ανάγκες του κράτους, οι οποίες πέφτουν στο ελάχιστο που ανέχεται ο πληθυσμός, αλλά για να συντηρηθεί αυτό το τερατώδες «διεφθαρμένο σύστημα».
Έτσι αυτή η φορολογική αιμορραγία μετακυλίεται όπου είναι δυνατόν. Δημιουργείται τραγική «ψαλίδα» εισφορών στα εισοδήματα τα οποία όσο πιο χαμηλά είναι τόσο πιέζονται να χαμηλώσουν λόγω κρατήσεων.
Χάνουμε εισόδημα από αυστηρή φορολογία που δεν την καταλαβαίνουμε και πληρώνουμε διαρκώς ακριβά προϊόντα λόγω φόρων και όχι λόγω κόστους παραγωγής.
Πρωταγωνιστούν ανελαστικές δαπάνες, όπως τα καύσιμα και επινοούνται συνεχώς «ειδικοί φόροι».
Κάθε φορά, λοιπόν, που κάνουμε ακόμη και μια απλή σκέψη ότι η διαφθορά «δεν πειράζει», την πληρώνουμε διπλά, στο μισθό μας και στις αγορές μας.
- Υπάρχει μεγάλη ψυχοπαθολογία του «θύματος». Να ζεις σε μια διεφθαρμένη χώρα φέρνει νεύρα, θυμό, απογοήτευση, σύγχυση, στρες, κατάθλιψη και πολλά ψυχικά νοσήματα, τα οποία είναι δύσκολο να καταγράψει κανείς.
Μια μελέτη που να λέει ότι «η διαφθορά βλάπτει σοβαρά την υγεία» μάλλον δεν θα υπάρξει ποτέ γιατί η ίδια η διαφθορά θα έχει προβλέψει να προκρίνονται μόνο μελέτες, έρευνες, μετρήσεις κ.λπ. που την προάγουν.
Όμως ο καθένας μας μπορεί να νοιώσει ότι αυτό ισχύει, αν προσέξει ότι η διάθεση, τα συναισθήματα, η κοινωνικότητα, πλήττονται από την «αρρωστημένη κατάσταση» της διαφθοράς, που τελικά μας φέρνει «αρρώστιες».
Ίσως το σώμα μας, όπως κάθε οργανισμός στη φύση, «απορρίψει» την στρεβλότητα που του επιβάλλουμε, βγάζοντας ασθένειες, «αυτοάνοσες», ανεξήγητες «ανεπάρκειες» και πολλά από αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν καθημερινά, οπότε «πέφτουμε από τα σύννεφα».
Αν, λοιπόν, όλα μας φταίνε και δεν ξέρουμε γιατί, ας βεβαιωθούμε ότι δεν είναι η πανταχού παρούσα διαφθορά.
- Υπάρχει μεγάλη ψυχοπαθολογία του «θύτη». Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι ο διεφθαρμένος δεν «νοσεί» λόγω της υποτιθέμενης «πλεονεκτικής» θέσης του. Στην πραγματικότητα είναι κι αυτός θύμα της ανατροφής του και - κατά την ψυχολογία - των πατρογονικών του συνδέσεων («αμαρτίες γονέων»).
Όπως κάθε ψυχικά ασθενής, και ο άνθρωπος με διαφθορά αδυνατεί να συσχετίσει τη στάση του με τα αίτια των ψυχικών και σωματικών του προβλημάτων. Κυρίως γιατί έχει αναπτύξει μηχανισμούς αποδοχής της διαφθοράς, οι οποίοι τον εμποδίζουν να κατανοήσει την πραγματικότητα.
Συνήθως θεωρούμε ως επιτυχία του ανθρώπου ό,τι εμείς κρίνουμε καλό. Όχι ό,τι καλύτερο υπάρχει στη ζωή. Να «κοιμάται ήσυχος» κανείς, να έχει «καθαρή συνείδηση», για τον διεφθαρμένο είναι βαθιά απωθημένες αλλά υγιείς καταστάσεις.
Έτσι, βασανίζεται με τις δικές του ψυχοπαθολογίες, που φυσικά τον πλήττουν και σωματικά. Όμως έχει πειστεί πως «έτσι είναι το καλύτερο».
Κάθε φορά, λοιπόν, που εμείς ή ο γιατρός μας ερχόμαστε προ εκπλήξεων από τις αντιδράσεις του σώματός μας, στα αίτια θα πρέπει να συνυπολογίζουμε και κάποιο σύμπτωμα απόρροια διαφθοράς, όποια κι αν είναι θέση μας.
- Γεννιέται το «σύνδρομο της κυρά-Μάρως». Όταν κάποιος αποδέχεται τη διαφθορά αναγκάζεται να προσαρμόσει ολόκληρη την κοσμοθεωρία του, προκειμένου να το αντέξει. «Έτσι είναι», «δεν γίνεται αλλιώς», λέει συνέχεια προκειμένου να μην «αφανιστεί» μπροστά στον ίδιο του τον εαυτό.
Προσπαθεί, όμως, να πείσει και τους άλλους.
Όπως η αλεπού «κυρά-Μάρω», στο γνωστό μύθο που χάνει την ουρά της στο δόκανο και προσπαθεί να πείσει και τις άλλες αλεπούδες πως χωρίς ουρά είσαι ελεύθερη, ευκίνητη και «στιλάτη» αλεπού.
Το πρόβλημα με το «σύνδρομο της κυρά-Μάρως» είναι πως το άτομο χάνει την έμφυτη δημιουργικότητά του, στην οποία μπορεί να μην πίστεψε και ποτέ.
Χάνει την «χαρά της ζωής». Η φυσιολογική αγάπη για ζωή γίνεται αγάπη για προϊόντα διαφθοράς. Μάλιστα, όπως όλοι ξέρουμε, το πρότυπο της διαφθοράς εξωραΐζεται και προβάλλεται και από το «λάιφστάιλ» και τις μουσικές που απευθύνονται στους νέους και τα παιδιά μας.
Όταν κάποιος το πάθει αυτό αναλώνει την ενέργειά του στο να φαλκιδεύει κάθε τί δημιουργικό επειδή είναι «ηθικό».
Γίνεται ενός είδους «τοξικός» άνθρωπος της εποχή του, ένα «ηθικό καρκίνωμα» στην κοινωνία του. Επί της ουσίας ο άνθρωπος αυτός γίνεται ένα «βασανιστήριο» για τους γύρω του αλλά πρώτα απ’ όλα για τον παιδικό, αθώο εαυτό του.
Στον κόσμο των παιδιών, αυτό έχει εκδηλωθεί ήδη με σχολική βία, παραβατικότητα και άλλα ακραία παιδικά φαινόμενα.
Κάθε φορά, λοιπόν, που τα συναισθήματα δεν είναι θετικά, η κουβέντα δεν είναι εποικοδομητική και οι συγκρούσεις, οι παρεξηγήσεις, οι υπονομεύσεις, οι «στρατηγικές» και τα «μούτρα» γίνονται καθημερινότητα, ας αναλογιστούμε ποιος είναι ο ρόλος της διαφθοράς, μικρής, τοπικής αλλά και… εθνικής.
- Δημιουργούνται διανοητικά νοσήματα και ακραίες καταστάσεις. Όταν αμφισβητείται η λογική, ο άνθρωπος νεκρώνεται διανοητικά, χωρίς να ξέρουμε που μπορεί να φτάσει.
Υπάρχει μια σχετική φιλολογία για «πειράματα» και συστήματα εξουσίας με μεθοδική αμφισβήτηση της λογικής. Σε αυτά «το άσπρο παρουσιάζεται μαύρο» και οι άνθρωποι τελικά το αποδέχονται αυτό χειραγωγούμενοι.
Με την κατάρρευση της λογικής το άτομο γίνεται υποχείριο όλων των «παρα-», από την παραεπιστήμη και την παραφιλολογία ως την παραοικονομία και το παρακράτος.
Αναζητά ένα «καταφύγιο λογικής», και «στρατολογείται» σε όποιον του το παρέχει, δυστυχώς «ισόβια», γιατί ως γνωστόν «ο άνθρωπος δεν αλλάζει».
Η διαφθορά έχει και αυτή το σύστημα παρα-λογισμού της, το οποίο όμως δεν αφήνει ποτέ τον άνθρωπο να είναι φυσιο-λογικός γιατί έχει αφύσικη λογική.
Όμως όταν δεν υπάρχει λογική ποτέ δεν ξέρει κανείς που θα φτάσει ο άνθρωπος, Γι΄ αυτό και παρατηρούμε γύρω μας πολλά παράξενα πράγματα και συμπεριφορές, συχνά ακραία ή και θανατηφόρα σε παιδιά, έφηβους και ενήλικες.
Όποτε, λοιπόν, φτάνουμε στα άκρα, όταν η κατάσταση είναι «σκέτη τρέλα» και «δεν πιστεύουμε» αυτά που συμβαίνουν, ακόμη και η ίδια μας η ζωή είναι σε κίνδυνο τυχαία και αναπάντεχα, η διαφθορά είναι εκεί και παίζει τον ακραίο, θανατηφόρο ρόλο της.
- «Χάνεται το δίκιο μας». Η εμπλοκή στην διαφθορά ακόμη και με την απλή ανοχή μας, μας στερεί το δικαίωμα να διεκδικήσουμε οτιδήποτε δίκαιο.
Όπως όταν πληρώνουμε φθηνότερα «χωρίς απόδειξη» χάνουμε το δικαίωμα να έχουμε ποιότητα και εγγυήσεις για το προϊόν.
Κατ’ αναλογία σε ένα διεφθαρμένο σύστημα υπονοείται ότι ένας πολίτης π.χ. που φοροδιαφεύγει δεν δικαιούται να διεκδικεί ένα καλύτερο κράτος γιατί «φταίει κι αυτός».
Ακολουθεί μια σιωπηρή γενίκευση, που ισοπεδώνει κάθε εξαίρεση και κινείται στη λογική της ισοκατανομής της ευθύνης για τη διαφθορά.
Η λογική της διαφθοράς ξεχωρίζει γιατί υιοθετεί το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο: με φράσεις όπως «μαζί τα τρώμε», «όλοι έχουμε φταίξιμο», «χρήματα για να φάμε υπάρχουν», «είμαστε ένα απέραντο τρελάδικο», «δυστυχώς δεν τα καταφέραμε και πτωχεύσαμε», «χάσαμε» κ.λπ.
Εφ΄ όσον όλοι φταίνε και τρώνε ή είναι πολλοί αυτοί που τρώνε ή φταίνε, δεν μπορούμε να εστιάσουμε στον διεφθαρμένο και έτσι η διαφθορά θα πρέπει να θεωρείται κανονική και «δίκαιη» κατάσταση.
Αφού η διαφθορά είναι «συλλογική κανονικότητα» κάθε φωνή για δικαιοσύνη προβάλλεται το λιγότερο ως γραφική και περιθωριοποιείται ακόμη και με απλή αδιαφορία. Εκτός αν όντως μπορεί να φέρει την ηθική αλλαγή, οπότε πρέπει να εξοντωθεί επικοινωνιακά.
Έτσι το διεφθαρμένο σύστημα δημιουργεί «ηθικά ζόμπι» και με το «γράμμα του νόμου» μπορεί να επιτελέσει οποιαδήποτε αδικία οποιαδήποτε στιγμή.
Έτσι, λοιπόν, κάθε φορά αποφεύγουμε να διεκδικήσουμε το δίκιο μας, απαξιούμε ή φοβόμαστε να μιλήσουμε, κάθε φορά που έχουμε το αίσθημα της «λερωμένης φωλιάς», ή απλά ανεχόμαστε, ας αναλογιστούμε ότι έχουμε εμπλακεί εκούσια ή ακούσια σε ένα αποτελεσματικό σύστημα διαφθοράς.
- Δημιουργείται «διοικητική βία». Όταν το διεφθαρμένο σύστημα αναγκάζεται να «πειθαρχήσει» στο δίκαιο και ηθικό, λειτουργεί ως «σκούπα», που σαρώνει όλους ανεξαιρέτως με περιοριστικά μέτρα, υποτίθεται, κατά της διαφθοράς.
Είναι μέτρα φαινομενικά αυστηρά, «για ξεκάρφωμα», όπως λέμε, ενώ κατά βάθος πρόκειται να εξυπηρετήσουν καλύτερα τη διαφθορά με την αύξηση του ελέγχου προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Όταν η διαφθορά συνετίζεται, γίνεται τεχνηέντως απάνθρωπη γιατί πάντα ο στόχος είναι ένας: Να χειραγωγούνται οι άνθρωποι για να λειτουργεί αυτή καλύτερα.
Κάθε φορά, λοιπόν, που το εργασιακό περιβάλλον «σκληραίνει», γίνεται απάνθρωπο, αυστηρό και απαιτητικό απότομα, παράλογα και αναποτελεσματικά, έχει προηγηθεί η ανοχή μας και η διαφθορά πρόκειται να ενισχυθεί προς το πιο ολοκληρωτικό, εκμεταλλευόμενη την έλλειψη προετοιμασίας μας.
10+1. Εισπράττουμε τις επιπτώσεις της στρεβλής οικονομίας. Το σημείο αυτό αφορά την συνολική κατάσταση της χώρας. Οι συνέπειες είναι έμμεσες, γι’ αυτό το ξεχωρίζουμε από τις προηγούμενες δέκα άμεσες συνέπειες.
Για να καταλάβουμε τις συνολικές εθνικές επιπτώσεις της διαφθοράς ας δούμε ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα, αυτό των επενδύσεων.
Παρότι οι «επενδύσεις» από μόνες τους ακούγονται ως μια καλή εξέλιξη, για μια διεφθαρμένη χώρα δεν έχουν θετικό πρόσημο.
Οι υγιείς επενδυτές αποθαρρύνονται να ασχοληθούν με μια διεφθαρμένη χώρα.
Αντίθετα, οι επενδύσεις είναι εύλογο ότι θα προέρχονται από κατ’ αναλογία μη ηθικούς επενδυτές, δηλαδή εκμεταλλευτές της κατάστασης, θιασώτες της επιχειρηματικής αρπαχτής, όπως λέμε. Αυτοί απλά διευρύνουν την κρατική διαφθορά με ένα ιδιωτικό διεφθαρμένο κύκλωμα.
Δυστυχώς δεν έρχονται για να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, υποδομές και ουσιαστική ανάπτυξη αλλά το αντίθετο.
Χρησιμοποιούν τους εργαζόμενους, μειώνουν θέσεις εργασίας, διατηρούν απαρχαιωμένες υποδομές και χειροτερεύουν τα πράγματα, κατά κανόνα θανάσιμα.
Όταν, λοιπόν, οι αριθμοί ευημερούν και με οικονομικούς όρους θριαμβολογούμε για τα εθνικά επιτεύγματα, πρέπει να είμαστε σίγουροι ότι όλα τα προηγούμενα δέκα σημεία πρόκειται να αμβλυνθούν και η διαφθορά θα αποδράμει.
Διαφορετικά είναι βέβαιο ότι και σε όλα τα σημεία τα προβλήματα θα οξυνθούν, παρά την επίτευξη των λεγόμενων «οικονομικών στόχων».
Και ένας επίλογος. Όπως φαίνεται, η διαφθορά δεν αποτελεί ένα απλό σύμπτωμα, ένα χαρακτηριστικό ενός λαού, ένα πρόσκαιρο πρόβλημα και άλλες τέτοιες εξηγήσεις που η ίδια η διαφθορά προβάλλει για τον εαυτό της.
Είναι μια κατάσταση με πολλές πτυχές και χρειάζεται βαθιά γνώση, κατανόηση, παιδεία και προπάντων σπουδές για να καταλάβουν οι άνθρωποι και κυρίως οι νέοι, τί συμβαίνει.
Είναι φανερό ότι η διαφθορά έχει εξελιχθεί κι αυτή ως επιστήμη.
Αφενός, παρεισφρέει στις σπουδές – κυρίως τις κοινωνικές – παίρνει ονόματα και όρους που συγκαλύπτουν το «κακό», χάρη στις τεράστιες δυνατότητες της γλώσσας, των λέξεων, των ονομάτων και των επιχειρημάτων.
Αφετέρου φροντίζει μεθοδικά να καταλαμβάνει όλα τα νευραλγικά σημεία που θα μπορούσαν να την σταματήσουν, όπως τα ΜΜΕ, η εκπαίδευση ακόμη και η δικαιοσύνη και φυσικά τα κέντρα πολιτικών αποφάσεων. Έτσι μπορεί και προβάλλεται ως «κανονικότητα».
Αυτό κάνει τη διαφθορά να φαίνεται φυσιολογική και αναπόφευκτη κατάσταση.
Προκειμένου, μάλιστα να «γλιτώσουν» από το βάρος των τα δέκα συν ένα σημείων που αναφέραμε, οι άνθρωποι καταφεύγουν στο να γίνουν υπερασπιστές της διαφθοράς, χωρίς βέβαια να την ονομάζουν έτσι.
Σκοπός της διαφθοράς είναι να φαίνεται αυτονόητη, φυσιολογική και ο μόνος τρόπος επιτυχίας του ατόμου και της κοινωνίας.
Αξίζει, να σταθεί κανείς και στη σύνδεση της άμεσης, καθημερινής διαφθοράς με την παγκόσμια διαφθορά, που και πάλι είναι αφανής, κεκαλυμμένη ως «επιστήμη».
Η διαφθορά δεν είναι νέα ούτε στη χώρα μας ούτε στον κόσμο.
Μόνο που αυτή τη φορά σε παγκόσμιο επίπεδο για πρώτη φορά η διαφθορά κατάφερε να καταστρέψει ανεπιστρεπτί τη βιωσιμότητα του πλανήτη και συνεχίζει, βάζοντας σε τελευταία μοίρα το περιβάλλον και το κλίμα.
Γι’ αυτό σήμερα οι αποφάσεις και η στάση μας για το θέμα έχουν μεγαλύτερη αξία από ποτέ.
Δεν μιλάμε μόνο για το μέλλον των παιδιών μας, όπως παλιότερα.
Οι επιπτώσεις είναι τόσο άμεσες ώστε μιλάμε και για το υπόλοιπο ζωής που μας απομένει…