Παρασκευή, 19 Απριλίου 2013 13:48

Οι δικοί μου Μπαγκλαντεζιάνοι…

Οι δικοί μου Μπαγκλαντεζιάνοι…

Του Πέτρου Τσώνη
Ακούγοντας την είδηση, την Τετάρτη το βράδυ, περί πυροβολισμού εναντίον εργατών γης από το Μπαγκλαντές, στη Νέα Μανωλάδα, το μυαλό μου πήγε αμέσως στους δικούς μου Μπαγκλαντεζιανούς…

Αυτούς που για δύο μήνες κάθε χειμώνα μοιράζομαι στο χωράφι το ψωμί, τις ελιές και τα υπόλοιπα πρόχειρα φαγητά, μαζεύοντας ελιές στην περιοχή της Κορώνης.
Κρυώνω μαζί τους, ιδρώνω μαζί τους, βρέχομαι ως το κόκαλο όπως και αυτοί και απολαμβάνω στο τέλος του μεροκάματου το καφεδάκι μαζί τους, στο καφενείο του χωριού, που με δυσκολία κατάφερα να τους πείσω να μπουν μέσα μαζί μου (τώρα κατάλαβα το γιατί).
Όπως και στο σπίτι μου όταν μετά από ολοήμερο κάψιμο των κλαριών της ελιάς με έναν απ’ αυτούς, τον πήρα μαζί μου να βάλει ένα μεζέ στο στόμα του. Είδα και έπαθα να τον πείσω να μπει, προτιμούσε να πάρει τον μεζέ έξω στο πόδι.
Αργότερα, θέλεις η φωτιά στο τζάκι, θέλεις το τρίτο τσίπουρο, έλυσε τη γλώσσα του για να μου εκμυστηρευτεί πόσο καλά περνάει ο ίδιος και οι πατριώτες του στο χωριό και πόσο υποφέρουν στον επόμενο σταθμό τους, που είναι οι φράουλες στην Ηλεία.
Είχα πληροφορηθεί από τα ρεπορτάζ των συναδέλφων της Ηλείας για αρκετά περιστατικά που συνέβησαν εκεί όμως η διήγηση του φίλου μου με στεναχώρησε.
Δεν τον ρώτησα γιατί συνεχίζουν να πηγαίνουν στις φράουλες κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν τον ρώτησα γιατί μου διηγήθηκε την Οδύσσειά του που κράτησε πάνω από ένα χρόνο, φεύγοντας από την πατρίδα του για μια καλύτερη τύχη.
Για το πέρασμά του από το Αφγανιστάν, για τη σύλληψή του στην Τουρκία, για τα χρήματα που κατάφεραν να μαζέψουν οι δικοί του και να αφεθεί ελεύθερος, για την είσοδό του στην Ελλάδα, για την πείνα και τις κακουχίες.
Δεν τον ρώτησα γιατί έβλεπα στο μικρό εγκαταλειμμένο αγροτόσπιτο της οικογενείας μου, που τους παραχώρησα για να ζουν, πάνω από δέκα άτομα να κοιμούνται πολλές φορές με βάρδια.
Δεν τον ρώτησα γιατί μου εξιστόρησε τη ζωή του στη χώρα του, για τη χήρα μάνα του και τα μικρά του αδέλφια που ζουν με τα 20 και 30 ευρώ που τους στέλνει κάθε μήνα, πηγαίνοντας πολλές φορές με τα πόδια από το χωριό μέχρι την τράπεζα στην Πύλο.
Δεν τον ρώτησα γιατί είχα ακούσει διηγήσεις από τα αδέρφια του πατέρα μου και συγγενείς, που τη δεκαετία του ’60 άδειασαν το χωριό για να μεταναστεύσουν στην Αυστραλία και να μείνουν 10 και 15 μαζί σε βρωμερά δωμάτια, πλένοντας τις νύχτες τα βαγόνια των σιδηροδρόμων.
Δεν είναι μόνο ότι έκανα τη δουλειά μου, είναι γιατί χωρίς αυτούς τους ανθρώπους τα χωριά θα είχαν ρημάξει, γιατί τα 20 και 25 ευρώ ο καλομαθημένος νεοέλληνας δεν τα καταδέχτηκε.
Γιατί στη σημερινή οικονομική κατάσταση η πρωτογενής αγροτική παραγωγή βοηθάει τα μέγιστα.
Για όλα αυτά την Τετάρτη το βράδυ το μυαλό μου ήταν στον Ιμράν, στον Αλαμίς, στον Τζάκι, στον Νουρ και στα άλλα παιδιά που ξεχειμώνιασα μαζί τους.