Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2014 01:00

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834

Του Διονύση Αθανασόπουλου** 
Η 17η κατά σειρά επετειακή εκδήλωση στο Πάνω Ψάρι συμπίπτει με τα 180 χρόνια της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834, της πρώτης με κοινωνικό χαρακτήρα επανάστασης στην ελεύθερη Ελλάδα. Και αναφέρομαι στην πρώτη επανάσταση με κοινωνικό χαρακτήρα, γιατί δεν πρέπει…

Του Διονύση Αθανασόπουλου** 
Η 17η κατά σειρά επετειακή εκδήλωση στο Πάνω Ψάρι συμπίπτει με τα 180 χρόνια της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834, της πρώτης με κοινωνικό χαρακτήρα επανάστασης στην ελεύθερη Ελλάδα. Και αναφέρομαι στην πρώτη επανάσταση με κοινωνικό χαρακτήρα, γιατί δεν πρέπει…

…να παραβλέπουμε και τον κοινωνικό χαρακτήρα που είχε η Μεγάλη Επανάσταση του 1821 καθώς και οι μικρότερες ή μεγαλύτερες εξεγέρσεις ενάντια στην τούρκικη κατοχή και την καταδυνάστευση του σκλαβωμένου λαού, όχι μόνο από τους Τούρκους, αλλά και τους συνεργάτες τους Κοτζαμπάσηδες.
Ο κοινωνικός χαρακτήρας της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης του 1821 αποτυπώθηκε και στα μετεπαναστατικά συντάγματα, τα οποία ήταν σαφώς επηρεασμένα από την Αμερικανική διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και από την Γαλλική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη.   
Και εδώ, σε αυτόν τον τόπο, στο ερειπωμένο σήμερα Πάνω Ψάρι, η επαναστατική δράση ενάντια σε κάθε μορφής καταπίεσης του λαού ξεκίνησε πολύ νωρίς. Από το 1720 περίπου ο Μάρκος Ντάρας, ο οποίος είχε αναγνωριστεί ως Γενικός αρχηγός των κλεφτών και δολοφονήθηκε το 1745, σήκωσε την σημαία της αντίστασης και έγινε ο φόβος των καταπιεστών και λυτρωτής του καταπιεζόμενου λαού.
Ο μικρότερος γιός του Μάρκου, Αλέξης, σύγχρονος του Ζαχαριά ο οποίος, σε επιστολή του 1779, μετά τη μάχη στα Τρίκορφα, αναφέρεται ως συναρχηγός των κλεφτών, μαζί με τον Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Τούρκων και σκοτώθηκε στην Κυπαρισσία το 1785 (εδώ θα πρέπει να πούμε ότι τα άλλα τρία παιδιά του Μάρκου Ντάρα, θανατώθηκαν από τους Τούρκους με τη μέθοδο του παλουκώματος στην Παλουκόρραχη στη Σκάλα Μεσσηνίας).
Ο Αντώνης Ντάρας, ο οποίος χαρακτηριζόταν ως ο Νέστορας των Ντρέδων για την σωφροσύνη του,  φίλος και αδελφοποιτός του Κολοκοτρώνη ο οποίος έλαβε μέρος σε πολλές μάχες κατά την επανάσταση και φυλακίστηκε για την συμμετοχή του στην Μεσσηνιακή Επανάσταση.
Ο Αντώνης και Γιώργης Συρράκος, ο Δημητράκης Πανώτης, ο Σημαιοφόρος των Ντρέδων Δήμος Κατσικάρης και πολλοί άλλοι για τους οποίους θα χρειαζόμασταν πολύ χρόνο για να τους απαριθμήσουμε όλους.
Είναι ένα θέμα για μια ξεχωριστή εκδήλωση για να τιμήσουμε όλους αυτούς.
Εκατόν ογδόντα χρόνια μετά την εξέγερση ενάντια στην Αντιβασιλεία του Όθωνα και την επέμβαση των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους τιμούμε τους πρωταγωνιστές εκείνης της εξέγερσης, τον Γιαννάκη Γκρίντζαλη, τον Αναστάσιο Τζαμαλή, τον Μητροπέτροβα αλλά και όλους εκείνους τους ανώνυμους και επώνυμους που στήριξαν το εγχείρημα αυτό.
Εκατόν ογδόντα χρόνια από την εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες δύο εκ των ηγετών της εξέγερσης αυτής, του Γκρίντζαλη και του Τζαμαλή καθώς και την φυλάκιση του Μητροπέτροβα, του γηραιότερου οπλαρχηγού του αγώνα για ανεξαρτησία και ελευθερία.
Αλλά για να καταλάβουμε καλύτερα για ποιό λόγο, αυτοί οι αγωνιστές της λευτεριάς, μετά την απελευθέρωση και την ίδρυση του κράτους, βγήκαν πάλι στα βουνά. Πρέπει να δούμε τον ρόλο που έπαιξαν οι «εγγυήτριες» για την ανεξαρτησία της Ελλάδας δυνάμεις καθώς και οι Κοτζαμπάσηδες με τους Φαναριώτες, και τους μεγαλοκαραβοκύρηδες της Ύδρας, όχι μόνον μετά την απελευθέρωση, αλλά και κατά την διάρκεια του αγώνα.
Ο Δημήτρης Φωτιάδης υποστήριζε: «Το Εικοσιένα, όπως το ξέρουμε μέσα από την επίσημη ιστορική παράδοση, μοιάζει με το αντεστραμμένο είδωλο που βλέπουμε να καθρεφτίζεται στα θολά νερά μιας λίμνης. Είναι βέβαια η ίδια εικόνα, μα δοσμένη από την ανάποδη. Για να αναγνωρίσει κανείς το αληθινό Εικοσιένα, πρέπει να σκύψει πάνω σ’ άλλα κείμενα, σ’ εκείνα που προετοίμασαν τον σηκωμό, σ’ αυτά που γράφτηκαν όσο βρόνταγε το καρυοφίλι κι’ άστραφτε το γιαταγάνι και στα απομνημονεύματα των αγωνιστών, του Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του Φωτάκου και τόσων άλλων». 
Ο αγώνας για την λευτεριά, ξεκίνησε σε μια εποχή που η Ιερά Συμμαχία και ειδικά ο Καγκελάριος της Αυστρίας Μέττερνιχ υποστήριζε: «Δεν υπάρχει Ελληνικόν Έθνος, ούτε αναγνωρίζονται μέσα στο Τουρκικόν Κράτος άλλες εθνότητες παρά μόνον οι Τούρκοι» (Φιλήμονα, δοκίμιον περί Ελληνικής Επαναστάσεως).
Την εποχή που ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση, εθνικοαπελευθερωτική στη μορφή και αστική στο περιεχόμενο, στις περισσότερες χώρες είχε συντελεστεί παλινόρθωση των βασιλικών δυναστειών, παρότι σε ορισμένες από αυτές είχαν διατηρηθεί άθικτες οι αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που κληροδότησε η Γαλλική Επανάσταση. Έτσι κι αλλιώς στο πλαίσιο του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής είχε αρχίσει καιρό πριν να αναπτύσσεται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ενδυναμώνοντας τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της αστικής τάξης. Η αστική τάξη αναδείχτηκε στο πέρασμα μιας χρονικής περιόδου που ξεκινά από τα μέσα του 16ου αιώνα στην πρωτοπόρα δύναμη της κοινωνικής προόδου που ερχόταν σε αντίθεση με τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες λειτουργούσαν ως τροχοπέδη για την παραπέρα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Ο προοδευτικός ρόλος της αστικής τάξης περιορίστηκε κυρίως στο να οργανώσει τον Εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Τα πρωτοποριακά της στελέχη όμως, κράτησαν ψηλά τη σημαία των δημοκρατικών παραδόσεων και αγωνίστηκαν για να δώσουν στον Ελληνικό λαό μαζί με την εθνική και την πολιτική ελευθερία.
Οι μεγάλες δυνάμεις επέβαλαν στον Ελληνικό λαό το μοναρχικό πολίτευμα και έτσι τα βάσανά του δεν τέλειωσαν.
Γι’ αυτό χρειάστηκαν νέοι αγώνες που συνεχίζονται μέχρι και σήμερα.
Πραγματικά, οι ηρωισμοί και τα κατορθώματα των αγωνιστών του ‘21 ήταν Ηράκλειοι άθλοι. Μια χούφτα απροσκύνητων, που οι Τούρκοι και οι Κοτζαμπάσηδες τους αποκαλούσαν «κλέφτες» γιατί «έκλεβαν» αυτά που οι ίδιοι έκλεβαν από τον σκλαβωμένο λαό, αποτέλεσαν τη μαγιά του στρατού του ’21 που εναντιώθηκε σε μια μεγάλη αυτοκρατορία, την Οθωμανική, και με τις κυβερνήσεις της Ευρώπης αντίθετες σε κάθε ενέργεια που θα χαλούσε την ηρεμία τους.
Έτσι έσπειραν το μίσος ανάμεσα στους Έλληνες μέχρι που το 1824, οδηγηθήκαμε στον πρώτο εμφύλιο. Μίσος το οποίο σιγόκαιγε από την εποχή του μεγάλου διωγμού των κλεφτών εξ αιτίας της εχθρικής στάσης που κράτησαν οι Κοτζαμπάσηδες απέναντι στους Κλέφτες. 
Για τις προτάσεις του Παπαφλέσσα για την οργάνωση του αγώνα δήλωναν ότι είναι «μωραί και απηλπισμέναι ως μη έχουσι κανενός είδους βάσιν και θεμελιώδεις αποδείξεις». Τον φυλάκισαν στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου και έβαλαν φρουρά από καλόγερους για να μην φύγει.
Τα δύο πρώτα χρόνια της επανάστασης, την ηγεσία του αγώνα την είχαν οι αγωνιστές των οποίων μόνος σκοπός ήταν η λευτεριά της πατρίδας από την σκλαβιά των Τούρκων και των Κοτζαμπάσηδων.
Μετά τα μέσα του 1822 και ειδικότερα μετά τη συντριβή του Δράμαλη στα Δερβενάκια, φάνηκε πως η επανάσταση στεριώνει και τότε εμφανίστηκαν να διεκδικούν την ηγεσία της Φαναριώτες και Κοτζαμπάσηδες, δηλαδή αυτοί που αντιτάχθηκαν στο ξεκίνημά της. Τώρα αφού είδαν ότι η λευτεριά έρχεται, ήρθαν να φέρουν τα πάνω κάτω. Από εδώ και στο εξής, λόγο θα έχουν αυτοί που καπηλεύονται τα πάτρια και τα ιερά. Όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης «οι ασυνείδητοι, δια να κάμει ο καθείς τους σκοπούς του άλλος βγάνει ομπρός τη θρησκεία, άλλος την πατρίδα κι όσο και θέλουν και σέβονται οι τοιούτοι αυτά τα γερά, τόσο καλό να χουν».
Αυτοί που αναρριχήθηκαν στην ηγεσία της Χώρας ως προσωρινή κυβέρνηση το μόνο που έκαναν ήταν να δημιουργούν προβλήματα στους φυσικούς αρχηγούς της επανάστασης κυρίως οικονομικά και με τα χρήματα που συγκέντρωναν οι φιλέλληνες σε Ευρώπη και Αμερική, αντί να τα χρησιμοποιήσουν για τον αγώνα, δημιουργούσαν μισθοφορικό στρατό για να εδραιώσουν την εξουσία τους.
Από το ξεκίνημα της επανάστασης χρειάστηκαν χρήματα για τον αγώνα. Μα τα χρήματα δεν μπορούσαν να βρεθούν από το εσωτερικό. Τα πλιάτσικα τα μοιράζονταν κάποιοι οπλαρχηγοί για να τα χρησιμοποιήσουν στον αγώνα και άλλοι για ίδιο όφελος. Και αυτά δεν έφταναν.
Μέσα στην αναμπουμπούλα του πολέμου, οι Κοτζαμπάσηδες λειτουργούσαν όπως ήθελαν και δεν μπορούσε να μπει σε εφαρμογή καινούργιο δημοσιονομικό σύστημα που να εξυπηρετεί και τους ταμειακούς σκοπούς του πολέμου.
«..κατά τας κρισίμους στιγμάς του Αγώνος, ο Ελληνικός αρχοντισμός (κοτζαμπασιδισμός) απέβλεψεν εν πλειοψηφία εις τα ίδια προσωπικά υλικά συμφέροντα μετά τοιαύτης λύσσης ώστε να διακινδυνεύση και αυτήν την ύπαρξιν της πατρίδος» (Ζωγράφου Ιστορία Ελ. Γεωργίας).
Έτσι, οι προσωρινές κυβερνήσεις κατέφυγαν στον δανεισμό από το εξωτερικό.    
Αλλά και τι να πει κανείς για τα δάνεια που πήραν οι κυβερνήσες. Αυτά τα ληστρικά δάνεια, ένα το 1824 ονομαστικής αξίας 800.000 λιρών που για να δοθεί αυτό το δάνειο έπαιξε ρόλο η προσωπικότητα και ο λόγος του Μπάϋρον αλλά και η υποθήκευση των εθνικών κτημάτων, των τελωνείων των αλυκών και των διβαριών. Το δάνειο δόθηκε στο 59% της ονομαστικής αξίας και αφαιρώντας έξοδα,  χρεωλύσια,  αμοιβές των μεσιτών και έξοδα του Ορλάνδου και Λουριώτη, εκπροσώπων της Ελλάδας για την διαπραγμάτευση του δανείου, στην Ελλάδα έφτασαν περίπου 300.000 λίρες. Αλλά και από το δεύτερο δάνειο του 1825 ονομαστικής αξίας 2.000.000 λιρών έφτασαν στα χέρια της Κυβέρνησης μόνο 600.000 λίρες δηλαδή δόθηκε στο 55% της ονομαστικής του αξίας αφαιρουμένων όλων των παραπάνω εξόδων.
Θα μου πείτε και δικαιολογημένα βέβαια, είναι τόσο κακό ένα δάνειο; Θα απαντήσω πως όχι, εάν διατεθεί για τον σκοπό για τον οποίο έχει συναφθεί. Οι Ορλάνδος και Λουριώτης, μόλις έγιναν κύριοι του υπολοίπου του δανείου, αντί να συνεργαστούν με το Φιλελληνικό κομιτάτο στην Αγγλία, αρνήθηκαν κάθε σχέση μαζί του και παρέδωσαν το δάνειο στους ξένους τραπεζίτες, σε αυτούς  που μας δάνεισαν με ληστρικούς όρους, για να το διαχειριστούν.
Η κυβέρνηση, προσέλαβε από την Ευρώπη στρατηγούς, αλλά και έναν  Ναύαρχο, τον Κόχραν ως διοικητή του στόλου (που δεν υπήρχε) πληρώνοντάς τον από τα λεφτά του δανείου 37.000 λίρες. Δόθηκε παραγγελία σε ναυπηγείο για έξι ατμόπλοια έναντι 130.000 λιρών με τον όρο να βρίσκονται στην Ελλάδα στα τέλη του 1825 και να χρησιμοποιηθούν για τις ανάγκες του αγώνα.
Κάποια από αυτά, ήταν παραγγελία της Αιγυπτιακής Κυβέρνησης, η οποία όμως αρνήθηκε να τα παραλάβει λόγω της κακής κατασκευής τους. (Τώρα αν κάποιος κάνει συνειρμούς με σύγχρονες παραγγελίες υποβρυχίων με προβλήματα δεν θα έχει άδικο).
Μόνο ένα από αυτά, το «Καρτερία», κατάφερε το φθινόπωρο του 1826 να καταπλεύσει. Άλλα δυο έφτασαν το 1827 και τα υπόλοιπα τρία διαλύθηκαν για παλιοσίδερα στα ναυπηγεία του Λονδίνου.
Και ο μεγάλος Ναύαρχος Κόχραν, που πληρωνόταν αδρά, έφτασε στην Ελλάδα την Άνοιξη του 1827.
Βέβαια, για όλη αυτή την κακή εξέλιξη, δεν ήταν αμέτοχες οι μεγάλες δυνάμεις και κυρίως η Αγγλία.
Έβλεπε η Αγγλία (η φιλοτουρκοτάτη και η μισελληνικοτάτη των Ευρωπαϊκών δυνάμεων) «Καρολίδης Ιστορία ιθ αιώνος», να της ξεφεύγει ο στόχος για ελεύθερη μεν Ελλάδα αλλά υποτελή στον Σουλτάνο, περιορισμένη μόνο στην Πελοπόννησο και τα νησιά των Κυκλάδων. Αλλά η επανάσταση είχε αρχίσει να εδραιώνεται και στη Ρούμελη.
Έτσι, με όργανά τους τον Μαυροκορδάτο και την προσωρινή κυβέρνηση, όχι μόνο δημιουργούσαν προβλήματα στον Καραϊσκάκη και έφτασαν μέχρι και την δολοφονία του Ανδρούτσου, αλλά προσπάθησαν να διεισδύσουν και να ελέγξουν και οικονομικά το υπό σύσταση Κράτος.
Τούτος ο όμορφος τόπος είναι γεμάτος βάσανα, παλιά και καινούργια. Και τι δεν πέρασε… Αίμα δάκρυα, πείνα, γύμνια, φλόγες χαλάσματα. Πολλές φορές βάλθηκαν να μας σβήσουν από το πρόσωπο της γης, μα πάντα ξαναγεννιόμαστε από τις στάχτες μας, σαν εκείνο το μυθικό πουλί, τον Φοίνικα που ξαναγεννιόταν μέσα από τις στάχτες του.
Με αγώνες οχτώ χρόνων και ποταμούς αιμάτων και παρά την αντίθετη θέληση των Κοτζαμπάσηδων, των Φαναριωτών και των ξένων δυνάμεων αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδας.
Μια Ελευθερία και ανεξαρτησία που φάνταζε τόσο μεγάλη και όμορφη στα μάτια και τις καρδιές όλων εκείνων που έδωσαν το αίμα τους γι’ αυτό το σκοπό.
Όμως, εδώ ξεκινάνε  τα δύσκολα.
Η Αγγλία, ήταν αντίθετη με την εκλογή του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη και έπρεπε με κάθε τρόπο να τον βγάλει από τη μέση. Για να το καταφέρει, πρότεινε στις άλλες δυο δυνάμεις, την Γαλλία και Ρωσία, η Ελλάδα να κυβερνάται Μοναρχικά. Και οι άλλες δυο δυνάμεις το δέχθηκαν.
Μετά από αναζήτηση, κατέληξαν στο πρόσωπο του Λεοπόλδου, μικρότερου γιού του Δούκα Φραγκίσκου. Μετά από ένα χρόνο παραιτήθηκε και έγινε Βασιλιάς του Βελγίου.
Οι Άγγλοι θεώρησαν υπεύθυνο της παραίτησης του Λεοπόλδου, τον Καποδίστρια. Έτσι και με τη σύμφωνη γνώμη της Γαλλίας, δημιούργησαν εστίες έντασης με κέντρο την Ύδρα.
Τον Σεπτέμβριο του 1831, οι Μαυρομιχαλαίοι δολοφόνησαν τον Κυβερνήτη στο Ναύπλιο.      
Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια τα πάθη ξέσπασαν σε εμφύλιο σπαραγμό. Η Ελλάδα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα. Από την μια πλευρά οι Συνταγματικοί και από την άλλη οι Καποδιστριακοί.
Ο Κωλέτης πρότεινε να συσταθεί αμέσως προσωρινή κυβερνητική επιτροπή από τον ίδιο, τον αδελφό του Καποδίστρια Αυγουστίνο και τον Κολοκοτρώνη.
Σε λίγες μέρες, ο καιροσκόπος αυτός πολιτικός, όπως ήταν πάντα σ’ όλο το διάστημα της επανάστασης, πήγε με το μέρος της αντιπολίτευσης.
Οι ξένοι, άρχισαν να αναρωτιούνται αν είμαστε έτοιμοι να διοικηθούμε μόνοι μας. Κάποια Αγγλική εφημερίδα έγραψε ειρωνικά: «στους Έλληνες δώσαμε την ελευθερία και αυτοί βιάζονται να μας την επιστρέψουν».
Βλέποντας οι ξένοι πως οι Ελληνικές κυβερνήσεις ήταν αδύναμες και ευάλωτες, προσπαθούσαν να τις προσεταιρισθούν.
Η κάθε ξένη δύναμη, ήθελε να δέσει την χώρα, στο δικό της άρμα. Και βέβαια ήθελαν να εξασφαλίσουν τις δόσεις για τα δάνεια που είχαν εγγυηθεί.Επειδή υπήρχε ο φόβος η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχό τους, έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί ηγεμόνας για την Χώρα.
Έτσι, μετά από αναζητήσεις και πάλι στους Βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, βρέθηκε στην αυλή της Βαυαρίας ο πρίγκιπας Όθων.
Ήταν ο γιός του Λουδοβίκου της Βαυαρίας, 17 ετών, ανώριμος όχι μόνο λόγω ηλικίας, αλλά και «κληρονομικώς μη απολύτου αρτιότητος» όπως παραδέχεται ο Παπαρηγόπουλος.
Και ο Π. Χαλκιόπουλος, Υπουργός την εποχή του Όθωνα λέει γι’ αυτόν: «Ο βασιλεύς εκ φύσεως ήτο δύσνους, πείσμων και αυτάρχης, ασυμβίβαστος επομένως με τον χαρακτήρα του Έθνους…».
Στις 25 Ιανουαρίου 1833 έφθασε στο Ναύπλιο ο Όθωνας συνοδευόμενος από τρείς επιτρόπους Αντιβασιλείς, τον Ιωσήφ Άρμανσμπέργκ ως προϊστάμενο των Αντιβασιλέων, τον Τζώρτζ Μάουρερ και τον Κάρολο Έιντεκ, καθώς και μια κουστωδία συμβούλων, αλλά και ένα σώμα στρατού αποτελούμενο από 5.000 «εθελοντές» (ο νέος στρατός κατοχής). «το μεγαλύτερο μέρος του αποτελέσθη εξ αλητών, εκ του συρφετού του Γερμανικού λαού…» έλεγε ο Χριστόφορος Νέζερ, υπολοχαγός του βαυαρικού στρατού. 
Οι μπαρουτοκαπνισμένοι αγωνιστές, ο στρατός του ‘21 στρατός έτοιμος και εμπειροπόλεμος, (άλλωστε το είχε αποδείξει με τον αγώνα και τις θυσίες τόσων χρόνων), που χωρίς τους ηρωισμούς και τις θυσίες του, ούτε ο Όθωνας και οι Αντιβασιλείς ούτε οι Στρατηγοί και οι αυλικοί θα ερχόντουσαν αφέντες στον τόπο, αγνοήθηκε και στην θέση του ήρθαν 5.000 βαυαροί «εθελοντές». 
Τον Μάρτιο του 1833, δημοσιεύτηκε διάταγμα «περί διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων». Όπως γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης «οι αγωνιστές σπάζανε τα ντουφέκια τους πάνω στα βράχια, άλλοι βγήκαν κλέφτες στα βουνά και άλλοι σήκωσαν μαύρα μπαϊράκια και πήγαν στην Τουρκιά κυνηγημένοι από τους βαυαρούς, για να βρούνε ένα κομμάτι ψωμί να φάνε».
Το Εικοσιένα, μέχρι που ήρθαν οι Βαυαροί, παρέμενε ζωντανό. Λαός και αγωνιστές ελπίζανε πως θα δικαιώνονταν οι τεράστιες θυσίες τους. Αλλά οι ξένοι και οι δικοί μας καλοθελητές διαφορετικά σκεφτόντουσαν και ενεργούσαν. Οι αγωνιστές, ήταν γι’ αυτούς μια δύναμη ύποπτη και εχθρική που έπρεπε να χτυπηθεί. Θέλησαν λοιπόν «να πνίξουν το επαναστατικό πνεύμα δια μιας, δια του σιδήρου».
Την απόφαση αυτή των ξένων την υπερθεμάτιζαν όπως γράφει ο Κρέμος «τινές των Ελλήνων, οίτινες, ενώ οι συμπατριώται αυτών εμάχοντο και εσφάζοντο υπέρ της ελευθερίας της Ελλάδος, είχον διαμείνει λίαν ήσυχοι εν τη Αλλοδαπή, επέστρεψαν δε μετά ταύτα εις την Ελλάδα επιπολαίως παιδευθέντες και ηξίουν να λάβωσι τας καλλίστας των θέσεων και τους αδροτάτους των μισθών».  
Βέβαια η ιστορία επαναλαμβάνεται και τέτοιες καταστάσεις η πατρίδα μας αναγκάστηκε να τις ζήσει πολλές φορές στην πορεία της.
Οι Αντιβασιλείς κατάλαβαν πως η εξουσία που τους δόθηκε ήτανε ανεξέλεγκτη και χωρίς καμιά ευθύνη και λόγο έδιναν μόνο στο Θεό. Δημιούργησαν ένα  γραφειοκρατικό συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης που από τότε βασανίζει τον τόπο.
Ακόμα και αυτό που και οι Τούρκοι σεβάστηκαν, την αυτοδιοίκηση, δηλαδή την ελεύθερη εκλογή των δημογερόντων, την κατάργησαν. Ο Βασιλιάς ή ο νομάρχης  όριζαν όποιον ήθελαν ως Δήμαρχο αλλά έδιναν την εξουσία στον Νομάρχη να παύει όποιον έχανε την εμπιστοσύνη τους.
Ότι γινόταν τότε από την Τρόϊκα της εποχής, γίνεται σήμερα και πάλι στην πατρίδα μας από την Τρόϊκα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η λευτεριά ενός λαού, δεν ολοκληρώνεται με την αποχώρηση του κατακτητή αλλά απαιτείται και η Κοινωνική απελευθέρωση την οποία ο Ελληνικός λαός δεν γνώρισε.
Η συγκίνηση και η οργή για τη σκηνοθετημένη δίκη και την άδικη θανατική καταδίκη των Πλαπούτα και Κολοκοτρώνη, φούντωσε τον αναβρασμό κατά της Αντιβασιλείας και των Βαυαρών. Εκτός απ’ αυτά, η περιφρόνηση των αγωνιστών, τα αντιλαϊκά νομοθετήματα της Αντιβασιλείας, η ξενοκρατία και η ακρίβεια δημιουργούσαν εκρηκτική κατάσταση. Τον Ιούλιο του 1834 Οι κάτοικοι της Τριφυλίας, μη αντέχοντας άλλο αυτά που γινόντουσαν, ξεσηκώθηκαν.
Σε μια από τις επαναστατικές προκηρύξεις για τους σκοπούς της επανάστασης αναφέρεται  μεταξύ των άλλων:
“Απεφασίσαμε, να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνάμεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιεζομένου λαού“  Αρχηγοί της επανάστασης αυτής ήταν ο Κόλιας κι’ ο Μήτρος Πλαπούτας, ο Γιαννάκης Γκρίντζαλης, ο  Μήτροπέτροβας, ο Νικήτας Ζερμπίνης, ο Ασημάκης Στεργιόπουλος, ο Αναστ. Τζαμαλής, ο Μήτρος Αναστασόπουλος, ο Δημάκος Τζαβέλης, ο Νικολός Μποζινάκης. 
Σκοποί της επανάστασης ήταν , « να φτηνήνη το βιός, να διώξουν εν γένει τους Φαναριώτας, να δίδουν 10% στους δημητριακούς καρπούς, να καταργήσουν το φόρο των ποιμνίων όλων, να δίδουν εις μέν τας ιδιόκτητους αμπέλους 40 λεπτά το στρέμμα, εις δε τας εθνικάς 120 λεπτά, να τους δοθώσιν οι στρατιωτικοί βαθμοί, να αποδοθώσιν εις τους στρατιωτικούς όσα έχουν λαμβάνειν από εκδουλεύσεις, να μείνη ελεύθερος η υλοτομία εις έκαστον ανεμποδίστως, να θρονισθή ο βασιλιάς, να ελευθερωθούν οι στρατηγοί, να φύγουν οι Βαυαροί.»
Η κατάθεση αυτή του γηραιότερου καπετάνιου του αγώνα, του  Μητροπέτροβα , βεβαιωμένη επίσημα από τον Κανέλλο Δεληγιάννη, δείχνει καθαρά το κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό περιεχόμενο της επανάστασης. 
Ήταν η πρώτη οργανωμένη ένοπλη εξέγερση ενάντια στον Όθωνα και το θεσμό της Βασιλείας. Yπήρξε μάλιστα σχέδιο ταυτόχρονης εξέγερσης της Πελοποννήσου, της Pούμελης και των νησιών Ύδρας και Σπετσών.
Στις 27 Iούλη 1834 η εξέγερση άρχισε από το χωριό Mπέλεσι, με πρωτεργάτη έναν πρώην οπλαρχηγό της επανάστασης του 1821, τον Aσημάκη Στεργιόπουλο
O Kόλιας Πλαπούτας, με ομάδες ενόπλων χωρικών, όταν πέρασε από τα χωριά του Αλφειού, έδωσε μάχη με τους χωροφύλακες, τους νίκησε και κατευθύνθηκε προς την Ανδρίτσαινα, όπου ενώθηκε με το σώμα του αδελφού του Mήτρου Πλαπούτα και του Nικήτα Zερμπίνη, ανιψιού του Θεόδωρου Kολοκοτρώνη. 
Στις 29 Iούλη ο έπαρχος Oλυμπίας Λάζαρος Kρεστενίτης, ανέφερε στο νομάρχη Mεσσηνίας Δημήτριο Xρηστίδη, ότι σε ολόκληρη την επαρχία έχουν συλληφθεί οι κρατικοί υπάλληλοι και έχουν καταλυθεί οι αρχές. Tο ίδιο βράδυ ένοπλοι Ντρέδες από τα χωριά Ψάρι και Σουλιμά, μπήκαν κρυφά στην Κυπαρισσία, και κρύφτηκαν σε σπίτια συνεργατών τους. Άλλοι οπλισμένοι αγρότες κατέλαβαν το κάστρο της πόλης. Την άλλη μέρα, όλοι μαζί, ενώθηκαν με το σώμα του Γιαννάκη Γκρίντζαλη και επιτέθηκαν στο κτίριο της νομαρχίας καθώς και στο σπίτι του βασιλικού εφόρου.
Στις 31 Iούλη ο νομάρχης, ο διευθυντής της νομαρχίας και ο βασιλικός έφορος οδηγήθηκαν στο Ψάρι, ως όμηροι και έμειναν εκεί μέχρι τις 11 Αυγούστου. Στην Κυπαρισσία οι εξεγερμένοι κατήργησαν όλα τα κρατικά όργανα, αντικαθιστώντας τα με μια άμεσα ανακλητή επιτροπή. Ταυτόχρονα, οι πρώην οπλαρχηγοί  Mητροπέτροβας και A. Tζαμαλής, εξεγέρθηκαν στο χωριό Γαράντζα της επαρχίας  Aνδρούσας.
Στο χωριό Aσλάναγα οι κάτοικοι, αρχικά, δεν δέχθηκαν τους εξεγερμένους, αλλά κατόπιν άλλαξαν γνώμη και έδιωξαν τη στρατιωτική δύναμη που στάθμευε εκεί. Tο ίδιο έγινε και στο Nησί, στις 2 Aυγούστου.
Στο μεταξύ, ο Mητροπέτροβας είχε ξεσηκώσει όλα τα χωριά της μεσσηνιακής πεδιάδας και σχεδίαζε να επιτεθεί στην Καλαμάτα. Άλλαξε, όμως, γνώμη, επιτέθηκε στην Ανδρίτσαινα, συνέλαβε το μοίραρχο και κατέλαβε την πόλη. Προχώρησε, με επιτυχία, στα χωριά των επαρχιών Γορτυνίας και Oλυμπίας. Στις 2 Αυγούστου κατέλαβε το χωριό Λεοντάρι και τη Μεγαλόπολη, χωρίς μάχη. Στις 4 Αυγούστου οι κάτοικοι της Δημητσάνας σταμάτησαν να υπακούουν στο στρατό, καί τελικά  τα κρατικά όργανα κυνηγημένα αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Τρίπολη. Σχεδιαζόταν επίθεση και ενάντια στην Τρίπολη από τους εξεγερμένους, αλλά καθυστέρησε, παρ’ ότι είχαν καταληφθεί όλα τα γύρω χωριά.
Η Κυβέρνηση της Αντιβασιλείας υπό την προεδρία του Κωλέττη κινήθηκε όμως αποτελεσματικά. Εξασφάλισε τα νώτα της, παραχωρώντας αμνηστεία στους Μανιάτες και προαγωγές στους Ρουμελιώτες. Απέλυσε τον Υπουργό Παιδείας Σχινά, που συγκέντρωνε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και είχε «στοχοποιηθεί» απ’ την προκήρυξη των επαναστατών. Ταυτόχρονα, πέρασε στην επίθεση, κηρύσσοντας στρατιωτικό νόμο στην Μεσσηνία και σε περιοχές της χώρας όπου εκδηλωνόταν συμπάθεια προς την εξέγερση, και οχύρωσε την Τρίπολη.
Στις 7 Αυγούστου ο στρατηγός Σμαλτς, με 2.000 στρατιώτες, επιτέθηκε στους εξεγερμένους και τους απώθησε. Οι πρωτεργάτες της εξέγερσης επικηρύχθηκαν αντί του ποσού των 30.000 δραχμών ο καθένας. Ποσό τεράστιο για τα δεδομένα εκείνης της εποχής. Αποφασίσθηκε, επίσης, ο αφοπλισμός των κατοίκων όσων χωριών πήραν μέρος στην εξέγερση, ενώ το χωριό Aσλάναγα πυρπολήθηκε. Οι πρωτεργάτες της επανάστασης συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν.
Συγκροτήθηκε το «κατά την Μεσσηνία και Καρύταιναν Έκτακτον Στρατιωτικόν Δικαστήριον» που συνεδρίασε στην Κυπαρισσία στις 15 Σεπτεμβρίου 1834 με πρόεδρο τον Θωμά Γκόρντον και επίτροπο τον Δημήτριο Σούτσο.
Πρώτος δικάστηκε από το στρατοδικείο ο Γιαννάκης Γκρίντζαλης.
Η εφημερίδα «Σωτήρ» τον ονόμαζε τον «γενναιότερο και δραστηριότερο των κορυφαίων της Πελοποννησιακής ανταρσίας».
Η δίκη του άρχισε στις 15 Σεπτέμβρη και τελείωσε μετά από δύο ημέρες. Δεν προσπάθησε ούτε μια στιγμή να μεταθέσει σε άλλον το βάρος για να σωθεί αλλά ανέλαβε όλη την ευθύνη.
Το δικαστήριο επέβαλε την ποινή του θανάτου στον Γιαννάκη Γκρίντζαλη ποινή που εκτελέστηκε μέσα σε δύο ώρες από την ανακοίνωσή της πράγμα που δεν επέτρεψε ούτε την τυπική διαδικασία του αιτήματος για απονομή χάρης από τον βασιλιά.
Η εκτέλεση έγινε στη θέση Τρουμπέ της Κυπαρισσίας.
Τα τελευταία λόγια του ήρωα ήταν: «ΑΔΕΛΦΙΑ, ΑΔΙΚΑ ΠΕΘΑΙΝΩ, ΓΥΡΕΨΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ».
Η ομοβροντία έσβησε για πάντα τη φωνή του και ο Γκρίντζαλης, ο αγωνιστής της λευτεριάς σωριάστηκε νεκρός στη γη από Ελληνικά βόλια. Έπεσε θύμα μιας πλεκτάνης των ξένων και των δικών μας που ήθελαν να πνίξουν τις ιδέες και τους σκοπούς του ’21.
Ο επίτροπος Σούτσος πρότεινε την αθώωση 13 άλλων κατηγορουμένων. Αυτό δεν άρεσε στην Κυβέρνηση και τον αντικατέστησε με τον Άγγλο Μάσονα.
Η έδρα του στρατοδικείου μεταφέρθηκε στην Πύλο. Εδώ μεταφέρθηκαν για να δικαστούν, οι «κακούργοι» Νικηταράς, Δημήτρης Καλλέργης, ο Γενναίος και ο Κολίνος Κολοκοτρώνης, ο Σπηλιάδης, ο Βαλσαμάκης ο Τσώκρης κα ο Στρατηγόπουλος.
Πρώτος, μετά την αλλαγή στη σύνθεση του δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου, δικάστηκε ο Μητροπέτροβας.
Στην απολογία του στο δικαστήριο κατακεραυνώνει τους δικαστές λέγοντας: «Έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, γιατί τόσο εγώ όσο και οι συγγενείς μου και οι άλλοι πατριώτες μου, από τότε που ήρθαμε στον κόσμο, το ντουφέκι και το σπαθί δεν έλειψε από την πλάτη μας πολεμώντας συνέχεια για την πίστη μας και την πατρίδα. Λυπάμαι μονάχα που τώρα στα τελευταία μου δεν κατάφερα να ξεπαστρέψω τη λούβα και την ξένη αβδέλα που έκατσε στο σβέρκο του δυστυχισμένου ραγιά και του πίνει το αίμα»
Καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετατράπηκε από τον Όθωνα σε ισόβια δεσμά ως «υπέργηρου και ως αγωνισθέντος υπέρ πατρίδος».
Στο τέλος δικάστηκαν για τα γεγονότα στο Ασλάναγα τρείς κατηγορούμενοι. Ο Αναστάσης Τζαμαλής, ο Τήκρας και ο Κάβδας.
Ο Μάσον ζήτησε την καταδίκη και των τριών σε θάνατο, αλλά το δικαστήριο αθώωσε τους δύο και καταδίκασε σε θάνατο μόνον τον Τζαμαλή.  Ήταν μόνο τριάντα χρονών.
Μόλις άκουσε την απόφαση, ζήτησε από τους δικαστές να δει για τελευταία φορά την γυναίκα του και τα ανήλικα παιδιά του.
Ο Μάσον όμως αρνήθηκε να εκτελέσει την τελευταία του επιθυμία και τον οδήγησαν στον τόπο της εκτέλεσης.
Στάθηκε ολόισιος μπροστά στο απόσπασμα και αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια. «Όχι», είπε στον υπαξιωματικό, «θέλω ν’ αντικρύσω το χάρο μ’ ανοιχτά μάτια».  
Οι υπόλοιποι καταδικάσθηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις, και απελευθερώθηκαν με χάρη, όταν ενηλικιώθηκε ο Όθωνας.
Το επόμενο χρονικό διάστημα οι αντιστάσεις στην Πελοπόννησο καθώς και σε άλλα μέρη της Ελλάδας συνεχίσθηκαν μέχρι και την έξωση του Όθωνα.
Η μεγάλη αυτή Πελοποννησιακή επανάσταση, πού πήρε το όνομα ειρωνικά Βλαχοεπανάσταση (των Βλάχων, δηλαδή των χωρικών, σε αντιδιαστολή των τσιοπέλων δηλαδή των αστών), δεν έχει περιγραφεί, αναλυθεί και κριθεί. Και όμως, αποτελεί, την ένοπλη συνέχεια του ειρηνικού κινήματος Ρώμα – Πλαπούτα κατά της ξενοκρατίας και της φαυλότητας, μεγάλο κεφάλαιο της νεώτερης ιστορίας μας.
Η Μεσσηνιακή επανάσταση του 1834 είχε όραμα και για τα σοβαρά προβλήματα της εποχής και για την κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών με την παραχώρηση Συντάγματος. Μάλιστα προηγήθηκε κατά 9 χρόνια της Επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου 1843 και 14 της παραχώρησης Συντάγματος στη Βαυαρία, την ιδιαίτερη πατρίδα του Όθωνα. Αποτελεί την πρώτη προσπάθεια, στο ελεύθερο πλέον ελληνικό κράτος, για τη μεταμόρφωση του αγρότη από δουλοπάροικο σε καλλιεργητή της δικής του γης, πολλές δεκαετίες πριν από το Κιλελέρ, που αποτελεί ιστορικό ορόσημο των αγώνων της αγροτιάς για την οικονομική και κοινωνική της αποκατάσταση.
Ωστόσο, το ιστορικό αυτό γεγονός έμενε για πολλά χρόνια στο περιθώριο της Ιστορίας και μόνο το 1998, με πρωτοβουλία του Προοδευτικού Συλλόγου Ψαραίων, της Ομοσπονδίας Συλλόγων Χωριών Ορεινής Μεσσηνίας και της Κοινότητας Ψάρι, έγινε στο Άνω Ψάρι ο πρώτος εορτασμός της. Τα αμέσως επόμενα χρόνια το κατερειπωμένο σπίτι του Γιαννάκη Γκρίτζαλη - όπου γίνεται η κατάθεση στεφανιών - χαρακτηρίστηκε από το αρμόδιο Υπουργείο ως διατηρητέο ιστορικό μνημείο. Παράλληλα αποφασίστηκε ο εορτασμός της επετείου να γίνεται με οργάνωση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μεσσηνίας.
Επιβάλλεται να γίνει γνωστή στη νέα γενιά η Επανάσταση της 30ής Ιουλίου 1834, ένα γεγονός αφετηριακής και θεμελιακής σημασίας για τη νεότερη ελληνική Ιστορία, και να πάρει τη θέση που του αρμόζει στη διδασκαλία της Νεοελληνικής Ιστορίας στα σχολεία.
Ακόμα χρειάζεται η άμεση αποκατάσταση του σπιτιού του Γιαννάκη Γκρίντζαλη, η αποκατάσταση του ερειπωμένου εδώ δίπλα μας ενός από τα πρώτα δημόσια γραμματοδιδασκαλεία της ελεύθερης Ελλάδας, αλλά και η ανάδειξη του ιστορικού οικισμού, που είναι σήμερα σχεδόν ακατοίκητος και είναι γνωστός και με την ονομασία «Μυστράς της Μεσσηνίας» με το χαρακτηρισμό του σε παραδοσιακό διατηρητέο.
Η Μεσσηνιακή Επανάσταση είναι μια παρακαταθήκη για όλους μας αλλά ιδιαίτερα για τη νέα γενιά, που οφείλουμε να διαφυλάξουμε.
Τιμάμε όλους όσους συμμετείχαν στην Μεσσηνιακή Επανάσταση για την μεγάλη τους προσφορά για να έχει ο Ελληνικός Λαός, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

*Πρόεδρος του Προοδευτικού Συλλόγου Ψαρραίων Αττικής

 

**Αποσπάσματα του κειμένου διάβασε ο Διονύσης Αθανασόπουλος την Κυριακή στην επέτειο της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834, στο Πάνω Ψάρι, ως κύριος ομιλητής της εκδήλωσης