Δευτέρα, 27 Οκτωβρίου 2014 00:00

Τι άλλαξε και δεν μπορείς Έλληνα να αντισταθείς;

Τι άλλαξε και δεν μπορείς Έλληνα να αντισταθείς;

Της Μαρίας Κρόμπα** 
Βρισκόμαστε στο τέλος της τέταρτης δεκαετίας του 1900. Ατμόσφαιρα βαριά επικρατεί στην Ευρώπη. Η σκιά του πολέμου πλανιέται απειλητική στον ορίζοντα των κρατών. Ο Άξονας ετοιμάζεται πυρετωδώς. Οι πρώτες νίκες του χαρίζουν την αλαζονεία και τρέφουν τα όνειρα και τις ελπίδες μιας κοσμοκρατορίας. Αντίθετα σ' όλους τους άλλους πλανιέται ο φόβος και η απογοήτευση. Πολύ γρήγορα, το ένα μετά το άλλο, όλα τα κράτη, υποκύπτουν στο φοβερό κατακτητή... 

Της Μαρίας Κρόμπα** 
Βρισκόμαστε στο τέλος της τέταρτης δεκαετίας του 1900. Ατμόσφαιρα βαριά επικρατεί στην Ευρώπη. Η σκιά του πολέμου πλανιέται απειλητική στον ορίζοντα των κρατών. Ο Άξονας ετοιμάζεται πυρετωδώς. Οι πρώτες νίκες του χαρίζουν την αλαζονεία και τρέφουν τα όνειρα και τις ελπίδες μιας κοσμοκρατορίας. Αντίθετα σ' όλους τους άλλους πλανιέται ο φόβος και η απογοήτευση. Πολύ γρήγορα, το ένα μετά το άλλο, όλα τα κράτη, υποκύπτουν στο φοβερό κατακτητή...

Η Ελλάδα μας, στην άκρη της Ευρώπης, γνωρίζει τη μοίρα της, μα ξέρει και το καθήκον της. Πρώτο χτύπημα φοβερό, ο άνανδρος τορπιλισμός της «Έλλης» τη μέρα που τιμούσε ευλαβικά τη Μεγαλόχαρη, μέσα στο λιμάνι της Τήνου. Αυτό ήταν μια προειδοποίηση από τα μαυρισμένα σύννεφα του Βορρά.
Η Ιταλία, σκέλος του Άξονα, αναλαμβάνει την κατάκτηση των Βαλκανίων, που με την Κρήτη θα αποτελέσουν τη γέφυρα για τη Μέση Ανατολή. Οι Ιταλοί, ενθουσιασμένοι και μεθυσμένοι από τις πρώτες τους νίκες προχωρούν ακάθεκτοι. Τα κράτη των Βαλκανίων, άλλα χωρίς πόλεμο και άλλα με μικρή αντίσταση, το ένα μετά το άλλο καταρρέουν.
Σε λίγες μέρες οι Ιταλοί βρίσκονται στα Αλβανικά σύνορα. Ζήτημα ωρών, σκέφτονται, η κατάκτηση της Ελλάδας. Έτσι έφτασε η μεγάλη και αξέχαστη εκείνη νύχτα της 28ης Οκτωβρίου. Είναι χαράματα. Η ατμόσφαιρα είναι ηλεκτρισμένη. Πολλοί αγρυπνούν. Τα πράγματα είναι σοβαρά.
Ο Ιταλός πρεσβευτής στην Ελλάδα Γκράτσι ξυπνά τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ιωάννη Μεταξά και του παραδίδει τελεσίγραφο. Να πώς περιγράφει ο Γκράτσι τη συνάντησή του με τον Μεταξά: «Ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3.00 το πρωί. Είπα στον Μεταξά ότι η κυβέρνησή μου μού είχε αναθέσει να του παραδώσω προσωπικά ένα κείμενο με το οποίο η ιταλική κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον ελληνικό χώρο από της 6ης πρωινής. Όταν ο Μεταξάς τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο και με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε: Λοιπόν έχουμε πόλεμο». Η εισβολή αρχίζει. Στην Αθήνα και στις άλλες πόλεις το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ο κόσμος ξυπνά με τον ήχο των σειρήνων. Κηρύσσεται επιστράτευση. Τα πανηγύρια στους δρόμους θυμίζουν μάλλον στιγμές ευτυχίας και όχι πολέμου. Κατά δεκάδες χιλιάδες οι άντρες σπεύδουν να καταταγούν για να πολεμήσουν. Αναστατώνονται τα πάντα, όχι από φόβο, αλλά από ενθουσιασμό.΄Όλοι είναι βιαστικοί. Τρέχουν να προλάβουν, να φτάσουν γρήγορα στο μέτωπο, να πολεμήσουν, να υπερασπιστούν την τιμή και την αξιοπρέπεια της Πατρίδας μας. Είναι αγαθό πολύτιμο η λευτεριά και το ξέρουν. Σε λίγο χρόνο, με το τραγούδι στο στόμα και τον ενθουσιασμό στην ψυχή, έχουν φτάσει «πάνω εκεί στης Πίνδου μας τις κορφές».
Με τις πρώτες μάχες τα Ιταλικά στρατεύματα παθαίνουν αληθινές πανωλεθρίες. Τι κι αν είναι πολλαπλάσιοι από τους Έλληνες; Οι λιγοστοί Έλληνες με το φτωχό εξοπλισμό γίνονται ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών. Πολεμούν όλοι τους σαν ήρωες και πολύ σωστά αργότερα σ' όλο τον κόσμο θα ακουστεί: «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες».
Και δεν έχουν να αντιμετωπίσουν μόνο τις σφαίρες και τα κανόνια των εχθρών. Χειμώνας βαρύς τους βρίσκει με ελάχιστα εφόδια, στις παγωμένες κορφές της Ηπείρου. Ο ανεφοδιασμός πολλές φορές είναι αδύνατος. Οι Ηπειρώτισσες όμως, άξιες κόρες της Τζαβέλαινας, κουβαλούν στην πλάτη τους εφόδια και ζεστά ρούχα. Αψηφούν τις κακουχίες και το κρύο γιατί έχουν μέσα τους τη φλόγα της λευτεριάς που ζεσταίνει την ψυχή τους.
Να πως περιγράφει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Ζαούσης αυτήν τους την προσπάθεια:
«Ολόκληρος ο πληθυσμός της Πίνδου από τους πιο φτωχούς και πεινασμένους της ορεινής Ελλάδας ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος. Και αυτές οι μοναδικές, οι απαράμιλλες γυναίκες των χωριών που κάθε βράδυ γύριζαν στα χωριά ζαλωμένες με κλαδιά και σακιά υποκατέστησαν στην Πίνδο τα μεταγωγικά. Κουβαλούσαν τα πυρομαχικά σκυφτές, λυγισμένες στα δύο από το βάρος της κάσας των φυσιγγιών που τους βάραινε την πλάτη. Στο γυρισμό κατέβαζαν τραυματίες για το νοσοκομείο και τη νύχτα στα φτωχικά σπίτια μπάλωναν τα μουσκεμένα ρούχα των φαντάρων. » 
Οι πρώτες Ελληνικές νίκες, μοναδικές μέχρι τώρα κατά του Άξονα, αναπτερώνουν το ηθικό της ανθρωπότητας. Οι νίκες των μαχητών του Γράμμου, ζεσταίνουν τις παγωμένες ψυχές των ανθρώπων και ζωντανεύουν τις ελπίδες τους.
Όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί του κόσμου στέλνουν μηνύματα και ύμνους στους άξιους απογόνους της Μεγάλης Ελλάδας. Ντροπή και απογοήτευση κυριεύει τους Ιταλούς. Οι υπερήφανες και σιδηρόφρακτες στρατιές τους συντρίβονται. Το ηθικό τους πέφτει. Μια ολόκληρη αυτοκρατορία δεν μπορεί να νικήσει μια χούφτα Έλληνες.
Πίστευαν ότι η συντριβή των Ελλήνων ήταν ζήτημα ωρών και τώρα πέρασαν μήνες, έχασαν χιλιάδες στρατιώτες. Έριξαν τόνους πυρομαχικά, όμως δεν κατάφεραν τίποτα.
Έξι μήνες πάλεψαν οι Έλληνες μα δε δείλιασαν ούτε λεπτό. Τώρα όμως οι στρατιές γίνονται δύο. Τα φοβερά γερμανικά Στούκας  σπέρνουν τον όλεθρο και την καταστροφή στις μεγάλες ελληνικές πόλεις. Οι εχθροί πατούν τα  χώματα της πατρίδας μας, τον αξέχαστο εκείνο Απρίλιο του '41. Αρχίζουν τα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Ο λαός υποφέρει από την πείνα και χιλιάδες πεθαίνουν αβοήθητοι στους δρόμους. Ο αγώνας του Ελληνικού λαού για λευτεριά δε σταματά, όπως δε σταμάτησε ποτέ. 41-44. Εθνική αντίσταση. Ιερός λόχος. Ελ Αλαμέιν. Άλλη μια λαμπρή σελίδα του σύγχρονου Ελληνισμού.
Στα βουνά της Αλβανίας, οι Έλληνες έδωσαν σάρκα και οστά στο ΟΧΙ, έδωσαν κάτι από τη δική τους σάρκα και τα δικά τους οστά

… άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι, ένα χέρι

άλλος άφησε ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχής του

καθένας κι έναν ή πιότερους νεκρούς…                          

γράφει ο Ρίτσος

έδειξαν στην ανθρωπότητα ότι η υπεροχή δεν ανήκει στο πλήθος, ανήκει σ' εκείνους που λατρεύουν τη λευτεριά, ανήκει σ' αυτούς που φλογίζονται απ' αγάπη για την πατρίδα,  ανήκει  σ' αυτούς που πιστεύουν στα αγνά της ανθρωπότητας ιδανικά, σ' αυτούς που αψηφούν το θάνατο και τους κινδύνους.
Με τον 21ο αιώνα να προχωρά, χάνεται πια σιγά σιγά ο βηματισμός των ανθρώπων που πολέμησαν στην Αλβανία, σβήνουν οι μαρτυρίες, πεθαίνουν οι πρωταγωνιστές, αλλάζει ο τόπος. Όμως η μνήμη αυτού του αγώνα, του αγώνα που μας κράτησε ελεύθερους δεν μπορεί και δεν πρέπει ποτέ να σβήσει. Γι’ αυτό κι εμείς γυρίσαμε πίσω στα βουνά της Ηπείρου και όπου αλλού γράφτηκαν οι σελίδες αυτής της ιστορίας. Γυρίσαμε πίσω γιατί ο αγώνας αυτών των ανθρώπων μας αφορά άμεσα, και εμάς και τα παιδιά μας.
Ιδιαίτερα σήμερα, που η χώρα μας έχει να αντιμετωπίσει πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις συμφερόντων και ανταγωνισμού, που οι θεσμοί αποδυναμώνονται και οι αξίες φθείρονται, σήμερα που οι καιροσκόποι, οι δημαγωγοί και οι έμποροι ιδεών και εθνικών ταυτοτήτων λυμαίνονται την ψυχή των λαών στο όνομα της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
Σήμερα που φειδωλή και ντροπαλή η εθνική μας αξιοπρέπεια καμώνεται πως γιορτάζει κάτω από το αυστηρό βλέμμα της επιτήρησης. Σήμερα που στενάχωρα είναι όλα. Μέσα μας, γύρω μας, παντού!
«Το αδιέξοδο της χώρας μας, στις ψυχές των κατοίκων της»
Πατρίδα υποτελής και υπόχρεη.
«Πατρίδα πεδίο βολής φθηνό»
Πατρίδα έρμαιο, της απληστίας των τοκογλύφων, των ισχυρών του χρήματος, των δανειστών που γυρεύουν πίσω τα λεφτά τους. Σε υποτιμούν άμοιρη πατρίδα για να σε αγοράσουν τζάμπα αύριο.
Πεθαίνω σαν χώρα! Ακούς την κραυγή; Βλέπεις κι εσύ το κακό που μας βρήκε;
Πατρίδα, κατοχή και αντίσταση: κι αν οι λέξεις άδειασαν με τα χρόνια, δε φταίνε οι λέξεις, οι ζωές μας άδειασαν!
Πριν λιποψυχήσουν οι λέξεις, λιποψυχεί το φρόνιμα των ανθρώπων, η θέληση των λαών να παραμείνουν αδούλωτοι!
Μα γιατί; Οι παππούδες μας πολέμησαν στην Αλβανία, οι γονείς μας γεννήθηκαν μέσα στην Κατοχή κι εμείς 74 χρόνια μετά, σε Κατοχή πάλι, γιατί δεν αντιστεκόμαστε, γιατί δεν πολεμάμε, γιατί παραιτούμαστε;
Τι άλλαξε και δεν μπορείς Έλληνα να αντισταθείς;
Δεν αξίζει; Δεν το αξίζει η ζωή σου; Δεν το αξίζει η ζωή των παιδιών σου;
Πόσοι άνθρωποι αυτοκτονούν;
Πόσοι νέοι (επιστήμονες κυρίως) εγκαταλείπουν την πατρίδα μας για να προσφέρουν ως μετανάστες στην Αμερική, στην Αυστραλία, στη Γερμανία, στη Γαλλία, τις πολύτιμες υπηρεσίες τους;
Τελικά μήπως είμαστε πολλοί και δε χωράμε σε τούτη τη χώρα; Μήπως είναι φτωχιά η Ελλάδα μας και δεν έχει να μας θρέψει; Ή μήπως είναι απλά ζήτημα πολιτικών επιλογών και οικονομικών συμφερόντων;
Από ποιον λοιπόν μπορεί να περιμένει τούτη η Πατρίδα;
Απ’ αυτόν που ξεπορτίζει τα κεφάλαιά του από τη χώρα ή από εσένα που παραμένεις με το πεζούλι σου εδώ;
Εδώ να μείνουμε! Να μη φύγει κανείς!
Να μοιραστούμε αν χρειαστεί ακόμα και τη φτώχια  μας, την ανάγκη, την οργή μας, μα να μην εγκαταλείψουμε!
(Γι’ αυτό…)
«Τα καράβια μου καίω/δεν θα πάω πουθενά…
Κι ας μη μου ‘χεις χαρίσει ποτέ/ένα χάδι ως τώρα/πάντα εδώ θα γυρνώ
από πείσμα και τρέλα θα ζω/σε τούτη τη χώρα/ώσπου να βρω νερό
γιατί ανήκω εδώ
Σταυρωμένη πατρίδα/μες στα μάτια σου είδα/της ανάστασης φως».
Καλή Ανάσταση, Πατρίδα! 

*Εκπαιδευτικός, διευθύντρια του 19ου Δημοτικού Σχολείου Καλαμάτας
**Η ομιλία δόθηκε στις 27 Οκτωβρίου, στην επετειακή εκδήλωση της Περιφερειακής Ενότητας Μεσσηνίας για την 28η Οκτωβρίου, στο αμφιθέατρο του Διοικητηρίου «Αλέξανδρος Κουμουνδούρος»