Του Μιχάλη Δημητρακόπουλου*
«Η ορθοφροσύνη είναι στον κόσμο το πράμα το καλυτέρα μοιρασμένο, γιατί ο καθένας βρίσκει πως είναι τόσο καλά εφοδιασμένος με ορθοφροσύνη, ώστε κι εκείνοι ακόμα που ικανοποιούνται δυσκολότατα σε κάθε άλλο πράμα, δεν έχουν τη συνήθεια να ποθούν περισσότερη απ’ όση έχουν»
René Descartes
Ας κάνουμε μια γρήγορη ανασκόπηση του εκπαιδευτικού συστήματος κοιτώντας αποκλειστικά την διαδικασία εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ξεκινώντας απ’ τις Δέσμες που κράτησαν αρκετά χρόνια, είχαμε εξετάσεις σε 4 μαθήματα, με αρκετά μεγάλη εξεταστέα ύλη και συνήθως δύσκολα θέματα. Το κυρίαρχο όμως σημείο του συστήματος ήταν ο διαχωρισμός των παιδιών με βάση τις επιδιώξεις τους. Έτσι η επιλογή μιας δέσμης απέκλειε την εισαγωγή σε σχολές άλλων δεσμών.
Οι υποψήφιοι συμπλήρωναν το μηχανογραφικό δελτίο πριν απ’ τις βαθμολογικές επιδόσεις τους, άρα φτάναμε στο σημείο να υπάρχουν μαθητές που πίστευαν ότι είναι πιθανό να περάσουν σε μια απ’ τις πρώτες προτιμήσεις τους και τελικά να μένουν απ’ έξω. Μάλιστα οι δευτεροδεσμίτες που κατευθύνονταν προς τις ιατρικές σχολές, όπου ο ανταγωνισμός ήταν σκληρός, έφταναν στο σημείο να μην εισάγονται πουθενά ακόμα κι αν είχαν συμπληρώσει βαθμό 17 ή και 18 (με άριστα το 20). Είχαμε δηλαδή το φαινόμενο να πετάμε έξω απ’ τα ελληνικά πανεπιστήμια πολύ καλά μυαλά. Φυσικά όσα παιδιά είχαν την οικονομική δυνατότητα στρέφονταν κατευθείαν σε σχολές του εξωτερικού. Οι υπόλοιποι ξανάδιναν εξετάσεις με εκείνη την ανεκδιήγητη ρύθμιση, με βάση την οποία είχαν δικαίωμα να κρατούν την βαθμολογία σε όσα μαθήματα είχαν γράψει καλά και να ξαναπροσπαθούν για τα υπόλοιπα. Συναγωνιζόντουσαν έτσι αυτούς που έδιναν για πρώτη φορά, όχι βέβαια επί ίσοις όροις, με αποτέλεσμα να λέγεται ευρέως ότι αν θες να μπεις σε μια σοβαρή σχολή, πρέπει να το προγραμματίσεις για τουλάχιστον δυο χρονιές και άλλα τέτοια τραγελαφικά. Τιμωρούσαμε λοιπόν πολύ σκληρά έναν υποψήφιο ο οποίος στα 17 του είχε το όνειρο να γίνει γιατρός. Σε μεγάλο ποσοστό μπορεί οι ιατρικές σχολές να είχαν και συνεχίζουν να έχουν μια αίγλη, αλλά ελάχιστα ήταν τα παιδιά που με παρωπίδες «έβλεπαν» μόνο αυτές και απέκλειαν άλλα ενδεχόμενα. Τους απέκλειε όμως τις πράγμασι το σύστημα.
Ήρθε λοιπόν η μεταρρύθμιση Αρσένη κι άλλαξε άρδην το τοπίο. Πέρα από το γεγονός ότι μετέτρεψε το σύνολο των εξετάσεων της Γ΄ Λυκείου σε εισαγωγικές (13 μαθήματα… ) έφερε κάποιες καινοτομίες που είναι απαραίτητες και γι’ αυτό δεν έχουν ανατραπεί απ’ όλους τους μετέπειτα υπουργούς Παιδείας, οι οποίοι μη μπορώντας να προτείνουν κάτι αξιόλογο δικό τους, απλώς πετσόκοβαν επί χρόνια το σύστημα Αρσένη. Δεν πείραξαν όμως το ότι το μηχανογραφικό συμπληρώνεται μετά την ανακοίνωση των βαθμολογιών, άρα ο καθένας έχει μια εικόνα των δυνατοτήτων του. Επίσης παραμένει η διόρθωση του προφορικού βαθμού σε σχέση με τον γραπτό, διότι δεν μπορεί το Υπουργείο να εμπιστευτεί τους καθηγητές του για αμεροληψία (κάτι που έχουν δεχτεί αδιαμαρτύρητα χρόνια τώρα). Μέχρι τις ανακοινώσεις για το Νέο Λύκειο δεν είχε καν αλλάξει ο αλγόριθμος υπολογισμού του Βαθμού Πρόσβασης, απλώς λιγόστευαν τα μαθήματα που χρειάζονταν για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι σαφώς λαϊκίστικου χαρακτήρα καινοτομίες των μετά Αρσένη υπουργών ήταν να κάνουν τα μαθήματα 9 από 13 και εν τέλει 6 και να καταργήσουν τις εξετάσεις της Β’ Λυκείου. Κανείς βέβαια δεν ασχολήθηκε με το γεγονός ότι τα 6 μαθήματα κάνουν πιο δύσκολα τα πράγματα απ’ ό,τι τα 9, διότι ο βαθμός ενός μαθήματος είναι το 16% του συνόλου, ενώ πριν το κάθε μάθημα αποτελούσε χοντρικά το 11% του συνόλου. Είναι αυτονόητο ότι με τα πιο πολλά μαθήματα η αποτυχία σε ένα η δυο εξετάσεις δεν δημιουργεί τετελεσμένο όπως δημιουργεί κάτι αντίστοιχο σήμερα με τα 6 μαθήματα (και θα γίνει πολύ εντονότερο με τα 4 που έρχονται).
Επίσης κανείς δεν κατάλαβε γιατί έπρεπε να καταργηθούν οι εξετάσεις στην Β΄ λυκείου, ειδικά μάλιστα μετά από την ρύθμιση ότι ο βαθμός τους θα έπαιζε ρόλο κατά ένα ποσοστό, μόνο αν ήταν υψηλότερος απ’ αυτόν της Γ΄ λυκείου.
Είναι δεδομένο πως πληρώνουμε μια λαϊκίστικη μανία, που έχει εκτραφεί και από τα ΜΜΕ, περί λίγης ύλης, λίγων μαθημάτων και δημιουργίας όλο και περισσότερου ελεύθερου χρόνου για τα παιδιά. Η τελευταία σπασμωδική ρύθμιση με την επανεισαγωγη της Πληροφορικής, η οποία δεν γνωρίζουμε ακόμα πως θα γίνει και σε ποιες σχολές θα επικρατήσει σε βάρος της Χημείας, δείχνει το πολύ απλό. Ότι δηλαδή, 4 μαθήματα στις εισαγωγικές εξετάσεις είναι λίγα. Δεν είναι αρκετά για να κρίνουν τις ικανότητες (δεξιότητες) των υποψηφίων σε σχέση με τα επιστημονικά αντικείμενα προς τα οποία κατευθύνονται. Υπάρχει ένα αντικειμενικό πρόβλημα που συνεχίζουν να αγνοούν επιδεικτικά οι αρμόδιοι. Όταν έχουν απ’ τα πράγματα και λόγω εξέλιξης δημιουργηθεί τόσοι πολλοί διαφορετικοί επιστημονικοί τομείς, δεν μπορείς να συνεχίζεις με 4 μαθηματάκια να κρίνεις τους ανθρώπους που θα ασχοληθούν μ’ αυτά.
Δυστυχώς όμως, όποιος αποτολμήσει να αναφέρει κάτι τέτοιο είναι αυτόματα καταδικαστέος, διότι θα κατηγορηθεί ότι θέλει να προσθέσει φορτίο στα ήδη κουρασμένα νιάτα της πατρίδας μας.
Αποδεχόμαστε με ευκολία όμως να τα αναγκάσουμε να επιλέξουν απ’ τα 17 τους, διαδρομή σπουδών με αποκλεισμούς. Με απλά λόγια αυτός που θα επιλέξει Πληροφορική δεν θα ’χει δικαίωμα να μπει σε μια σειρά από σχολές που έχουν σχέση με την Χημεία, όπως Χημικοί Μηχανικοί, Μηχανικοί Περιβάλλοντος, Γεωπόνοι, κ.λπ. και φυσικά και αντίστροφα τα παιδιά που θα επιλέξουν Χημεία, αποκλείονται από μια σειρά σχολών. Φυσικά οι ανεγκέφαλοι εμπνευστές όλου αυτού του συνονθυλεύματος δεν σκέφτηκαν τι θα γίνει με σχολές που χρειάζονται και τα δυο.
Αυτή είναι ίσως και μια από τις κυριότερες οπισθοδρομήσεις του λεγόμενου Νέου Λυκείου. Το γεγονός δηλαδή ότι καταργεί την δυνατότητα που έδινε ο νόμος 2525/97 περί επιλογής σχολών και επαναφέρει την λογική των Δεσμών με τα στεγανά και το καναλιζάρισμα των υποψηφίων σε στρούγκες.
Είναι γνωστό εκ των προτέρων τι θα συμβεί, διότι πρόκειται για επανάληψη φαινομένου. Τα παιδιά θα αποφύγουν κατευθύνσεις «δύσκολες» και θα οδηγηθούν σωρηδόν στα υποθετικά εύκολα λειτουργώντας στην παλιά λογική της 4ης Δέσμης που μάζευε πέρα απ’ αυτούς που πραγματικά ήθελαν οικονομικές σχολές κι όλους τους «καταφρονεμένους», που δια της εις άτοπον απαγωγής κατέληγαν εκεί, προκειμένου να πάρουν το απολυτήριο του Λυκείου και ταυτόχρονα να δοκιμάσουν και την τύχη τους στις εξετάσεις.
Το υπουργείο Παιδείας έφερε μέσα στον νόμο για το Νέο Λύκειο ένα σύστημα εισαγωγής με ομάδες προσανατολισμού και επιστημονικά πεδία στημένο κυριολεκτικά στο γόνατο και τώρα στο παρά πέντε προσπαθούν να μπαλώσουν τα προβλήματα που ανακύπτουν. Ανακαλύπτουν τώρα ότι δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει ο αυστηρός διαχωρισμός που είχαν αρχικά θέσει και έχει ξεκινήσει ένα ράβε ξήλωνε σχολών κι επιστημονικών πεδίων. Οι στρατιωτικές σχολές δεν μπορούν να αποτελέσουν ένα ξεχωριστό πεδίο όπως είχαν αρχικά αφήσει να εννοηθεί, άρα πρέπει να ενταχθούν στα προβλεπόμενα. Για να αποφύγουν το αδιέξοδο που δημιουργούν τα 5 επιστημονικά πεδία, αποφάσισαν να εντάξουν κάποιες σχολές σε παραπάνω από ένα επιστημονικά πεδία. Πρόκειται για λύσεις ανάγκης που δεν είναι σίγουρο ότι δεν θα γεννήσουν νέες δυσαρμονίες και αδιέξοδα.
Απ’ την άλλη πλευρά κανείς δεν εξηγεί λογικά το γιατί απαγορεύεται μέσω του συστήματος σε ένα μαθητή, ο οποίος έχει αρκετές προτιμήσεις, να δοκιμάσει την τύχη του σε παραπάνω από μια κατευθύνσεις, επιλέγοντας να εξεταστεί ίσως και σε περισσότερα μαθήματα.
Η μόνη διέξοδος, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση εφόσον δεν υπάρχει θέμα αναμόρφωσης συνολικά του συστήματος, είναι η τροποποίηση του νόμου που ρυθμίζει τα των εισαγωγικών εξετάσεων σ’ αυτό το σημείο. Οι τελειόφοιτοι του Λυκείου και άρα υποψήφιοι θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να δώσουν εξετάσεις σε όσα μαθήματα θέλουν. Τα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ θα είναι υποχρεωμένα να καθορίσουν ποια μαθήματα θεωρούν ως προαπαιτούμενα και με ποιον συντελεστή βαρύτητας. Έτσι κάποιος που θα ήθελε Ιατρικές σχολές αλλά δεν θα του κακοφαινόταν και μια θέση στο Πολυτεχνείο, θα πρέπει απλώς να ξέρει από νωρίς ότι θα εξεταστεί σε όλα τα μαθήματα που απαιτούν αυτές οι σχολές.
Με τις διατάξεις που ισχύουν για το Νέο Λύκειο, επαναφέρουμε αγκυλώσεις και περιορισμούς που ίσχυαν αρκετά χρόνια πριν και όλοι πιστεύαμε ότι έχουμε αφήσει οριστικά πίσω μας.
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε το δικαίωμα σαν κοινωνία να στερήσουμε από τους νέους ανθρώπους την ελεύθερη επιλογή της διαδρομής τους στη ζωή και στις σπουδές που θέλουν να κάνουν. Αρκετά τους έχουμε στερήσει με το ζοφερό μέλλον που τους επιφυλάξαμε.