ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Του Γιώργου Γιαννόπουλου*
1. Πολιτισμός είναι να φτάνουν τα τραίνα στην ώρα τους;
Αν κοιτάξει κανείς τις συζητήσεις που ήδη ξεκίνησαν για το θέμα, στον τοπικό τύπο και στα social media, διαπιστώνει μια διάσταση απόψεων για το τί εννοούμε “πολιτισμός”. Πολλοί τείνουν να συμπεριλάβουν σε αυτό τον όρο πράγματα όπως αναπλάσεις δημόσιων χώρων, λίφτινγκ προσόψεων, ευταξία, κοινωνική ευπρέπεια και άλλα πολλά, που θα λέγαμε ότι σε γενικές γραμμές αφορούν στην ποιότητα ζωής και είθισται να θεωρούνται δείγματα “πολιτισμού” στον δυτικό κόσμο, πλην όμως δεν μπορούν να μπουν κάτω από τον στενότερο ορισμό της λέξης “κουλτούρα” που δεν είναι μεν ελληνική, αλλά είναι πολύ πιο κοντά στον ορισμό και το νόημα του θεσμού.
Η απαίτηση για ποιότητα ζωής, κοινωνική υπευθυνότητα και αλληλεγγύη, ομαλή συνύπαρξη στο δημόσιο χώρο κλπ, αφορά φυσικά σε πράγματα επιθυμητά, αλλά κατά την ταπεινή μου γνώμη εντάσσονται -σαν επιδιώξεις- σε πιο μακροπρόθεσμες διαρκείς και σύνθετες κοινωνικές διεργασίες, και επιπλέον μπορεί να λειτουργούν ανταγωνιστικά με το ζητούμενο σε κάποιες συγκυρίες. Και αυτό γιατί οι απόψεις για τον λεγόμενο “πολιτισμό της καθημερινότητας” είναι κατά κανόνα και σε μεγάλο βαθμό ιδεολογικά φορτισμένες, συνδέονται άμεσα με οικονομικές ή και πολιτικές ατζέντες (παράδειγμα οι “θετικές δράσεις” τύπου “ατενίστας”, “λευκές νύχτες” κλπ, που προβάλλονται ως επιχείρημα για να κλείσει η συζήτηση για τα της τωρινής διαχείρισης της κρίσης, και να πάμε παρακάτω -όπως είμαστε- σε αντιπαράθεση με τον “μιζεραμπιλισμό” και την “αρνητικότητα” των διαφωνούντων, αλλά και ο υποτίθεται ουδέτερος λόγος για το εμπορικό και τουριστικό κέντρο της Αθήνας που δεν πρέπει να διαταράσσεται από διαδηλωτές ούτε να ρυπαίνεται από πολιτικά συνθήματα ή γκράφιτι), και η εμπειρία δείχνει ότι ευνοούν εγχειρήματα κατ' ουσίαν κοινωνικού αποκλεισμού, όπως η έμμεση ιδιωτικοποίηση δημόσιων χώρων (βλ. μελέτη ανάπλασης της Πανεπιστημίου), ο “εξευγενισμός” αστικών περιοχών (βλ. Γκάζι, Μεταξουργείο) ή πιο προσωρινά όπως η μεταφορά αστέγων και εξαρτημένων εκτός του σκηνικού της διοργάνωσης (στην Αθήνα του 2004 και στο Σάο Πάολο του 2014).
Όμως κουλτούρα υπήρξε και υπάρχει και στις πιο υποβαθμισμένες συνθήκες (σε βαμβακοφυτείες, προσφυγικά, γκέτο ή και στρατόπεδα συγκέντρωσης για να μιλήσουμε ενδεικτικά για μουσική) και η συνθήκη της κρίσης μας υποχρεώνει να εξετάσουμε την κουλτούρα μέσα σε συνθήκες κοινωνικής κατάρρευσης, ένδειας και πτώσης του βιοτικού επιπέδου.
2. Το πολιτιστικό σχέδιο - Άυλη υποψηφιότητα
Ως τώρα -και αυτό ισχύει για όλη την περιφέρεια της χώρας- έχουν συσσωρευθεί πολιτιστικές υποδομές, θεσμοί και φορείς (δημόσιοι, ιδιωτικοί, δημοτικοί ή “από τα κάτω”) με διαφορετικές χρονικές αφετηρίες, με διαφορετικές αντιλήψεις και προθέσεις -κοντόφθαλμες, ευκαιριακές και ασύνδετες κατά κανόνα- οι οποίες ωστόσο κατέληξαν (αφού πρώτα αναπαρήγαγαν σε τοπικό επίπεδο αυτό που ίσχυε σε εθνικό και ευρωπαϊκό, ήτοι την εξάρτηση, την διαπλοκή, την χειραγώγηση και την ενσωμάτωση σε επιδιώξεις ισχυρών πόλων της αγοράς και της πολιτικής, σχετικών ή άσχετων με την κουλτούρα καθ' αυτή) να κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, υποκύπτοντας στον “παράξενο ελκυστή” της πολυεπίπεδης κρίσης, που είναι και κρίση της νεοφιλελεύθερης κυρίαρχης ιδεολογίας, και άρα των όρων παραγωγής και κατανάλωσης πολιτιστικού (εντός και εκτός εισαγωγικών) προϊόντος.
Αυτό που μπορεί να κάνει κανείς στα πλαίσια της σύνταξης του φακέλου διεκδίκησης -η οποία είναι, για την ώρα και στην καλύτερη περίπτωση, μια μελέτη για την μακροπρόθεσμη πολιτιστική πολιτική της πόλης μας (και ας υποθέσουμε εδώ στο ότι όλοι συμφωνούμε πως ο πολιτισμός είναι ένας από τους πυλώνες κάθε σχεδίου βιώσιμης ανάπτυξης)- είναι κατ' αρχήν η καταγραφή του πολιτιστικού μας αποθέματος και η αποτίμηση της κατάστασής του και της ως τώρα συμβολής του, και στη συνέχεια η απόπειρα να εφευρεθούν νέες χρήσεις για τις υπάρχουσες υποδομές και να επανανοηματοδοτηθούν οι υπάρχοντες θεσμοί, έχοντας κατά νου -γιατί όχι- και τις δυνατότητες ένταξής τους σε ένα γενικότερο περιφερειακό αλλά και εθνικό πολιτιστικό σχεδιασμό.
Η συγκυρία επιτάσσει να είναι μια κατά κύριο λόγο “άυλη” πρόταση (με διαρκείς εκθέσεις, θεματικούς κύκλους κλπ, παρά με εντυπωσιακά events), και η τωρινή άνιση ανάπτυξη του δήμου επιβάλλει μια “χωροταξία” της πρότασης με έμφαση στην περιφέρεια και τις μη-προνομιούχες περιοχές εκτός κέντρου, καθώς και την εξάντληση των δυνατοτήτων διαδημοτικής συνεργασίας σε επίπεδο νομού.
Και κυρίως ας αρκεστούμε στο να επενδύσουμε στον πολιτισμό για τον πολιτισμό - μια φύσει δημοκρατική και ζωτική επένδυση, κόντρα στις, συνήθως επιπόλαιες, ενστάσεις ως προς το “ποιους αφορά και ποιους ωφελεί”- αφού οι εκτιμήσεις για τον “πολλαπλασιαστή” των πολιτιστικών επενδύσεων στους άλλους τομείς της ανάπτυξης, είναι αρκετά επισφαλείς (αλλιώς δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί καθόλου το πόσα θα επενδύσουμε) και επί πλέον οι προηγούμενες Ελληνικές εμπειρίες δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές σε σχέση με τον επιμερισμό του όποιου οφέλους.
3. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που δεν διαθέτουμε κατ' αποκλειστικότητα
Η υποψηφιότητα της Καλαμάτας δεν παύει να είναι μια Ελληνική υποψηφιότητα για έναν Ευρωπαϊκό θεσμό, και ως εκ τούτου το σκεπτικό της θα πρέπει να αναζητήσει τα σημεία που συναρθρώνεται το τοπικό με το εθνικό και το Ευρωπαϊκό, η ιστορία και το παρόν, ο πολιτισμός και τα πεδία με τα οποία αλληλεπιδρά ή επιθυμούμε να αλληλεπιδράσει.
Η ιδέα να συνδεθεί η πρόταση διεκδίκησης του χρίσματος της πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης για το 2021 με την συμπλήρωση 200 ετών από την κήρυξη της Ελληνικής επανάστασης, είναι πιθανόν τόσο παλιά, όσο και η ίδια η ιδέα της διεκδίκησης.
Και βέβαια είναι μια καλή ιδέα, που εκπληρώνει το κριτήριο της κοινής ευρωπαϊκής αναφοράς -όχι μόνο επειδή η Ελληνική επανάσταση συνδέεται προφανώς με το πνεύμα του διαφωτισμού, και τις μεγάλες επαναστάσεις -την Γαλλική και την Αμερικάνικη- που καθόρισαν ιδεολογικά πολιτικά και θεσμικά τη σύγχρονη Ευρώπη, αλλά λόγω του ρεύματος του φιλελληνισμού- ενός Ευρωπαϊκού κυρίως φαινομένου, μοναδικού στην έντασή του αλλά και στην υπόστασή του, καθώς συνδύαζε τον ουμανισμό, τον φιλελευθερισμό αλλά και τον ρομαντισμό, την τέχνη (και την αισθητική), την πολιτική και την ιδεολογία, με έναν τρόπο που είναι έκτοτε αναπόσπαστο κομμάτι της Ευρωπαϊκής κληρονομιάς. Συν τοις άλλοις μας δίνει ένα ευρύτατο φάσμα ιδεών -που καλύπτει ένα μέρος απ' τις απαιτήσεις για σημαντικές εκθέσεις, εκδηλώσεις κλπ, με αξιοποίηση του ρόλου του πανεπιστημίου και των υφιστάμενων υποδομών- καθώς ήταν ένα ρεύμα που εκφράστηκε -αλλά και προήλθε- από το χώρο του πνεύματος.
Θα είναι όμως κοινός τόπος για όλες τις υποψήφιες Ελληνικές πόλεις.
Το τουριστικό επίσης προφίλ “αρχαιότητες, ήλιος, θάλασσα” δεν μπορεί να λείπει, όμως για την Καλαμάτα πρέπει να έχει δεύτερο ρόλο και δεν προσφέρεται από μόνο του για διακριτό “branding” (όπως θα έλεγαν οι τεχνοκράτες). Η Πελοπόννησος έχει τη Σπάρτη (ένα όνομα αναγνωρίσιμο σχεδόν όσο και η Αθήνα που δεν κατόρθωσε ωστόσο να μεταφραστεί σε τουριστικό ρεύμα), Επίδαυρο, Μυκήνες, Μυστρά, και όλα αυτά δεν είναι στη Μεσσηνία.
Ούτε και η έννοια της “αυθεντικότητας” (μεταφραζόμενη έστω στις σύγχρονες δημοφιλείς αντιλήψεις για παρθένο περιβάλλον, αποανάπτυξη, αντικαταναλωτισμό, ποιοτική διατροφή και εναλλακτικό lifestyle), παρ' όλο που βεβαίως και πρέπει να υπάρχει σαν συνιστώσα, δεν μπορεί να συνδεθεί μονοσήμαντα και ισχυρά με την πόλη μας. Η Τρίπολη -που υποτίθεται ήταν πίσω από μας και φοβόμασταν μη μας κλέψει ιδέες (αιτιολογικό που προβλήθηκε κάποια στιγμή ως λόγος για να μπει “φραγμός στην ενημέρωση”)- έχει υιοθετήσει ως κεντρική ιδέα τον “Αρκαδισμό” που παραπέμπει σε όλα αυτά -και ακόμα περισσότερα- και είναι, παρεμπιπτόντως, μια πολύ καλή ιδέα σε ό,τι αφορά στην συνυποψήφια γειτονική πόλη.
4. Μια πρόταση για την κεντρική ιδέα
Η Καλαμάτα είναι μια απ' της πρώτες “νεωτερικές” πόλεις της παλιάς Ελλάδας. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, και ραγδαία, αργότερα, ο βίος της είναι παράλληλος με αυτόν των πόλεων της Ευρώπης που σηματοδότησαν την άνοδο της αστικής τάξης και της δημοκρατίας. Λιμάνι, μεταποίηση, εμπόριο, μεταφορές, παιδεία, υποδομές, κοινωνική πρόνοια, τύπος. “Μασσαλία του Μωριά”.
Εκ πρώτης όψεως αυτά τα στοιχεία μπορεί να τα επικαλεστεί και η “ανταγωνίστρια” Ερμούπολη, μόνο που στην περίπτωσή της αφορούν μόνο στο -μη αναβιώσιμο- ιστορικό της παρελθόν, αφού εδώ και δεκαετίες έχει προσκολληθεί στο μονομερές μοντέλο της τουριστικής ανάπτυξης και της δορυφορικής σχέσης με την πρωτεύουσα.
Αντίθετα, η Καλαμάτα έχει διατηρήσει ως σήμερα -τηρουμένων των αναλογιών και δεδομένων των μεγεθών- αυτό τον ανοικτό, δεκτικό εξωστρεφή χαρακτήρα. Υπήρξε διαχρονικά μια πόλη έτοιμη να διαλεχθεί, να αλληλεπιδράσει, να αφομοιώσει και να αναδιαμορφώσει, επανεφευρίσκοντας κάθε φορά τον εαυτό της.
Το φαινομενικά οξύμωρο σε μια πρόταση ανάδειξης σαν κεντρικού, αυτού του εξ αρχής αστικού χαρακτήρα της πόλης σήμερα, είναι βέβαια το γεγονός πως, πλέον, αυτή η ίδια αστική τάξη -ή ένα κομμάτι της τουλάχιστον- είναι το Ancien Régime, που εκβιάζει μια νέα παρασιτική συσσώρευση προκειμένου να βγει ανέπαφη από την κρίση που η ίδια προκάλεσε, χωρίς εν τούτοις να μπορεί -ή να ξέρει τον τρόπο- να εκκινήσει ένα νέο αναπτυξιακό κύκλο. Επιπλέον μεταλλάσσεται σταδιακά σε πολέμιο της δημοκρατίας, την οποία επιδιώκει να αντικαταστήσει με ένα ετερόνομο αυταρχικό ολιγαρχικό καθεστώς, ενώ η ίδια η ΕΕ φλερτάρει με το ρόλο μιας σύγχρονης Ιεράς Συμμαχίας.
Αφαιρώντας ωστόσο απ' την εικόνα τους παλαιούς πρωταγωνιστές (εξάλλου συνδεδεμένη με αυτή την ιστορική πορεία της πόλης ήταν η ανάπτυξη και του εργατικού στοιχείου), τα ζητούμενα της οργάνωσης της παραγωγής με νέους όρους, του νέου κοινωνικού συμβολαίου, της αναθεώρησης των κυρίαρχων ιδεολογημάτων και του ανοίγματος στο μέλλον με όρους εξωστρέφειας, είναι και πάλι επίκαιρα και κατά πάσα πιθανότητα είναι πιο ουσιαστικά από διάφορες “θετικές έννοιες” (ευφημισμοί κατ' ουσίαν) που προωθούνται -λόγω κεκτημένης ταχύτητας πλέον, μέσα σε ένα διευρυνόμενο κενό ατομικών και κοινωνικών ελευθεριών- ως πεμπτουσία της ευρωπαϊκής ταυτότητας και του ευρωπαϊκού κεκτημένου, όπως ανεκτικότητα, κινητικότητα, διαφορετικότητα, ατομικά νομικά δικαιώματα.
Ο θεσμός εδώ και χρόνια ισχυρίζεται ότι επιχειρεί να συμβάλει στην διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής κοινής αντίληψης, προωθώντας κάποιες ιδέες -οι οποίες είναι κατά κάποιο τρόπο και κριτήρια επιλεξιμότητας μιας υποψηφιότητας. Όμως αυτή η κοινή αντίληψη δεν είναι και δεν πρέπει να είναι -τουλάχιστον όχι απόλυτα- στατική και προκαθορισμένη, πόσω μάλλον που η Ευρώπη βρίσκεται σε κρίση -όχι μόνο οικονομική αλλά και θεσμική, πολιτική ακόμα και ιδεολογική, με δυο λόγια απέναντι σε μια συνολική κρίση υποδείγματος.
Διακινδυνεύοντας μια πρόταση που θα απευθύνεται κατ' ευθείαν στους Ευρωπαίους πολίτες, αγνοώντας προκαταβολικά κάποιες ενδεχόμενες ενστάσεις από τους γραφειοκράτες -που δεν είναι ωστόσο βέβαιες- προτείνουμε μια κεντρική ιδέα που, αν μη τι άλλο, θα έχει μια έντονη σφραγίδα:
Διαφωτισμός, ανθρωπισμός, αλλά και δημοκρατία, σύνταγμα, αυτοθεσμιζόμενες κοινωνίες, λαϊκή κυριαρχία, τα ρωμαλέα, ορθολογικά, νεωτερικά επιτεύγματα της ευρωπαϊκής πνευματικής ακμής (που έχουν παραμεριστεί τα τελευταία χρόνια από την “νεοπλατωνική” μεσαιωνική αφήγηση του νεοφιλελευθερισμού), είναι οι έννοιες που δίνουν το έδαφος στην υποψηφιότητα -εν γνώσει των μεγεθών και των συσχετισμών, και τηρουμένων των αναλογιών- να συμβάλει ενεργά -όχι μόνο ως η πρόταση μιας πόλης, αλλά εκπροσωπώντας και τη χώρα- στις αναπόφευκτες διαδικασίες αναστοχασμού πάνω στο συνολικό υπόδειγμα των τελευταίων 30 ετών.
*Ο Γιώργος Γιαννόπουλος είναι πολιτικός μηχανικός