Τρίτη, 14 Απριλίου 2015 20:34

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ ΣΑΪΤΟΠΟΛΕΜΟΥ 2015 και τινά συναφή…..

ΜΕΘΕΟΡΤΙΑ ΣΑΪΤΟΠΟΛΕΜΟΥ 2015 και τινά συναφή…..

Του Χρήστου Ζερίτη 
Αγαπητέ φίλε Ντίνο σε χαιρετάω. Είμαστε όλοι καλά το ίδιο επιθυμούμε και για σας. Έλαβα το γράμμα σου με τα νέα σου και χαίρομαι που έχεις προοδεύσει και δουλεύεις στης ΝΑΣΑΣ τα προγράμματα. Κατάλαβα πως δεν έχεις αλλάξει καθόλου, αφού από τη μια μεριά μου γράφεις πως αμπολάτε πυραύλους στ’ αστέρια και από την άλλη με ρωτάς αν συνεχίζεται να γίνεται σαϊτοπόλεμος το Πάσχα στην Καλαμάτα μας...

Του Χρήστου Ζερίτη 
Αγαπητέ φίλε Ντίνο σε χαιρετάω. Είμαστε όλοι καλά το ίδιο επιθυμούμε και για σας. Έλαβα το γράμμα σου με τα νέα σου και χαίρομαι που έχεις προοδεύσει και δουλεύεις στης ΝΑΣΑΣ τα προγράμματα. Κατάλαβα πως δεν έχεις αλλάξει καθόλου, αφού από τη μια μεριά μου γράφεις πως αμπολάτε πυραύλους στ’ αστέρια και από την άλλη με ρωτάς αν συνεχίζεται να γίνεται σαϊτοπόλεμος το Πάσχα στην Καλαμάτα μας...

Και βέβαια συνεχίζεται και θα συνεχίζεται για πάντα. Και συ ρε φιλαράκι που έγινες τόσο σπουδαίος και έμαθες σαράντα ζεμπίλια γράμματα, ακόμα το μυαλό σου στις σαΐτες είναι και μου ζητάς να σου γράψω νέα; Εκτός από το 2012 που δεν έγινε ο σαϊτοπόλεμός μας, (μάθε λοιπόν πως σαϊτοπόλεμος γινότανε και στα χρόνια του Μεταξά, και τα χρόνια του εμφύλιου, αλλά και στην 7ετία του Παπαδόπουλου, μόνο η μεταπολίτευση το σταμάτησε και το ξανάρχισε ο Σταύρος Μπένος με τον Πέτρο τον Κατσιλιέρη τον Μικρομανέο) κάθε χρόνο έχουμε το έθιμο μπροστά μας. Και ξέρεις κάτι ρε φίλε, μπορεί να μην υπάρχουνε 10 και 15 μπουλούκια σαν τον παλιό καιρό, αλλά τούτοι που το κρατάνε είναι σκληρά μαγκάκια και δεν μασάνε παστελόσκονη. Εφτά μπουλούκια ρίξανε φέτο, αλλά τι ρίξανε…το πάππο τους. Θα στα πω από την αρχή όμως.
Ήτανε  το «Κούγκι» με το Θανάση το Κολόζη, το «Κρυφό σχολειό» του αείμνηστου Σπύρου Ζησιμάτου, που έχει συνονόματο έγγονα-διάδοχο, οι «Επίλεκτοι της Ράχης» του Κούλη Ζησιμάτου και ο Καπετάν Γιούρας σε ανάμνηση του συχωρεμένου του Γιώργη του Σταματόπουλου, οι «Πρωτοπόροι του Αγίου Σίδερη» του Κώστα Σωτηράκου μπάρμπας και ανηψιός, η «Άγια Λαύρα του Αγίου Σίδερη» του Γιάννη και Παναγιώτη Σωτηράκου, «Το μπουλούκι της Φυτειάς» με τον Γιάννη Καραβλίδη και τον Σοφοκλή το Μάρκου, και η  «Παραδοσιακή Φυτειά» του Ξωξάκου του Μήτσου. Δυό μπουλούκια από τον Άγιο Σίδερη με το σόι των Σωτηράκηδων, δυο μπουλούκια από την Ράχη με το σόι των Ζησιματέων, δυό μπουλούκια Φυτειώτες οι Μαρκέοι, ο Καραβλίδης και ο Μήτσος ο Ξωξάκος και ένα μπουλούκι οι Αγιαννήτες  με τον Σαμιώτη και τον Κολόζη.  Κουμανταδόροι από το Δήμο, που πλερώνει τα μπαρούτια, το Ηλιοπουλάκι  απ’ τα Λέικα είχε το γενικό πρόσταγμα κι ο Κισκήρας ο Νίκος, ρε συ θα τονέ θυμάσαι τον Μαγκλαβαίο  που ντυνότανε Παπαφλέσσας παλιά, από κοντά να βοηθήσει ό, που χρειαζόταν.Είπε κιο Δήμαρχος τα πρέποντα και τα συμβουλευτικά του και… Είχανε κανονίσει και ταρατατζούμ και ήταν εκεί κι ο Νικολέας με τη καραμουτζαρχία που τους έφερε συνοδεία παρελασάτα από του Κουτέλα το μαγαζί μέχρι μέσα στο πεδίον. Και μετά τους παίξανε τιμητικά και το «δοξαστικό εισόδου». Μπήκανε όλοι τους , είχανε και μασαλάδες , εξόν τους φυτειώτες,  κάνανε την κλήρωση και …κάηκε το σύμπαν όλο. Ρίξανε όλοι τους, πρόσβαροι μάγκες που δε κανελώνουνε το ριζόγαλο, ωραίες σαΐτες, καϊνάρια και όχι πουρούχες, δυνατές  χωρίς σπασίματα, με σερετιλίκι και όχι ρεκλάμα, τα καβαλήσανε τα θεριά και τα πατήσανε στο λαιμό, ντερβίσικα πράγματα και όχι τιτίκες ρουμελιώτικες. Εκείνα που θυμάσαι να πετάνε στο γήπεδο βαρελότα γουρουνοκέφαλα  ξέχαστα. Δεν έπεσε ούτε μάσκουλο, όχι μόνο γιατί πειθαρχήσανε σε οδηγίες, αλλά  γιατί κολώσανε οι γνωστοί-άγνωστοι μπουρλοτιέρηδες, επειδή μεγαλοβδομαδιάτικα κλάψαμε στην Καλαμάτα, στο Νησί και στα περίχωρα,  πολλούς ανατιναγμένους νεκρούς και τραυματίες. Αφήνω κατά μέρος τα χλιβερά όμως, και σου γράφω λεπτομέρειες που εσύ νογάς από τα καλαματιανά και  μπορείς να καταλάβεις.
Οι καρέκλες των επισήμωνε δεν γεμίσανε όλες. Εντάξει κάθισε ο Δήμαρχος και κάτι λοιποί για να μπανίσουνε στο πρέπον, αλλά κάποιοι που μπορούσανε να πάνε στην επισημότης κάνανε άπωσον, πορπατήσανε καβουράτα και τη βγάλανε ορθοστασία. Το καταλάβανε πως ο σαϊτοπόλεμος δεν είναι  προς τέρψιν και απόλαυση, ούτε ρεμπετάδικο που σκίζει ο άλλος τη φωνή του και  οι φούληδες του καρναβάλου μιλάνε  για τη φιφίκα. Στη μάχη υποφέρουνε και οι «βοηθητικοί  γιωταπεντάκηδες» και δε νογιέται ο πάσα ένας να γλέπει τον «πολεμιστή» λες και πήγε στον «σινέ-Έσπερο».
Ο καπετάν Κούλης ο Ζησιμάτος είχε ένα προβληματάκι και κάθισε στην απόξω να τους δει, και όχι κοντά στην εξουσία. Ρίξανε τις φωτιές τους  και το Σπυράκι του Παντελή του Ζησιμάτου και του Μήτσου ο γιός «το μέλλον έφτασε μόρτες». Ο καπετάν-Παντελής τις έριξε, όπως πάντα, με ανάλιες. Ο Μήτσος ο Λαγωνικάκος έφτασε, όπως πάντα τα τελευταία χρόνια, «ο μάγκας με το τρίκυκλο» και στο καλάθι τίγκα με τα τακίμια του, και το Γιώργη τον «αυγό» με  ειδικό ταγάρι-ντορβά (άντε να δούμε  και τον Αινίτη μια φορά στη καλαθούνα).  Εμφανίστηκε ρε συ και Γιάννης ο Σταματόπουλος μαζί τους, με τζαμαρία στις 8 το βράδυ, και τους έκανε εξωτερικές αβάντες, την ξέρει τη μάκαινα το παιδί. Καιρό είχα να τονε δω.  Δυο μπουλούκια οι Ραχιώτες. Με σημαία ελληνική και καμαρωτό σημαιοφόρο «κρυφό σχολειό» και «επίλεκτοι και καπετάν Γιούρας». Οι Σωτηρακέοι από τον άγιο Σίδερη ήτανε όπως πάντα λιγομίλητοι,  «ο μερακλής γνωρίζεται από σαράντα μίλια, έχει τα μάτια χαμηλά τα λόγια είναι λίγα…». Λίγα λόγια και καλά έργα. Ο Κώστας ο κόκκινος, ο γιός του και ο ανεψιός του, που πήρανε το τορό του, καπετάνιος όρθιος και στρωτός. Λίγοι και πρόσβαροι.  Ούτε κορδέλες, ούτε καρεκλώματα. Και δυνατές, και κόκκινες και ασημένιες που «μυρίζανε βαρβατίλα». Το πήγανε πολύ παραπάνω. Άμα το ψάχνεις και κατεβάζει η γκλάβα σου!!!!…  Χωρίς πολλά «μάγκες πάμε να ρίξουμε και να πάμε σπίτια μας γεροί». Πέσανε μέσα στις  φλόγες αντάμα τα φυτειωτάκια. Ρε συ φίλε «αναρχοαυτόνομοι» όλη τους  τη ζωή. Και οι «σαράντα Μάρκοι» (μόνο το Σταυράκι κι ο Γιώργος δεν ήτανε), κι ο Καραβλίδης «ο γίγαντας της φλόγας», τις ρίξανε μονορούφι-μονοκούκι και δαγκωτό,  και βγήκανε ατσαλάκωτοι. Εμφανίστηκε κι ο παλαιός ο Μήτσος ο Ξωξάκος, χωρίς την πατημένη μουστάκα του. Τον έχω σε κάτι φωτογραφίες του ΄98 με μουστάκι μέχρι το ριζάφτι. Οι αγιαννήτες, μιλιούνια ήτανε. Μικροί και μεγάλοι, με σημαία και το νέο καπετάνιο Θανάση Κολόζη, που πήρε προαγωγή από τον παλιόνε το Χρήστο το Σαμιώτη, βάλανε και τέσσερα ακαδημαϊκά μικρά να ρίξουνε με την επίβλεψη του Παναγιώτη του Σγουράκη και του  Γκούζου του ψηλού, του «χιλιόμετρου» βρε, (και μια κοπελίτσα-παλικαράκι του Παναγιώτη κόρη, που τις έριξε αβέρτες), πολύ σκληροί όλοι τους, αμάν «δυναμίτες του μονάντερα», το κάνανε Κούγκι αληθινό στη φωτιά και κουσουμάρανε ζεϋμπεκιές ξεγυρισμένες. Να σου βγει η πλάτη από τις τραβηχτές.
Γίνανε κι άλλα. Φάνηκε ο παλιός ο κυρ Κώστας ο Ξυγκώρος και έριξε μια για το έθιμο, ρίξανε από μια και οι δημοτικοί συμβούλοι, ο νυν ο Νίκος ο Μπασακίδης «φόρα παρτίδα» και ο τέως  Κώστας ο Κολάνης «στ΄ απόσκια» ήσυχα και σοβαρά, ο Κώστας ο Μπουρδέκας μπήκε με δυο «ψαροδυναμίτες» στην κωλότσεπη και τις έριξε μαζεμένες, ο Γιώργης ο Γεωργιόπουλος και οι Πεταλιώτες δεν κατεβήκανε και φέτος, ο Τάσος κι ο Νίκος απ΄ το Κούγκι απόμαχοι πλέον, φωτογράφοι πολλοί και οι περσότεροι ατρόμητοι πήρανε φάτσες από κοντά, κάμερες για τις τιβίδες πλέριες, ο Σπύρος ο Κατσίρας αεικίνητος οργάνωσε προσφορές σε καλούδια σε ωραία μόστρα, ο πρόεδρος ο Σουρέας έτρεχε για όλα, χιλιάδες θεατές και ψυχικά συμπάσχοντες, «φιλοθεάμον κοινό» το έλεγε ο Τσιφόρος, ευγενικοί υπαλλήλοι του Δήμου να βοηθάνε και να συμβουλεύουνε, πυροτεχνήματα στο τέλος, έτσι για τη φιγούρα, η καπινούρα πήγαινε κατρακύλα προς το Τριανόν, τα κοριτσόπουλα με το θαυμασμό στα μάτια που βλέπανε επιτέλους αληθινούς άντρες και όχι μυξιάρικα μαμόθρεφτα με τη γκάμπριο του μπαμπά, οι μανάδες και οι συζυγάτες να σταυροκοπιούνται να πάνε όλα καλά, ο Ζωάκος σε ήχο μέχρι του Κουταλά με βλαχοδημοτικά (να θυμηθώ να του δώκω μια κασέτα με παραδοσιακά γιατί αυτά που έβαζε τ’ ακούνε στο ζεφύρι),  άλλοι ξεμπράτσωτοι μέχρι τα παπαγαλάκια και άλλοι φασκιωμένοι, τραγιάσκες, μπερέδες και ξέσκεποι, αγαπημένοι, φίλοι κι αντάμηδες, με τα «μπράβο» τους ο ένας στον άλλο, με τις πασχαλινές αγάπες τους και τις μακροχρόνιες φιλίες, «και του χρόνου καπετάνιο» ευχές από ψυχωμένους κιμπάρηδες άντρες, που δεν ζητήσανε τίποτα για πάρτη τους παρά μονάχα να ησυχάσει η αγριεμένη ψυχή τους κάνοντας το «χρέος», που όλοι χρωστάμε στην πόλη που τους μεγάλωσε και τους  έκανε ξεχωριστούς.
Γιατί από μόνοι τους ξενιτεμένε αδελφέ μου Ντίνο, το ξέρουνε το «χρέος» τους και κρατάνε ζωντανή τη ντόπια παράδοση της σαΐτας και του σαϊτοπόλεμου, γιατί είναι το σωστό και γιατί πρέπει να γίνει. Και έχει πέσει όλο το βάρος της διάσωσης  σ’ αυτούς και μπράβο τους. Με χαρά είδαμε το παρόν και το μέλλον….και πήρανε στο τέλος το δρόμο του γυρισμού στο κονάκι τους, ακολουθούμενοι από συγγενείς και φίλους, σιγαλιασμένοι σωματικά και ψυχικά…και του χρόνου ρε τζέδες…ψιθύριζα συνέχεια καθώς γύριζα στη Ράχη…
Αδελφικέ, εν πατρίδι, φίλε σε ενημερώνω πως όλα πήγανε καλά φέτος στο σαϊτοπόλεμο της Καλαμάτας, γιατί όλοι πειθάρχησαν στο σωστό, χωρίς ξεροκεφαλιές και ψευτοπαλικαριές…θλίψη μεγάλη και κρίμα γι’ αυτούς που χάθηκαν…περήφανοι ως καλαματιανοί…και του χρόνου μόνο τα καλά…