Έχω αναφερθεί σε αυτό το φαινόμενο και σε άλλα σημειώματα, ενώ υπογράμμισα, σε πάμπολλες ευκαιρίες και σε συνάρτηση με το σύνθετο χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, ότι οι μονοσήμαντες προσεγγίσεις του παρελθόντος, με βάση μια ασαφή έννοια της “μεταπολιτεύσεως” δυσχεραίνουν και περιπλέκουν ακόμη περισσότερο την ερμηνεία των πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, εφόσον “προβάλλουν” στο παρελθόν “βεβαιότητες” του παρόντος για να σχηματιστούν μετά “συνέχειες” και “ασυνέχειες” της ιστορικής εξέλιξης. Αυτή η ιδιότυπη τελεολογία δίνει εύκολες και άκοπες “απαντήσεις” σε εξαιρετικώς πολύπλοκα πολιτικοκοινωνικά ζητήματα, αποπροσανατολίζοντας το υποκείμενο από την αναζήτηση των πραγματικών “συνεχειών”, διακοπών, αδυναμιών, στρεβλώσεων και παραστρατημάτων της ιστορικής πορείας των πραγμάτων. Το παρελθόν μιας σύνθετης κοινωνίας είναι και αυτό εξαιρετικώς σύνθετο: για αυτό τα επιμέρους δε μπορούν να αναγορεύονται σε όλον της ιστορικής εξέλιξης και το όλον της ιστορικής εξέλιξης δε μπορεί να αγνοεί τα επιμέρους – τα επιμέρους προβλήματα μιας κοινωνίας λησμονούνται με σχετική ταχύτητα, όταν ξεπεραστούν από τις “ιστορικές εξελίξεις”, αλλά ότι επιβάλλεται ιστορικώς, δε σημαίνει ότι ήταν και υποχρεωτικό να συμβεί, διότι οι καθηλώσεις, οι αναστροφές, οι μεταστροφές, οι αντιδράσεις και οι παλινδρομήσεις είναι αναπόσπαστα τμήματα του ιστορικού γίγνεσθαι.
Πριν σαράντα έτη, ο βουλευτής του νεόκοπου τότε Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), Ιωάννης Κουτσοχέρας είχε καταθέσει μια πρόταση νόμου στην Βουλή των Ελλήνων “για την κατάργηση του θεσμού της προίκας”: η προίκα ήταν μέρος του ελληνικού νομικού πολιτισμού και, φυσικώς, των ηθών της ελληνικής πατριαρχικής κοινωνίας. Ο βουλευτής του πρώτου μεταδικτατορικού κοινοβουλίου στήριξε την επιχειρηματολογία του στην ισότητα Ελλήνων και Ελληνίδων που προέβλεπε το σύνταγμα: ισότητα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις. [Βλ. την ανακοίνωση του ΑΠΕ στην εφημερίδα Ελληνικός Βορράς, 15 Ιουλίου 1975, σ.2]
Η όποια δημόσια συζήτηση πραγματοποιείται σήμερα στη χώρα μας, αποφεύγει τις αναφορές σε ανάλογα επιμέρους της ιστορικής πορείας την οποία διήνυσε η ελληνική κοινωνία μετά την “μεταπολίτευση”: εδώ θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και τις μετέπειτα συγκρούσεις για το λεγόμενο “αυτόματο διαζύγιο” - ενώ σήμερα η σύγκρουση έχει μεταφερθεί στο πεδίο των δικαιωμάτων συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού. Εδώ θρονιάζει και η διάκριση μεταξύ “προοδευτικού”, “συντηρητικού” και “αντιδραστικού”: το “προοδευτικό”, στο πλαίσιο της δημοκρατικής παράδοσης δικαιωμάτων που καθιέρωσε η “μεταπολίτευση” - ένδειξη ότι η χώρα επέλεγε τη “Δύση” ως πολιτικό και πολιτιστικό πρότυπο – επιμένει στη διεύρυνση των δικαιωμάτων, το “συντηρητικό” προσπαθεί να διασφαλίσει την ακινησία και την παραλυσία κάθε αναζήτησης διεύρυνσης και το “αντιδραστικό”, οι διάφορες εκδοχές του οποίου ονειρεύονται αποκατάσταση ποικίλων αρνητικών μορφών του παρελθόντος αναφορικά με τα δικαιώματα των πολιτών και την αναγνώρισή τους.
Η “μεταπολίτευση” προσπαθεί να αποκριθεί με προοδευτικό τρόπο στα υπαρκτά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας: οι εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας, ο εκδημοκρατισμός της καθημερινότητάς της και το αυτονόητο, πλέον, κάποιων δικαιωμάτων – σε αντίθεση με τις πρακτικές της πολιτικής πατρωνίας και των πελατειακών σχέσεων που αναβίωσαν με νέες μορφές – αποτελούν το σταθερό υπέδαφος στο οποίο θεμελιώνεται η σημερινή πολιτική μας κουλτούρα.
Από εδώ αντλεί τη σταθερότητα και τη νομιμοποίησή της η σημερινή Ελληνική Δημοκρατία: η εξ αιτίας της οικονομικής κρίσεως διογκούμενη κοινωνική περιθωριοποίηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σφυροκοπάει διαρκώς αυτό το υπόβαθρο και παραμένει, τουλάχιστον προς το παρόν, ανοικτό το ερώτημα, εάν, σε ποιο πλαίσιο και για πόσο καιρό ακόμα, θα μπορέσει να αντέξει η συγκεκριμένη κουλτούρα και δε θα διαλυθεί μέσα σε έναν πολιτικό και πολιτιστικό χυλό ασάφειας με σαφώς αντιδημοκρατικό πρόσημο. Είναι καιρός να πάρουμε στα σοβαρά τα δικαιώματα που μας διασφάλισε η “μεταπολίτευση”: η δημόσια δαιμονοποίησή της και οι συνεχείς αναφορές στο υποτιθέμενο “τέλος” της, κινούνται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση και προετοιμάζουν, εκουσίως ή ακουσίως, τη διάβρωση του συγκεκριμένου πολιτικού πολιτισμού.
Η επιστροφή στην «προίκα» είναι, εκ των πραγμάτων αδύνατη, ούτε καν σαν ιστορική φάρσα δεν μπορούμε να φανταστούμε μια τέτοια οπισθοδρόμηση, αλλά το ενδεχόμενο υπαναχώρησης της συνολικής κοινωνίας στο πλαίσιο μιας νέας επιθετικής πατριαρχικής κουλτούρας δεν πρέπει να αποκλεισθεί: ήδη η δημόσια γλώσσα έχει επισκιασθεί, τον τελευταίο καιρό ακόμη πιο έντονα, από τη σεξιστική γλώσσα μιας χυδαίας ανδροκρατίας - στις συνθήκες της κρίσης, οι λεπτές διαφορές σε μια κοινωνία γίνονται δυσδιάκριτες και οι μανιχαϊστικοί διαχωρισμοί συμβάλλουν στην παραλυσία και την ακύρωση όλων των προοδευτικών αναζητήσεων.
Κάτι τέτοιο (μαζί με άλλα πολλά, άλλου τύπου φαινόμενα) θα ήταν ολέθριο για το μέλλον της χώρας…
*Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»
Γεννήθηκε το 1958 στη Σφενδάμη Πιερίας, μεγάλωσε στο Χαρμάγκιο (Ελευθέρια) Θεσσαλονίκης. Σπούδασε Φιλοσοφία και Ιστορία στο Πανεπιστήμιο της Χαϊλδεβέργης (Γερμανία), μαθήτευσε δίπλα στον φιλόσοφο Reiner Wiehl και απέκτησε τον τίτλο του Magister Artium στη φιλοσοφία με την εργασία "Η έννοια του χρόνου στην φιλοσοφία του F.W.J. Schelling". Δραστηριοποιείται επαγγελματικώς ως δημοσιογράφος στην Θεσσαλονίκη και συνεργάζεται με εργατικούς συνδικαλιστικούς φορείς. Δημοσιογραφικά και επιστημονικά του κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Είναι μόνιμος συνεργάτης του περιοδικού Ένεκεν.