Μια νοικοκυρά συνομιλεί με τον τοίχο του σπιτιού της, που το βάρος της καθημερινότητα έχει μεταμορφώσει σε φυλακή. Και ποια νοικοκυρά δεν θα άγγιζε αυτή η εικόνα του μονολόγου της Shirley με τον τοίχο, ποια από μας θα διατεινόταν πως δεν έχει συνομιλήσει ακόμα και με τη στοίβα των πιάτων που βρίσκονται στο νεροχύτη ή πως δεν έχει τσακωθεί με το ρολόι του τοίχου, που αδυσώπητα αφήνει το χρόνο να περνά χωρίς οι δουλειές στο σπίτι να τελειώνουν. Και το υπαρξιακό ερώτημα, πότε σταμάτησα να περνάω καλά, ποια στιγμή αφέθηκα να βουλιάξω στην καθημερινότητα έρχεται σαν καρφί να μπηχτεί μες στη σκέψη μας και με την αιχμηρότητά του να δύναται να σκίσει ακόμα και την ύπαρξή μας. Σε όλη τη διάρκεια του πρώτου μέρους του μονολόγου κρεμόμαστε από τα χείλη της Λίλλυ προσπαθώντας να εξιχνιάσουμε μαζί με τη Shirley ένα κρυφό μυστήριο, ποιος σκότωσε τη χαρά; Και το μυστήριο ξεδιπλώνεται, ξεκινώντας από πού αλλού βέβαια, από την παιδική ηλικία. Μέσα από ένα εκπαιδευτικό σύστημα άκαμπτο που δεν σέβεται το κάθε παιδί ως ξεχωριστή οντότητα, που μεροληπτεί, που τιμωρεί, ξεκινάει το μαρτύριο του κάθε ατόμου. Όταν ένα παιδί δεχτεί πως δεν αξίζει, η αποκαρδίωση οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εγκατάλειψη της προσπάθειας να αγαπά τον εαυτό του. Η δασκάλα που ρίχνει την ψυχή ενός παιδιού στα τάρταρα με εξαιρετική σκηνοθετική μαεστρία μας κάνει να προβληματιστούμε. Εκεί είναι η στιγμή ίσως που μπαίνει το πρώτο λιθαράκι για το ντουβάρι που αποκαλείται αποξένωση από τον ίδιο μας τον εαυτό. Βέβαια, στο ντουβάρι αυτό μπαίνουν και άλλα λιθαράκια που με τα χρόνια βαραίνουν ωσάν τσιμεντόλιθοι μέσα μας. Ο αγώνας της επιβίωσης, η μοναξιά μέσα στη συντροφική σχέση, η σκληρή καθημερινότητα μέσα στο γονεϊκό ρόλο και η λίστα δεν λέει να τελειώσει.
Έρχεται τότε ένα τυχαίο γεγονός, η καλύτερή της φίλη κερδίζει ένα ταξίδι στην Ελλάδα για δύο άτομα. Έρχεται η ίδια η ανθρώπινη επαφή με έναν άλλο άνθρωπο, αυτή τη φίλη, να ανοίξει το παράθυρο στην ελπίδα. Ένα εισιτήριο για την Ελλάδα έρχεται να παίξει το ρόλο του από μηχανής θεού, που θα βγάλει τη Shirley από το τέλμα της καθημερινότητας και της ρουτίνας. Άραγε έχει τη δύναμη να χαρεί και πάλι; Η σπίθα της ελπίδας φώλιασε μέσα στο μυαλό της. Αλλά... ένα μεγάλο αλλά εγείρεται. Και η Λίλλυ με την ερμηνεία της μας παρασύρει στην αγωνία: η ελπίδα που θα οδηγήσει τη Shirley στην απελευθέρωση ή μήπως στην τρέλα; Η εσωτερική πάλη είναι σκληρή. Οι εχθροί είναι τρανοί γιατί φωλιάζουν στο μυαλό της. Ο φόβος για το άγνωστο, το δίχτυ των ενοχών τόσα χρόνια πυκνά υφασμένο, η ταύτιση της προσωπικής χαράς με προδοσία προς την οικογένεια, η μητρότητα ως τροχοπέδη για την προσωπική πορεία προς την ευτυχία. Μέχρι την αρχή του δεύτερου μέρους, η Λίλλυ μας κρατάει σε εγρήγορση, αγωνιούμε και οι δύο φωνές μέσα μας - αυτή που διψά για ελευθερία και η άλλη που επιβάλλει συμβιβασμό - στοιχηματίζουν στο αν η Shirley θα καταφέρει να πετάξει - πέρα από τους προσωπικούς ενδοιασμούς και τις κοινωνικές αναστολές - μέχρι την εξωτική Ελλάδα.
Το οινοκέρασμα στο διάλειμμα της παράστασης ευφραίνει το νου, αλλά καλμάρει και το αλάφιασμα της ψυχής. Ο κενός χρόνος βάζει σε λειτουργία το μυαλό των θεατών. Εμείς που είμαστε σε όλα αυτά; Όπως ο Δον Ζουάν έτσι και η Shirley δεν μας αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Κραυγάζουν και οι δύο, είσαι ευτυχισμένος; Ευτυχώς, δεν προλαβαίνουμε να απαντήσουμε και αρχίζει το δεύτερο μέρος. Κάτσε να δούμε τι θα γίνει με τη Shirley. Την πετυχαίνουμε σε μια ερημική παραλία να λιάζεται και να συνομιλεί τώρα με ένα βράχο. Το βήμα έγινε, φτάνει να δούμε αν έπεσε στο κενό. Μόνη και πάλι μας εξιστορεί. Η 'προδοσία' της φίλης συσκοτίζει λίγο την χαρμόσυνη είδηση πως η Shirley βρήκε τη δύναμη να πετάξει. Και όμως αυτή η 'προδοσία' είναι που κάνει το βήμα της Shirley να μην πέφτει στο κενό. Μόνη σε μια ξένη χώρα, έξω από τα ασφαλή όρια των ντουβαριών του σπιτιού της, αναμετριέται με το είναι της. Μόνη πρέπει να βρει τη χαρά. Η ανθρώπινη επαφή της έδωσε τα φτερά όμως μέσα της είναι η πηγή της χαράς. Αρκετές φορές, έχει τύχει σε όλους μας να επενδύουμε πολλά σε φιλικές σχέσεις. Ψάχνοντας να καλύψουμε με αυτές κενά υπαρξιακά. Αναζητώντας στους φίλους τη φροντίδα που μπορεί να στερηθήκαμε από την οικογένεια, από τη δασκάλα, από το σύντροφό μας. Το βάρος πέφτει βαρύ στους ώμους αυτών των φίλων. Και ποιος μπορεί να αντέξει ένα τέτοιο βάρος. Οι σχέσεις επίσης αρκετές φορές διαλύονται αφήνοντας σε όλους την πικρή γεύση της προδοσίας. Η ιστορία της Shirley μας δείχνει όμως πως δεν έχουμε να κάνουμε με προδοσία. Το βάρος που καλείται ένας τρίτος άνθρωπος, η φίλη στην προκειμένη, να σηκώσει δεν αντιστοιχεί στους ώμους της. Την κάλυψη των υπαρξιακών αυτών κενών μόνο μέσα μας ο καθένας μπορεί να αναζητήσει. Η πρωταρχική φροντίδα πρέπει να ξεκινάει από μέσα μας και να καταλήγει μέσα μας. Αυτά που στερηθήκαμε ίσως από την παιδική ηλικία και συνεχώς αναζητάμε στο πρόσωπο των άλλων είναι καταδικασμένα να μην βρουν εκπλήρωση αν δεν κοιτάξουμε στο κέντρο της ύπαρξής μας. Τη δύναμη για να αντισταθούμε θα την βρούμε μέσα μας. Μεγάλη μπουκιά φάε μεγάλη κουβέντα μην πεις - όπως λέει και ο σοφός λαός. Όμως, η Shirley τη δύναμή της τη βρίσκει τελικά μέσα της. Σίγουρα, βοηθάνε λίγο ο ήλιος, λίγο η θάλασσα, λίγο το greek καμάκι. Αλλά η αποδοχή του εαυτού μας και της προσωπικής μας ιστορίας είναι που κάνει τη διαφορά. Και τότε μόνο μπορούμε να ανοίξουμε το χέρι μας στον άλλο που θέλει και αυτός να ευτυχίσει.