Το κτήριο χτίσθηκε την διετία 1932-34, από παραδοσιακούς τεχνίτες πετράδες, τους γνωστούς τότε «Τσαφαραίους» από τον οικισμό Χωματάδα, εάν και ο σπόρος για την δημιουργία σχολείου στον οικισμό είχε πέσει σε προγενέστερες εποχές μεγάλων προσδοκιών, στα ηρωικά εκπαιδευτικά χρόνια του Δελμούζου και του Γληνού. Χρειάσθηκε όμως τεράστιος αγώνας από τους κατοίκους του οικισμού ώστε να μπορέσουν να χτίσουν το κτήριο του Δημοτικού Σχολείου, καθώς έπρεπε να επιλύσουν μια σειρά σημαντικών προβλημάτων, πέραν του αγώνα που χρειάσθηκε για να βρεθεί κατάλληλος χώρος και να δοθεί άδεια από τον τότε Υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου. Παράλληλα, η έλλειψη χρημάτων αλλά και οδικού δικτύου, ανάγκασαν τους κατοίκους να διενεργήσουν οικονομικό έρανο στην ευρύτερη περιοχή της Πυλίας, από την Πύλο μέχρι τον Άγιο Ανδρέα και από του Χανδρινού έως το Βασιλίτσι. Ακόμη, η απουσία πρώτων υλών για το χτίσιμο του σχολείου, οδήγησε σε καινοτόμες για την εποχή λύσεις, πέραν τις αυθόρμητης εθελοντικής εργασίας όλων των κατοίκων, όπως του ασβεστοκάμινου που δημιουργήθηκε μεταξύ του οικισμού Κάτω Αμπελοκήπων και του οικισμού της Μηλίτσας, όπου οι γυναίκες του οικισμού κουβαλούσαν ζαλωμένες ξύλα, ως άλλες ηπειρώτισσες, για να λειτουργήσει το καμίνι.
Έτσι η ιστορική στιγμή φθάνει και τον Σεπτέμβριο του 1935 εγκαινιάζεται το σχολείο. Οι παλαιότεροι ενθυμούνται ακόμη τις συγκινητικές στιγμές από την ημέρα των εγκαινίων του σχολείου. Ένας από αυτούς, που σήμερα διανύει την ένατη δεκαετία της ζωής του περιγράφει χαρακτηριστικά: «Γυναίκες αναμαλλιασμένες και δακρυσμένες από συγκίνηση με τα ξυπόλυτα παιδιά τους αγκαλιά, παιδιά μικρά με κοντά παντελονάκια και μπαλωμένα ρούχα, γριές μαυροφορεμένες που έκαναν τον σταυρό τους στη θέα του παπά που βρισκόταν εκεί για τον αγιασμό του νέου σχολείου, κόσμος πολύς, ούλο το χωριό και όλοι συγκινημένοι και ενθουσιασμένοι μπροστά στο κτήριο του νέου σχολείου».
Πρώτη δασκάλα του σχολείου η αείμνηστη Όλγα Σαρατσιώτη, υπηρετεί στο σχολείο για δύο χρόνια και παραδίδει τη σκυτάλη τον Σεπτέμβριο του 1937 στον κοσμοπολίτη δάσκαλο Κωνσταντίνο Γέμελο. Νέος, κομψός, ο Γέμελος έρχεται από πολύ μακριά σε σχέση με τον πολιτισμό και την κουλτούρα που κουβαλάει, για να δώσει τα φώτα του πολιτισμού σε αυτό το μικρό τόπο. Μικρασιάτης στην καταγωγή, ο Γέμελος δίνει νέα πνοή στην έννοια του δασκάλου μέσα από το καινοτόμο εκπαιδευτικό και πολιτισμικό του έργο. Ο Γέμελος σαν σύγχρονος Αριστοτέλης αλλάζει την έννοια της τάξης σε «εωθινούς περίπατους» και μέσα στην φύση διαχέει την γνώση στους μαθητές του. Η έκδοση των καλύτερων εκθέσεων σε μικρά βιβλιαράκια, με τον τίτλο «Μικρά Διαμάντια», που μοιράστηκαν σε όλα τα σχολεία της περιοχής, ήταν μια ακόμη εκπαιδευτική επανάσταση για τα περιορισμένα πλαίσια της κλειστής τοπικής κοινωνίας της εποχής.
Αλλά και σε επίπεδο πολιτισμικών εκδηλώσεων οι τομές του κοσμοπολίτη δάσκαλου είναι μοναδικές, καθώς θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις με το πρώτο γραμμόφωνο που έφθασε στο χωριό από τον ίδιο, μαθήματα φωτογραφίας, εκπαιδευτικές εκδρομές σε σημαντικά μνημεία και τόπους της περιοχής, όπως η ιστορική εκδρομή στην Πύλο και η επίσκεψη στη νήσο Σφακτηρία στον τάφο του Σανταρόζα και των Ελλήνων αγωνιστών που έπεσαν εκεί κατά την επανάσταση, αποτελούν ριζικές τομές στην συντηρητική κοινωνία της εποχής. Αυτό το μοναδικό έργο διακόπηκε βίαια από την κήρυξη του πολέμου τον Οκτώβριο του 1940, όπου το σχολείο έκλεισε «μέχρι νεοτέρας» κα ο δάσκαλος βρέθηκε να πολεμάει τους Ιταλούς στην Αλβανία.
Σεπτέμβριος του 1941, το σχολείο ξανανοίγει, υπό των φόβων των κατοχικών δυνάμεων Ιταλών και Γερμανών. Σε αυτές τις κρίσιμες ιστορικά συνθήκες το σχολείο, στις 27 Σεπτεμβρίου 1941, μετατρέπεται σε αρχηγείο της επαρχιακής επιτροπής Πυλίας του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), καθώς η γεωγραφική θέση του οικισμού αποτελούσε το καταλληλότερο σημείο δημιουργίας κέντρου οργάνωσης και καθοδήγησης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα έναντι των κατακτητών. Ο οικισμός βρισκόταν στο μέσο της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, σε μη προσβάσιμη για την εποχή περιοχή, ιδανική για να επιλεγεί από την ηγετική επιτροπή του ΕΑΜ Πυλίας για αυτό το σημαντικό ρόλο. Ο δάσκαλος Γέμελος δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα της εθνικής αντίστασης μέσω της οργάνωσης του ΕΑΜ, ενώ παράλληλα ενημερώνει καθημερινά τα παιδιά για τις εξελίξεις του πολέμου, απλώνοντας καθημερινά χάρτες στον πίνακα δείχνοντας τα σημεία του πολέμου. Μέσα σε αυτό το κλίμα εξηγεί την σημασία της Γαλλικής Επανάστασης, που βασίστηκε στο τρίπτυχο «Ελευθερία- Ισότητα – Αδελφότητα».
Σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες το κτήριο του σχολείου παίζει ένα καταλυτικό ρόλο για την εθνική αντίσταση της ευρύτερης περιοχής της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, καθώς αποτελεί πλέον το επιτελείο του ΕΑΜ Πυλίας και τον πυρήνα των συμβουλίων και των αποφάσεων. Παράλληλα αποτελεί κέντρο καταδιωκόμενων αγωνιστών από τους κατακτητές και χώρο ανεφοδιασμού των αντιστασιακών οργανώσεων, ενώ συνάμα από τον Οκτώβριο του 1943 στεγάζεται στο χώρο του το πρώτο ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ που κατεβαίνει στην Μεσσηνία. Έτσι το κτήριο λειτουργεί παράλληλα και ως χώρος συνεδριάσεων των πολυάριθμων στελεχών του ΕΛΑΣ. Αποκορύφωμα όλων αυτών των αντιστασιακών δράσεων που είχαν ως πυρήνα το κτήριο του Δημοτικού Σχολείου του οικισμού Κάτω Μηνάγια, όπως λεγόταν τότε ή ακόμη και σήμερα, ήταν η Παμπύλια Συνδιάσκεψη της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ, που έγινε τον Φεβρουάριο του 1943, με την παρουσία όλων των ηγετικών αντιστασιακών στελεχών της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, με θέμα την οργάνωση και διεξαγωγή εκλογών σε όλη την επικράτεια. Στην συνδιάσκεψη αυτή συμμετείχε και ο βετεράνος τριών πολέμων, Βαλκανικών, Μικράς Ασίας και Αλβανίας, ταγματάρχης Ηλίας Κλάπας από το Χαρακοπειό Πυλίας. Επίσης, η ιστορία συνέδεσε την τελευταίες μέρες της ζωής του γραμματέα του επαρχιακού συμβουλίου Πυλίας της ΕΠΟΝ, Γιάννη Χρονόπουλου η «Ραφαήλου» από το Μεσοχώρι Πυλίας, με το σχολείο αυτό, καθώς από εκεί ξεκίνησε στις αρχές Αυγούστου του 1944 με κατεύθυνση την Λογκά. Σε μπλόκο όμως των Γερμανών και των ταγμάτων ασφαλείας συλλαμβάνεται και εκτελείται.
Ο ρόλος, τόσο του χωριού και του σχολείου κατά την διάρκεια της εθνικής αντίστασης 1941-44, όσο και της γεωγραφικής θέση του οικισμού, είναι γνωστά στους κατακτητές. Έτσι στις 4 Απριλίου 1944, μια ημερομηνία σημαδιακή για το χωριό, ορειβατικά πυροβόλα των Γερμανών που βρίσκονται στο Πεταλίδι βάλουν κατά του οικισμού Κάτω Μηνάγια που βρίσκεται το αρχηγείο του ΕΑΜ Πυλίας. Ο ξερός συριστικός ήχος της πρώτης οβίδας σπάει την ησυχία της νύχτας και πέφτει στις παρυφές του οικισμού. Η αποθήκη των πυρομαχικών του ΕΛΑΣ βρίσκεται στον πυρήνα του οικισμού, σε ιδιόκτητη αποθήκη ντόπιου αντάρτη. Δύο κρητικοί αντάρτες που έχουν την ευθύνη της φύλαξης των πυρομαχικών τρέχουν μέσα στη νύχτα σαν αστραπή, φωνάζοντας: «γρήγορα, γρήγορα τα πυρομασσικααά!!!». Τα πυρομαχικά μεταφέρονται ολονυχτίς εκτός του οικισμού σε προκαθορισμένη θέση φύλαξης, υπό το φόβο πιθανής βολής οβίδας εντός του οικισμού, καθώς σε πιθανή έκρηξη των πυρομαχικών ο οικισμός θα τιναζόταν κυριολεκτικά στον αέρα. Η ομοβροντία οβίδων πυροβολικού δεν βρίσκει το στόχο και έτσι ο οικισμός και το κτήριο του σχολείου γλιτώνουν εκ θαύματος.
Η κατοχή τερματίζεται με την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944. Το κτήριο του αρχηγείου του ΕΑΜ Πυλίας έχοντας επιτύχει στο μέγιστο τους σκοπούς του επιστρέφει στον αρχικό εκπαιδευτικό του ρόλο, λειτουργώντας πάλι ως Δημοτικό Σχολείο του οικισμού. Το σχολείο στα μεταπολεμικά χρόνια θα αποτελέσει και πάλι φάρο γνώσης και πολιτισμού. Δεκάδες φωτεινές προσωπικότητες της επιστήμης, των γραμμάτων, των τεχνών και του πολιτισμού, που διέπρεψαν σε πολλούς τομείς της ελληνικής κοινωνίας, κάθισαν στα θρανία του ιστορικού αυτού σχολείου. Εκατοντάδες παιδιά έκαναν τα πρώτα τους εκπαιδευτικά βήματα σε αυτό το σχολείο. Ώσπου το έτος 1970, η δημιουργία ενός κάθετου ρήγματος, λόγω μιας τεχνικής αστοχίας κατά την κατασκευή του, οδηγούν το σχολείο στο οριστικό κλείσιμο του.
Η υποκουλτούρα της επιλογής εγκατάλειψης των κλειστών σχολείων των χρόνων που ακολουθούν, καθώς και η πνευματική, πολιτειακή και κοινωνική αδράνεια σε συνδυασμό με την ιστορική άγνοια και λήθη, οδήγησαν το ιστορικό αυτό μνημείο ιστορίας και πολιτισμού της Μεσσηνίας στα όρια της καταστροφής. Ο σημερινός επισκέπτης που θα βρεθεί μπροστά σε αυτό το μοναδικό ιστορικό μνημείο, που προεκτείνει και παράλληλα οργανώνει την πολιτισμική ανθρωπογεωγραφία της περιοχής, προσπαθώντας να κατανοήσει τη σχέση του ιστορικού παρελθόντος με το παρόν, τη σχέση του υπάρχοντος κτηρίου με το χώρο, σίγουρα θα νοιώσει πίκρα και θλίψη.
Όμως αυτό το ιστορικό μνημείο θα μπορούσε να μετατρέψει την πολιτισμική αδράνεια σε κίνηση, θα μπορούσε να κάνει τις πέτρες του να μιλούν στα μάτια και την ψυχή του κάθε επισκέπτη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Πολιτιστικός Σύλλογος του οικισμού έχει ξεκινήσει μια σημαντική προσπάθεια για την διάσωση και αποκατάσταση του ιστορικού αυτού μνημείου της Μεσσηνίας, με στόχο να λειτουργήσει σε βάθος χρόνου ως χώρος πολιτισμού και ιστορίας, όπου θα παρουσιάζεται η σχολική ιστορία του κτηρίου και η ιστορία της εθνικής αντίστασης.
Τέλος, ευελπιστούμε ότι οι αρμόδιοι φορείς της πολιτείας θα επιδιώξουν ακόμα και αυτή την ύστατη στιγμή, που το κτήριο «εκπέμπει» το τελευταίο σήμα κινδύνου, να μετατρέψουν το συλλογικό πένθος που όλοι αισθανόμαστε στη θέα του ερειπωμένου μνημείου σε ένδοξη συλλογική μνήμη πολιτισμού και ιστορίας και την ιστορική λήθη σε ιστορικό χρέος. Διασώζοντας έτσι, όχι μόνο ένα σημαντικό ιστορικό μνημείο της Μεσσηνίας, αλλά και τη συλλογική τιμή και αξιοπρέπεια μας, τόσο έναντι των γενεών που αγωνίστηκαν για τη δημιουργία του κτηρίου και την ελευθερία του τόπου, όσο και έναντι των γενεών που έρχονται.
*Υποψήφιος Διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου