Τετάρτη, 29 Αυγούστου 2012 03:08

Το παλιό έθιμο του «καλού καιρού» στην Πάνω Μεριά της Αλαγονίας

Το παλιό έθιμο του «καλού καιρού» στην Πάνω Μεριά της Αλαγονίας

Του Γιάννη Ροβολή
Σήμερα ο Αύγουστος έχει την 29η ημέρα του. Δυο μέρες του μένουν ακόμη και ο τελευταίος μήνας του καλοκαιριού μας αφήνει χρόνους. Μετράγαμε (και ακόμα μετράμε) τους μήνες κάθε εποχής, όχι με την ημερολογιακή είσοδο του Ήλιου σε κάθε αστρικό ζώδιο, αλλά διανύουμε τρεις μήνες σε κάθε εποχή. Μετά από δυο μέρες, μας έρχεται ο Σεπτέμβρης, ο πρώτος μήνας του φθινοπώρου.

Δίνουμε φτερά στα ποδιά του νου και μαζί του περπατάμε στο παρελθόν.
Ομαλή η διαδοχή των εποχών τότε και ο καιρός ανάλογος. «Από Μάρτη καλοκαίρι και από Αύγουστο χειμώνα» λέει η παροιμία. Πολύ σπάνια τότε, Αύγουστο μήνα, να μην έκανε κρύο τα βράδια, τις νύχτες και τα πρωινά, ώσπου να βγει ο ήλιος για τα καλά.
Η νύχτα μεγαλώνει, και οπωσδήποτε λογικά, αφού όλο και το μεγαλύτερο μέρος του 24ωρου μένει χωρίς ήλιο, το κρύο έπρεπε να γίνεται όλο και πιο αισθητό.
«Από τ’ Άγιο-Λιος, γυρίζει ο καιρός αλλιώς» λέει μια άλλη παροιμία. Χωρίς να θέλουμε να είμαστε απαισιόδοξοι, τα τελευταία χρόνια βλέπουμε σαν κάτι να χει αλλάξει στον καιρό. Γυρίζει ο καιρός αλλιώς, αλλά από την ανάποδη. Μεγαλύτερη η ζέστη, ενώ θα έπρεπε να είναι πιο μικρή. Φταίει ο άνθρωπος, όπως υποστηρίζουν οι οικολόγοι; Ίσως και ναι. Λοιπόν, με το τέλος Αυγούστου, τέλος και το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι με τις ζεστές μέρες του, τα άφθονα φρούτα του. Τα φρούτα που η μάνα γη προσφέρει απλόχερα, ανταμείβοντας τους ανθρώπινους κόπους για την καλλιέργεια της.
Τα σπίτια φτωχικά. Από τις χαραμάδες της σκεπής, έβλεπες τον ουρανό και τ’ άστρα του. Τα λίγα πορτοπαράθυρα με απλές σανίδες, χωρίς τζάμια. Το κρύο, το χιόνι, και πολλές φορές και η βροχή, παρέα με τους ανθρώπους. Τα ρούχα λίγα. Τα παπούτσια ανύπαρκτα σχεδόν. Ένα ζευγάρι παπούτσια, για τρία παιδιά. Πότε τα φορούσε το ένα και πότε τ’ άλλο, για να πάνε στην εκκλησία. Στο πιο μεγάλο στενά και μικρά. Στο πιο μικρό μεγάλα και πλατειά, σωστά υποβρύχια. Και το καλοκαίρι βέβαια, ίδια τα σπίτια, ίδια τα ρούχα και παπούτσια, αλλά δεν σκοτιζόταν κανείς. Περπατούσες με ότι φορούσες, καθώς και ξυπόλητος, κρύο δεν έκανε, κι έτσι δεν σ’ ένοιαζε.
Με τέτοια κατάσταση, το φευγιό του καλοκαιριού, απώλεια μεγάλη και νοσταλγική ανάμνηση. Πώς να κάνουμε να κρατήσουμε λίγη ζεστασιά από το καλοκαίρι; Στο τέλος Αυγούστου, στις 29, τ’ Αι- Γιαννιού του νηστευτή ανήμερα, τελευταία γιορτή του καλοκαιριού θ’ ανάψουμε φωτιές, στην πλατειά της Απάνω Μεριάς. Θ’ ανάψουμε φωτιές, θα πηδήσουμε μέσα από τις φλόγες τους, και αυτό θα μας δώσει δύναμη να περάσουμε το κρύο του χειμώνα.
Πολλά τα παιδιά τότε στο χωριό. Από 10 χρόνων έως 15, τσούρμο ολόκληρο. Με το πρώτο σύνθημα, ξεχυνόταν γύρω στα χωράφια και κουβαλούσαν λουπινιές. Οι καλλιέργειες ήταν χωρισμένες, σε τριετείς περιτροπές (Τζιεργές τις λέγαμε, καιριές ίσως). Το χωράφι, τον πρώτο χρόνο, καλλιεργούσαν με πατάτα ή άλλα ποτιστικά. Τον δεύτερο με δημητριακά, και τον τρίτο με λούπινα. Τα λούπινα, ολιγαρκή φυτά. Ούτε λίπανση θέλουνε, ούτε καλλιεργητικές φροντίδες.
Αφήνουν ακόμη στο έδαφος δύναμη, για να συνεχίσει το χωράφι τον άλλο χρόνο την ποτιστική του καλλιέργεια.
Όταν λοιπόν αλώνιζαν «στούμπαγαν», καθώς λέγαμε, τα λούπινα, τα ξερά στελέχη, οι λουπινιές, έμεναν επί τόπου, στις στουμπίστρες. Τα παιδιά κατά δεκάδες, έτρεχαν και φορτώνονταν στους ώμους τους τις λουπινιές αυτές και τις έφεραν στην Πλάτσα. Αργότερα, μόλις άρχισε να σουρουπώνει, έφερναν γύρα τις γειτονιές φωνάζοντας «Εβγάτε στον καλό καιρόοοοο»! Όταν σουρούπωνε καλά κι άρχιζε να απλώνεται η νύχτα, άναβε η φωτιά. Όλοι με τη σειρά πηδούσαν. Πηδούσαν μέσα από τις τεράστιες φλόγες αφού ο πρώτος που ξεκίναγε, άφηνε την ιαχή. «Πηδάτε τον καλό καιρόοοο!». Έτσι έπαιρναν δύναμη από τη φωτιά, και κρατούσαν ζεστασιά για το χειμώνα. Μόλις καιγόταν και η τελευταία λουπινιά, στηνόταν χορός γύρω από την θράκα.
«Πέρασα μωρ’ πέρασα, πέρασα ΄πονά γιοφύρι πέρασα ΄πόνα γιοφύρι τσείδα (και είδα ) μια στο παραθύρι...»
Θυμάμαι, το τραγούδι αυτό, το είπε ο μακαρίτης ο γερο-Νικολάκης ο Οικονομάκης ο γέρος - Γοργώνης, όπως ήταν περισσότερο γνωστός, στον «καλό καιρό» του 1936 ή ‘37. Μπήκε στην θράκα με τα τσαρουχοπάπουτσά του, σκορπώντας την δώθε - κείθε με την μαγκούρα του, ανοίγοντας τον χώρο και παραδίνοντας τον στους νεότερους.
Ωραία έθιμα μέσα από τα διάφορα δρώμενα της ελληνικής υπαίθρου, που μέρα με την μέρα χάνονται, και δυστυχώς ξεχνιόνται.

* Το κείμενο γράφτηκε το 1994 και μας το παραχώρησε ο Χρήστος Ζερίτης