Δευτέρα, 07 Μαρτίου 2022 15:16

Η Δέσποινα Δρεπανιά άφησε την Αθήνα για το “ιερό βουνό” της Βέργας

Η Δέσποινα Δρεπανιά άφησε την Αθήνα για το “ιερό βουνό” της Βέργας

Συνέντευξη στη Μαρία Νίκα 

Το ραντεβού ήταν για Παρασκευή πρωί. «Να έρθεις στο σπίτι» μου είπε. «Να καθίσουμε όσο θες, να φάμε και μαζί. Μόνο αν φύγεις βράδυ να φέρεις και φακό, γιατί άμα νυχτώσει δε βλέπεις να κατέβεις το καλντερίμι». Έτσι είναι η Δέσποινα Δρεπανιά. Ανοιχτή, φιλόξενη, αεικίνητη. Με υποδέχθηκε στο υπέροχο σπίτι της, κι εκεί με φόντο το πορτρέτο του Μολιέρου, δίπλα στη μεγάλη βιβλιοθήκη και το πιάνο, μου μίλησε για το Θέατρο, την Καλαμάτα, τη Βέργα όπου έχει επιλέξει να ζει εδώ και χρόνια αν και Αθηναία. Από τη τζαμαρία φαινόταν ολόκληρος ο Μεσσηνιακός Κόλπος.

Πώς βρεθήκατε στην Καλαμάτα;

Ήρθα το 1997 όταν καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕK ήταν ο Νίκος Χαραλάμπους, στη δεύτερη θητεία του. Eίχα δουλέψει μαζί του στο Εθνικό ως κορυφαία στη «Μήδεια» του Ευριπίδη, που παίχτηκε το 1993 στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, σε μετάφραση Γιώργου Χειμωνά. Σε εκείνη την παράσταση είχα την τύχη να προλάβω τη σπουδαία χορογράφο Μαρία Χορς, ενώ τη μουσική είχε γράψει ο συνθέτης Γιώργος Κουρουπός, από τους πρωτεργάτες στη δημιουργία του Δημοτικού Ωδείου Καλαμάτας. Όταν ήρθα στην Καλαμάτα έλαβα μέρος σε τρεις παραστάσεις με ορόσημο την «Οδύσσεια», όπου εκτός από βοηθός σκηνοθέτη συμμετείχα και ως ηθοποιός στο ρόλο της Πηνελόπης. Παρ΄ όλο που ο παππούς μου, Περικλής Διονυσόπουλος, είχε γεννηθεί στο Τρίκορφο Μεσσηνίας, δεν είχα επισκεφτεί ποτέ την Καλαμάτα. Η πρώτη συνάντηση με την πόλη και την περιοχή μέχρι τις Κιτριές, υπήρξε για μένα αποκαλυπτική. Θα την περιέγραφα σαν κεραυνοβόλο έρωτα. Έζησα ένα μαγικό χειμώνα στη Σάνταβα. Την πρόλαβα προτού φτιαχτούν τα μαγαζιά... 


Το θέατρο πώς μπήκε στη ζωή σας;

Έβλεπα από πολύ μικρή παραστάσεις, λόγω της μητέρας μου. Και πολύ χορό. Της άρεσε η τέχνη. Η πρώτη παράσταση που είδα ήταν το 1972 στο Ηρώδειο. «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, με την Αντιγόνη Βαλάκου. Που να το φανταζόμουν ότι είκοσι ένα χρόνια μετά θα είχα την τιμή να δουλέψω κοντά της στη «Μήδεια», στην Επίδαυρο!

Τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά για μένα και την αδελφή μου ήταν οι πιο θλιβερές μέρες, επειδή είχαν χωρίσει οι γονείς μας. Τώρα καταλαβαίνω τί έκανε η κυρία Ιουλία, η μήτηρ: Για να ξεχνιόμαστε, να μην νοιώθουμε την έλλειψη του πατέρα στα γιορτινά τραπέζια - ενώ τα άλλα παιδιά είχαν και τους δυο γονείς τους, μας πήγαινε θέατρο. Εθνικό, Θέατρο Τέχνης, Αμφιθέατρο. Και τι δεν έχω δει - κυρίως τη δεκαετία του 1970. Κι όχι μόνο θέατρο αλλά και κινηματογράφο: Σινεάκ, Αττικόν, Απόλλων, Ράδιο Σίτι. Και μετά που έπεσε η Χούντα: Στούντιο, Αλκυονίδα, Άστυ, Έλλη, Όπερα! Στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών έδωσα εξετάσεις αφού τελείωσα τις βασικές σπουδές στις Κοινωνικές Επιστήμες. 

Η υποκριτική σας λείπει; Πόσα χρόνια έχετε να ανέβετε…

Σανίδι; Πολλά. 

Ήταν επιλογή σας;

Τελικά ναι. Άργησα όμως να καταλάβω ότι εκ των πραγμάτων δεν μπορούσα να συνταχτώ προς τα εκεί που πήγαινε το επάγγελμα. Οφείλω ωστόσο να πω ότι νιώθω ευγνωμοσύνη που πάτησα τα άγια χώματα της Επιδαύρου με οδηγούς τους αρχαίους τραγικούς και σκηνοθέτες τον Μίνωα Βολανάκη, τον Αλέξη Σολομό, τον Νίκο Χαραλάμπους. Αλλιώς το ορίζω το ΘΕΑΤΡΟ μέσα μου. Για μένα το θέατρο είναι το ύψιστο επαναστατικό εργαλείο. 

Και τα ΔΗΠΕΘΕ;

Είμαι από τους πρώτους ηθοποιούς που πίστεψαν στο όραμα της Μελίνας. Υπηρέτησα στα ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, Βέροιας και Καλαμάτας. Δύσκολες συνθήκες στις περιοδείες. Τα πρώτα χρόνια, όμως, υπήρχε ένας σεβασμός στους καλλιτέχνες από τους τοπικούς παράγοντες. Και ευγνωμοσύνη από τους απλούς ανθρώπους. Μετά την παράσταση μας έβαζαν στα σπίτια τους, μας φίλευαν τα καλούδια τους. Αυτό το  έζησα. Όπως και το μετά... Τα ΔΗΠΕΘΕ θα έπρεπε να είναι υπόδειγμα! Να αφήνουν τους ανθρώπους του θεάτρου να κάνουν τη δουλειά τους. Όχι να σου λέει π.χ. ο Δήμαρχος, πόσα έφερες στο ταμείο! Εξήγησέ μου, πώς μια καλή πρόθεση να πάει το θέατρο σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, να δουν παραστάσεις οι άνθρωποι, να μορφωθούν, εξελίχθηκε έτσι. Και δεν αναφέρομαι στις καλές παραστάσεις και τους επαγγελματίες που τις ζωντάνεψαν, αλλά στο τι απέμεινε τελικά απ’ όλο αυτό στις πόλεις που τα φιλοξένησαν. Αν έβλεπε τη γενική κατάσταση η Μελίνα σήμερα; Θα έτριζαν τα κόκκαλά της.

Στο ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας πώς ήταν;

Με τον Νίκο Χαραλάμπους το 1997, πολύ καλά. Άλλες εποχές. Με τον Σταύρο Τσακίρη το 2000 έγιναν παραστάσεις που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους. Κρίμα που δεν μπόρεσε να δημιουργήσει τη Δραματική Σχολή για την οποία είχα ουσιαστικά επιστρέψει στο ΔΗΠΕΘΕ. Η Ελλάδα άλλαζε άρδην και δεν μπορούσα να το δω. Τα χρόνια που ακολούθησαν άρχισε η μεγάλη παρακμή για να φτάσουμε σήμερα στο μεσαίωνα, στο σκοταδισμό. Θα ήταν άδικο όμως να μην αναφέρω ότι έζησα και μοναδικές στιγμές. Έκανα φιλίες που κρατάνε μια ζωή. Η δική μας η γενιά όταν πήγαινε Επίδαυρο, «λύσσαγε»! Είχε ομαδική ζωή. Τιμούσαμε την έννοια της παρέας κι ας είχαμε τις διαφορές μας. Μετά την παράσταση πηγαίναμε στο «Λεωνίδα», τραγούδια, γέλια, χαρά, έρωτες, φλερτ, βραδινά μπάνια, ξενύχτια και το απόγευμα κανονικά στην πρόβα. Τα καλά των γυναικείων «χορών». Μετά ήρθαν οι «ιέρειες» της τέχνης που δεν έβγαιναν από τα δωμάτια μην κρυώσει ο λαιμός τους. Ειδικά η Επίδαυρος θέλει στιβαρή τεχνική για να ανταπεξέλθεις. Πλέον στις περισσότερες παραστάσεις φοράνε «ψείρες»... Έλεος!

Οι καλλιτέχνες δεν είναι πια μποέμ;

Ήταν κάποτε. Τώρα δεν νομίζω να υπάρχει πια αυτή η ατμόσφαιρα που ζήσαμε τη δεκαετία του ‘80 -‘90. Μην ξεχνάτε ότι εμείς ζήσαμε τη Χούντα, το Πολυτεχνείο, τον Μάη του ‘68, το κίνημα των Χίπις. Τη Μεταπολίτευση. Υπήρχε μια πίστη, μια ελπίδα. Παραστάσεις που άφησαν εποχή. Εννοείται ότι και τότε δεν ήταν όλα ρόδινα. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι όποιος τολμούσε να καταγγείλει αδικίες στους μισθούς ή ανάρμοστη συμπεριφορά, είχε μπει στα μαύρα κατάστιχα σε χρόνο dt. Δε γνωρίζω αν έχουν αλλάξει ουσιαστικά πράγματα σε αυτόν τον τομέα, αλλά κυριαρχούν πια η αναλγησία και ο κυνισμός στην κοινωνία. Μακάρι να φύγουν ο φόβος και η βία που ελλοχεύουν παντού και δυστυχώς τα τρέχοντα γεγονότα -από την υπόθεση Λιγνάδη έως τους πολέμους και την αποφορά θανάτου- που δε σου αφήνουν και πολλά περιθώρια να αναπνέεις ελεύθερα. Πώς να πιστέψεις ότι θα έρθουν καλύτερες μέρες…

Στη Βέργα πώς εγκατασταθήκατε;

Υπήρχαν τα ενοικιαζόμενα διαμερίσματα πάνω από την Ευαγγελίστρια. Με υπέροχη θέα. Αυτά το 2000. Επειδή η ομάδα του ΔΗΠΕΘΕΚ τότε ήταν πολύ δεμένη τα κατοικίσαμε σχεδόν όλα. Περάσαμε μαγικά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν κατόρθωσα πάντως να μείνω εδώ, δεν είναι επειδή με βοήθησε το θέατρο. Αν δεν είχα τα χρήματα από την οικογένειά μου δεν θα μπορούσα. Λατρεύω αυτόν τον τόπο, αυτό το βουνό. «Ιερό βουνό» το λέω. Μόλις πρωτοήρθα αισθάνθηκα σαν να ήμουν – η ύλη μου – από πάντα εδώ.

Τον Γιώργο Τσαγκάρη -ο αείμνηστος συνθέτης-καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕΚ- τον γνωρίσατε; Έμενε κι αυτός στη Βέργα.

Ο Γιώργος είναι η άλλη μεγάλη ιστορία. Τον γνώρισα το 2000, όταν ήμουν βοηθός σκηνοθέτη του Θύμιου Καρακατσάνη στις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη. Ο Γιώργος έγραφε τη μουσική. Κάποια στιγμή γίνεται το «έλα να δεις» με τον Θύμιο και τον Γιώργο, οι οποίοι ήταν κολλητοί. Εξαφανίζεται ο Τσαγκάρης και δεν δίνει σημεία ζωής. Περίμενε ο Θύμιος παρτιτούρες για τον Αγώνα. Μου λέει, «θα τον πάρεις εσύ τηλέφωνο». Και τον παίρνω. Και βρίσκω έναν άνθρωπο σε απόγνωση, γιατί ο Θύμιος του ζήταγε να γράψει κάτι που ήταν έξω από το πνεύμα του Αριστοφάνη. Ο Τσαγκάρης δεν ήθελε. Μου ούρλιαζε στο τηλέφωνο: «Δεν είναι πανηγύρι! Δεν είναι λούνα παρκ ο Αριστοφάνης! Ο Αριστοφάνης είναι ο Μέγας Μύστης! Δε θα τον ρημάξω εγώ!». 

Αυτά τα λόγια ήταν για μένα άνοιγμα ψυχής σε κάτι που υποπτευόμουνα από τον καιρό που είχα δουλέψει στους «Όρνιθες». Ο Αριστοφάνης μέσα από τους «Βατράχους» και τους «Όρνιθες», μας παραδίδει σημαντικές πληροφορίες για τα Ελευσίνια και τα Ορφικά Μυστήρια. Χρόνια αργότερα στην Πειραματική Σκηνή, ανεβάσαμε τους «Βατράχους» σε δική του μουσική. Η παράσταση συνέπεσε με τα 10 χρόνια από το θάνατό του. Ας είναι καλά ο ανιψιός του -επἰσης συνθέτης- Δημήτρης Αρσενόπουλος, που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε τη μουσική. Κι όχι μόνο αυτό. Επειδή η μουσική του Τσαγκάρη που παίχτηκε στην Επίδαυρο ήταν ζωντανή εκτέλεση και όχι ηχογραφημένη, κατέβηκε ο Δημήτρης στην Καλαμάτα, παρακολούθησε πρόβες και την έγραψε σε στούντιο. Οι «Βάτραχοι» ήταν εξαιρετική δουλειά. Την έχει καταγράψει και η ΕΡΤ στο Θέατρο της Δευτέρας.

Η τελευταία σας συνεργασία ήταν με την Πειραματική Σκηνή Καλαμάτας;

Ναι, ως σκηνοθέτις, στις «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε μετάφραση Θανάση Βαλτινού και μουσική Χρήστου Λεοντή. Μέσα από τη σκηνοθεσία μου δίνεται η ευκαιρία να υπηρετήσω τα κείμενα με τον καλύτερο τρόπο που γνωρίζω και μπορώ. Η μεγάλη μου αγάπη είναι να είμαι δασκάλα, εμψυχώτρια. Είναι μεγάλη η ευθύνη να διδάξεις θέατρο σε έφηβους αλλά και τεράστια η ανταμοιβή όταν βλέπεις τα παιδιά σου να στέκονται αρμονικά στα πόδια τους, να αναπνέουν καλύτερα, να βρίσκουν τα πατήματά τους, τη δική τους φωνή και έκφραση. Η σημαντική δουλειά και έρευνα γίνεται στην πρόβα. Για να πας παράσταση είναι άλλη ιστορία. Θέλει χρόνο, υπομονή, ατέλειωτες ώρες δουλειάς. Με ενδιαφέρει να δουλεύω κυρίως πάνω στην τραγωδία και τον Αριστοφάνη. Εκεί είναι οι μεγάλες διδαχές. Οι Αρχαίοι Τραγικοί τα έχουν πει όλα, μια ζωή δε φτάνει για να τους ανακαλύπτεις. Ειδικά το Χορό στην Αρχαία Τραγωδία. Είναι ο πυρήνας της θεατρικής πράξης, της καταγωγής των δρώμενων. Αυτό γίνεται κτήμα των παιδιών μόνο αν περάσουν συγκεκριμένες βιωματικές καταστάσεις στην πρόβα, όπου συμμετέχουν το σώμα, το πνεύμα, η ψυχή. Και αυτή η δουλειά γίνεται μόνο από ανθρώπους που κατέχουν το αντικείμενο. Απαιτεί συνδυασμό γνώσεων θεάτρου, ψυχολογίας, μουσικοκινητικής αγωγής και την ικανότητα να κάνεις τη θεωρία πράξη.

Στο πρόσωπο της Κατερίνας Πετρουλάκη βρήκα έναν πολύτιμο συνεργάτη με σπάνιο ήθος, βαθιές γνώσεις στη μουσική, με δίπλωμα πιάνου και σύνθεσης από το Εθνικό Ωδείο αλλά και το χάρισμα να εμπνέει τα παιδιά μέσα από τη διδασκαλία της. Απόγειο της συνεργασίας μας υπήρξαν οι «Τρωάδες». Σε αυτήν την ποιότητα και ήθος στέκεται και ο Κωνσταντίνος Μαραβέλιας με γνώσεις στο θέατρο, το χορό, τον αυτοσχεδιασμό. Με τον Κωνσταντίνο η φιλία μας κρατά από τότε που τον είχα μαθητή και φάνηκε τί μπορούσε να κάνει στους «Όρνιθες». Μετά σπούδασε στην Αθήνα σε πολύ καλούς δασκάλους, δούλεψε σε αξιόλογες παραστάσεις. Βρεθήκαμε ξανά σαν συνεργάτες σκηνοθετώντας «Το Σκλαβί» της Ξένιας Καλογεροπούλου και συνεχίζουμε. Μακάρι να ξαναβρεθούμε και οι τρεις και να δώσουμε πάλι τον καλύτερο εαυτό μας.

Τέλος, ευχαριστώ τα παιδιά που πίστεψαν στο όραμά μας και στήριξαν ψυχή τε και σώματι την προσπάθεια. Αυτά έβγαλαν τις συνταρακτικές παραστάσεις. Θα το λέω όσο αναπνέω: Τα πάντα είναι αποτέλεσμα ομαδικής δουλειάς. Τότε μόνο η δυστοπία γίνεται ευτοπία. Καταλαβαίνετε, σε μια εποχή που η trash-ίλα πριμοδοτείται ως successful life style, είναι πολύ μεγάλος ο αγώνας να πείσεις ότι υπάρχει κι άλλος τρόπος να ζεις, γιατί τελικά περί αυτού πρόκειται.