…κυκλοφορεί εδώ και χρόνια -ακόμη και σε έγκυρα κατά τα άλλα έντυπα ή blog- πως, όταν ζήτησαν από τον Σωκράτη να τους δώσει τον ορισμό του μορφωμένου ανθρώπου, δεν ανέφερε τίποτε για τη συσσώρευση γνώσεων. «Η μόρφωση είπε, είναι θέμα συμπεριφοράς… Ποιους ανθρώπους λοιπόν θεωρώ μορφωμένους;
1. Πρώτα απ’ όλους αυτούς που ελέγχουν δυσάρεστες καταστάσεις, αντί να ελέγχονται από αυτές…
2. Αυτούς που αντιμετωπίζουν όλα τα γεγονότα με γενναιότητα & λογική..
3. Αυτούς που είναι έντιμοι σε όλες τους τις συνδιαλλαγές..
4. Αυτούς που αντιμετωπίζουν γεγονότα δυσάρεστα και ανθρώπους αντιπαθείς καλοπροαίρετα.
5. Αυτούς που ελέγχουν τις απολαύσεις τους..
6. Αυτούς που δεν νικήθηκαν από τις ατυχίες & τις αποτυχίες τους..
7. Τελικά αυτούς που δεν έχουν φθαρεί από τις επιτυχίες και την δόξα τους…»
Σωκράτης (469-399 π.Χ.)
Δηλαδή μορφωμένοι είναι απαραίτητα οι γενναίοι κι αμόρφωτοι όσοι νικηθούν απ’ τις ατυχίες τους. Αστεία πράγματα.
Το ότι δεν έγραψε ή είπε ο Σωκράτης ένα τέτοιο “ηθικοπλαστικό” κείμενο μάλλον είναι προφανές. Οπωσδήποτε, όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, θα πρέπει να το αποδείξει υποδεικνύοντας την πηγή.
Με αφορμή όμως αυτή την ιστοριούλα και το μοντέλο που προσπαθεί να προωθήσει οι δυο προτροπές προς τους μαθητές που ακούγονται συχνά και είναι πολλές φορές αποδεκτές, έχει ενδιαφέρον να τύχουν σχολιασμού.
Η πρώτη έρχεται απ’ το αγράμματο παρελθόν μας. Η δεύτερη απ’ το μεταμοντέρνο μέλλον μας. Κι οι δυο λανθασμένες.
Προτροπή πρώτη: «Κοίτα πρώτα να γίνεις άνθρωπος και μετά επιστήμονας ή ό,τι άλλο θελήσεις»
Η προτροπή του αγράμματου παππού που έρχεται απ’ τον προηγούμενο αιώνα και συντηρεί την ψυχολογική ανάγκη για ιδεαλισμό, με ρομαντικού τύπου συνθήματα της προτεχνολογικής εποχής, είναι μια κοινοτοπία, που αν την εξετάσουμε σοβαρά, θα διαπιστώσουμε ότι στερείται νοήματος.
Γράφει ο Raoul Vaneigem [1] «…τα πάντα στηρίζονται στην εκμάθηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, κι όχι σε ένα ηθικό καθήκον. … όταν κατέρχεται κανείς στο πεδίο των κοινοτοπιών προκειμένου να διαπεράσει με το σπαθί του τον λόγο της βαρβαρότητας, δίχως να δίνει προβάδισμα στο ζωντανό στοιχείο καταλήγει πάντα να του προσδίδει την σκοτεινή γοητεία που ασκούν στις καλές προθέσεις οι πλάκες με τις οποίες είναι στρωμένος ο δρόμος για την κόλαση».
Το κλειδί είναι η λέξη εκμάθηση. Αν είχαμε την δυνατότητα να «ανακρίνουμε» τον συμπαθή παππού ρωτώντας τον, τι εννοεί και ποιες ιδιότητες προσδίδει στο ιδεώδες του για τον άνθρωπο, θα βλέπαμε γρήγορα το αδιέξοδο. Χρειαστήκαν κάποιοι αιώνες από την Αναγέννηση και μετά, με τον ουμανισμό και την ανάπτυξη του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, για να βρει ο νεωτερικός άνθρωπος την ταυτότητα του. Όλα αυτά δεν μπορούν να απλοποιηθούν και να συμπυκνωθούν στην εμπειρική γνώση ενός ατόμου, που στηρίζει τις απόψεις του στον στενό ορίζοντα του άμεσου περιβάλλοντος του.
Η αποδοχή της ιδέας που υποστηρίζει ότι είναι δυνατό να αποκτηθεί γνώση, χωρίς απαραίτητη βάση τις επιστήμες, είναι σαφώς οπισθοδρόμηση σε μαγευτικές αντιλήψεις, που δυστυχώς δεν έχουν δια παντός -όπως θα ’πρεπε- εκριζωθεί απ’ την συλλογική θέαση της κοινωνίας μας.
Προτροπή δεύτερη: «Γράψτε ό,τι θέλετε»
Η προτροπή του καθηγητή που μ’ αυτό τον τρόπο «κλέβει» την αποδοχή των μαθητών του κι εξασφαλίζει την συνενοχή τους. Οι μαθητές δεν είναι υποχρεωμένοι να μάθουν τίποτα καινούργιο κι ο καθηγητής δεν υποχρεούται να τους μεταδώσει, ως θα όφειλε, τις απαραίτητες γνώσεις για να ανέβουν ένα σκαλοπάτι στην εκπαιδευτική τους εξέλιξη. Τους δίνει τον λόγο αλλά όχι τις λέξεις. Και ποιος μπορεί να μας απαντήσει εύκολα στην αντιδιαστολή μεταξύ του αν οι λέξεις παράγουν σκέψη, ή οι ιδέες υπάρχουν πριν από τις λέξεις, με τις οποίες θα ενδυθούν;
Η εξέλιξη τους βέβαια θα χαθεί αν ο δάσκαλος δεν φροντίσει για την μετάγγιση της συσσωρευμένης γνώσης που έχουμε ως ανθρωπότητα, έτσι ώστε να διασωθούν τα επιτεύγματα των προγενέστερων. Χωρίς αυτή την μεταφορά γνώσης, που είναι το κύριο έργο του δάσκαλου-καθηγητή, καταδικάζουμε τους νέους να ξεκινούν κάθε φορά απ’ την αρχή.
Οι νέες (;) αντιλήψεις που έχουν παγιωθεί και αφορούν την εκπαίδευση, προτείνουν ότι οι μαθητές, με την καθοδήγηση του καθηγητή-trainer, ανακαλύπτουν μόνοι τους την γνώση και αναπτύσσουν κριτική σκέψη, κάτι που με την «καταραμένη» παπαγαλία δεν ήταν εφικτό. Βέβαια η άποψη αυτή δεν εξηγεί με ποιον τρόπο όλα τα παιδιά θα έχουν τις ικανότητες ενός Νεύτωνα στην Φυσική, ενός Όιλερ στα Μαθηματικά κι ενός Γκαίτε η ενός Καντ στις κλασσικές σπουδές. Διότι μόνο τότε θα μπορούσαν ίσως να ανακαλύψουν και να κατακτήσουν μερικών χιλιάδων χρόνων επιτεύγματα. Ούτε εξηγεί πως μπορεί κάποιος να έχει κριτική αντιμετώπιση σε κάτι που δεν γνωρίζει. Πόση κριτική μπορεί αλήθεια να δεχτεί το θεώρημα του Θαλή ή η Αρχή Διατήρησης Ενέργειας;
Η προτεινομένη διαδικασία κρύβει με αρκετή πονηριά ένα μυστικό. Ο δάσκαλος είναι προπονητής, καθοδηγητής, σκηνοθέτης της παράστασης κι ανακαλύπτει μαζί με τον μαθητή την γνώση. Άρα τα γνωσιολογικά του εφόδια δεν χρειάζεται να είναι υψηλού επιπέδου. Θα μάθει κι αυτός να μαθαίνει… Αν θέλει φυσικά. Ήδη έρχονται από τα πανεπιστήμια οι φουρνιές των πτυχιούχων που έχουν υποστεί αυτού του είδους τις διδακτικές πρακτικές. Ένα παράδειγμα από τον χώρο των θετικών επιστημών είναι ότι η γεωμετρία δεν διδάσκεται πια στο λύκειο όπως παλιά, στο δε Πανεπιστήμιο σχεδόν καθόλου (αν δεν κάνω λάθος στις περισσότερες σχολές μαθηματικών είναι μάθημα επιλογής). Συνάντησα λοιπόν νεαρή μαθηματικό η οποία αμύνθηκε της άγνοιας της λέγοντας «Ε, καλά. Κι εγώ που δεν έμαθα γεωμετρία τι έπαθα;».
Η εκπαίδευση προϋποθέτει δάσκαλο και μαθητή που στέκονται απέναντι και είναι -η εκπαίδευση- μετάδοση γνώσης από τον ένα στον άλλο. Η διαφορετικότητα των δυο μελών αυτού του ζεύγους το οποίο αναγκαστικά είναι άνισο, διότι ο ένας κατέχει την γνώση και θα την μεταβιβάσει στον άλλο, δεν απαιτεί ύπαρξη αυθεντίας από την πλευρά του δασκάλου, αλλά όρεξη για δουλειά και πολλαπλάσιες γνώσεις απ’ αυτές που πρέπει να δώσει. Επίσης το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να έχει φροντίσει να μην στηρίζεται στο ταλέντο των εκπαιδευτικών λες και μόνο οι ταλαντούχοι είναι ικανοί να γίνουν δάσκαλοι.
Τα αφελή περί παπαγαλίας τα αναμασούν συνήθως οι μη έχοντες σχέση με τα της εκπαίδευσης. Ναι υπάρχουν μαθήματα που οι μαθητές προκειμένου να ξεμπερδεύουν μαζί τους τα παπαγαλίζουν, όχι όμως χωρίς να έχουν κατανοήσει το περιεχόμενο.
Αυτά όμως είναι ένα μικρό μέρος της σχολικής ύλης. Ποιος θα δοκιμάσει να παπαγαλίσει την Φυσική η τα Μαθηματικά του Λυκείου; Ναι οι μαθητές μαθαίνουν «απέξω» εκφράσεις και ίσως κι ολόκληρες παραγράφους, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουν σε εκθέσεις. Αλλά και ποιος δεν ζήλεψε ακούγοντας έναν ηθοποιό ν' απαγγέλει από στήθους αρχαίο κείμενο ή έναν από τους ποιητές μας; Που είναι το κακό στην προπόνηση μιας τέτοιας δυνατότητας;
Είναι όλο και πιο έντονο το φαινόμενο της συλλογικής άγνοιας για την οποία οι νέοι βάρβαροι είναι περήφανοι. Κι ας μην μας φοβίζουν οι ορισμοί. Είναι βαρβαρότητα η απουσία καλλιέργειας.
«Γράψτε ό,τι σας κατέβει». Δεν είσαστε υποχρεωμένοι να έχετε αποστηθίσει τους ποιητές, ούτε σας χρειάζονται οι κλασσικοί. Φράσεις όπως «Ες αύριον τα σπουδαία», «Νίπτω τας χείρας μου» δεν τους λένε τίποτα. Δεν κουβαλούν κάποιο ειδικό νοηματικό φορτίο. Στ’ αυτιά τους ηχούν ισοδύναμα με το «θέλω να πάω για καφέ» (δεν διάλεξα τυχαία την συγκεκριμένη φράση).
Πολύ συχνά όταν φτάνει στο τέλος της μια μαθηματική διαδικασία και πλέον το αποτέλεσμα είναι προφανές, χρησιμοποιώ ως ευφυολόγημα την έκφραση: «Τι χρείαν έχομεν μαρτύρων;». Κι επειδή με κοιτούν περίεργα, πάντα ρωτάω. Πότε ειπώθηκε; Από ποιον και για ποιον; Ουδέποτε πήρα σωστή απάντηση και συνήθως δεν παίρνω καθόλου απάντηση.
Ο A.S. Neill όταν ερωτάται γιατί οι μαθητές του σχολείου του Σάμμερχιλ [2] δεν σπουδάζουν μαθηματικά απαντά: «Το επιχείρημά μου ενάντια στα μαθηματικά είναι ότι είναι πολύ αφηρημένα για τα παιδιά. Σχεδόν κάθε παιδί μισεί τα μαθηματικά. Κάθε παιδί καταλαβαίνει τι πράγμα είναι δυο μήλα, πολύ λίγα όμως μπορούν να εννοήσουν κάτι με το x μήλα». Και συνεχίζει: « Εκτός απ’ αυτό για τα μαθηματικά έχω τις ίδιες αντιρρήσεις και για τα ελληνικά ή τα λατινικά. Τι νόημα έχει να υποχρεώνονται να μάθουν τετραγωνικές εξισώσεις (sic) νέοι που αύριο θα επισκευάζουν αυτοκίνητα ή θα πουλούν κάλτσες; Δεν νομίζετε ότι αυτό είναι ανοησία;».
Το γεγονός ότι οι απαίδευτοι νέοι θα αναγκαστούν να υποταγούν σε μια ελίτ, που θα χρησιμοποιήσει την γνώση ως όπλο για την καθυπόταξη, κανένα παιδί 14 ετών δεν είναι υποχρεωμένο να το προβλέψει.. Αυτοί που έχουν αυτή την υποχρέωση, ανακάλυψαν την μεγαλύτερη κενολογία που υπήρξε τα τελευταία χρόνια στο χώρο της εκπαίδευσης. «Θα μάθουν να μαθαίνουν». Ας μπορέσει κάποιος να εξηγήσει επαρκώς το νόημα της παραπάνω φράσης και να της δώσει περιεχόμενο. Είναι αυτονόητο βέβαια ότι οι αστειότητες περί πληροφορίας και διαδικτύου όπου μπορούν να βρεθούν τα πάντα, μόνο εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι.
Το παιδί (ιδωμένο ως ίσος) απαλλαγμένο από την αυθεντία του δασκάλου, καταλήγει να πρέπει να διαχειριστεί μόνο του την εκπαίδευση του, κάτι που είναι δουλειά άλλων και αποτελεί βαρύ φορτίο. Το αποτέλεσμα θα είναι να βρεθεί χωρίς τα απαραίτητα εφόδια, υποταγμένο σε νέου τύπου αυθεντίες, τις οποίες δεν έχει τα εργαλεία να κατανοήσει και να αντιπαλέψει, διότι δεν του τα έδωσαν ποτέ, παρότι είχαν την υποχρέωση να το κάνουν.
[1] O Raoul Vaneigem γεννήθηκε στην πόλη Λεσίν του Βελγίου το 1934. Σπούδασε στις Βρυξέλλες λατινική φιλολογία και δίδαξε στο πανεπιστήμιο. Το 1960 συναντά τον Γκυ Ντεμπόρ και συμμετέχει στην Καταστασιακή Διεθνή από το 1961 έως το 1970. Το 1967 γράφει ένα από τα πιο γνωστά του έργα, την «Επανάσταση της καθημερινής ζωής»
[2] Το σχολείο του Σάμμερχιλ ιδρύθηκε το 1921 από τον A.S. Neil. Είναι ιδιωτικό σχολείο για παιδιά 6-17 χρονών (δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο). Λειτουργεί ως οικοτροφείο, δηλαδή οι μαθητές τρώνε και κοιμούνται εκεί.
Είναι σχολείο «αντιαυταρχικής αγωγής». Η βασική φιλοσοφία του είναι ότι τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα όταν είναι ελεύθερα παρά όταν εξαναγκάζονται. Γι' αυτό όλα τα μαθήματα είναι προαιρετικά και οι μαθητές αποφασίζουν μόνοι τους πως θα αξιοποιήσουν τον χρόνο τους.
*Φυσικός