Τρίτη, 23 Σεπτεμβρίου 2025 11:42

Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 – Επέτειος στο Πάνω Ψάρι – «Η δικαιοσύνη δεν χαρίζεται, κερδίζεται»

Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 – Επέτειος στο Πάνω Ψάρι – «Η δικαιοσύνη δεν χαρίζεται, κερδίζεται»

Ο ηρωισμός, η αυταπάρνηση, τα ιδανικά των αγωνιστών της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834 αποτέλεσαν για άλλη μια χρονιά πηγή μεγάλου θαυμασμού, από τον κόσμο που παρακολούθησε το Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου στο Πάνω Ψάρι την επέτειο της σημαντικής αυτής κοινωνικής εξέγερσης. Ο ομιλητής στην επετειακή εκδήλωση, Αναστάσιος Σκλάβος, ζήτησε η Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834 να αποτελέσει έμπνευση για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε ως κοινωνία σήμερα…

 

Ο Αναστάσιος Σκλάβος, δρ.κοινωνιολογίας, συγγραφέας και δημοσιογράφος μίλησε στην επετειακή εκδήλωση την οποία διοργάνωσε ο Δήμος Οιχαλίας, με τη στήριξη φορέων της περιοχής, όπως του Συλλόγου Ψαρραίων. Παραβρέθηκε η δήμαρχος, Παναγιώτα Γεωργακοπούλου, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Χωριών Ορεινής Τριφυλίας Κωνσταντίνος Καράμπελας, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Συλλόγων Τριφυλίας Παναγιώτης Λούτος, εκπρόσωποι συλλόγων και κοινοτήτων της ευρύτερης περιοχής.

Οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν με θρησκευτικές τελετές στον ιστορικό ναό Αγίου Δημητρίου Πάνω Ψαρίου, ακολούθησε κατάθεση στεφάνων έξω από το σπίτι του επικεφαλής της Μεσσηνιακής Επανάστασης του 1834 Γιαννάκη Γκρίτζαλη, απαγγελίες ποιημάτων από μαθήτριες και μαθητές, καθώς και παραδοσιακοί χοροί από το χορευτικό τμήμα «Οι Δωριείς» του Συλλόγου Γυναικών Δωρίου.

Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΣΚΛΑΒΟΥ

«Παρότι κατάγομαι από το γειτονικό χωριό Λάπι, το οποίο σύμφωνα με την προσωπική μου έρευνα δεν φαίνεται να διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στη Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834, αισθάνομαι βαθιά περηφάνια και μεγάλη χαρά που βρίσκομαι σήμερα εδώ. Η πρόσκληση να μιλήσω σε αυτή την ιστορική επέτειο αποτελεί για μένα ξεχωριστή τιμή, καθώς μου δίνει την ευκαιρία να αποτίσω φόρο μνήμης και σεβασμού σε ανθρώπους που με τον αγώνα και τη θυσία τους κράτησαν ζωντανή την ελπίδα για δικαιοσύνη και ελευθερία.

Στεκόμαστε σήμερα εδώ, στο ιστορικό χωριό Ψάρι, για να θυμηθούμε ένα γεγονός που δυστυχώς δεν είναι ευρύτερα γνωστό στην ελληνική κοινωνία, το οποίο ωστόσο έχει τεράστια σημασία για την κατανόηση της νεότερης ιστορίας μας: τη Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834.

Μετά τις τόσες θυσίες για την απελευθέρωση της Ελλάδας και τη δημιουργία του νέου κράτους, οι Έλληνες περίμεναν δικαιοσύνη, ελευθερία και αναγνώριση. Ωστόσο, η βαυαρική αντιβασιλεία έφερε φόρους, συγκεντρωτική εξουσία και περιφρόνηση για τους αγωνιστές που είχαν θυσιάσει τα πάντα.

Εδώ, λοιπόν, στα Αρβανιτοχώρια της Τριφυλίας σήκωσαν ξανά κεφάλι. Οι ηγέτες της επανάστασης, άνθρωποι απλοί, αγρότες, αγωνιστές του ’21, δεν άντεξαν την αδικία. Εξεγέρθηκαν το 1834 ενάντια στους Βαυαρούς, με την ελπίδα πως μπορούν να αλλάξουν τη μοίρα τους για δεύτερη φορά.

Δυστυχώς, η εξέγερση καταπνίγηκε γρήγορα. Ο βαυαρικός στρατός ήταν ισχυρός και η νέα εξουσία αποφασισμένη να επιβληθεί. Πολλοί συνελήφθησαν, δικάστηκαν, άλλοι θυσιάστηκαν. Όμως η θυσία δεν ήταν μάταιη.


Η δήμαρχος Οιχαλίας Παναγιώτα Γεωργακοπούλου

Σήμερα, δύο αιώνες μετά, εμείς εδώ στο Ψάρι θυμόμαστε. Γιατί η Μεσσηνιακή Επανάσταση μπορεί να μην πέτυχε τον στόχο της, αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της μακραίωνης αλυσίδας της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας του λαού μας.

Οι ήρωες αυτοί μας δίδαξαν πως η δικαιοσύνη δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται. Ότι ακόμα κι όταν οι συνθήκες είναι αντίξοες, το χρέος της κάθε γενιάς είναι να αγωνίζεται.

Ας κρατήσουμε, λοιπόν, ζωντανή τη μνήμη τους. Ας μάθουμε στα παιδιά μας ότι η ιστορία δεν είναι μόνο οι μεγάλες νίκες, αλλά και οι αγώνες που φάνηκαν χαμένοι, αλλά κράτησαν την ελπίδα ζωντανή.

Τα Αρβανιτοχώρια έχουν κάθε λόγο να είναι περήφανα, γιατί γέννησαν αγωνιστές που στάθηκαν όρθιοι μπροστά στην αδικία. Κι εμείς σήμερα, τους τιμούμε με σεβασμό και υπόσχεση: ότι δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τον αγώνα τους.

Νομίζω πως τα γεγονότα έχουν ειπωθεί πολλές φορές και είναι λίγο πολύ γνωστά, ως εκ τούτου κατά τη γνώμη μου μεγαλύτερη σημασία έχει η κατανόηση του  υπόβαθρου αυτής της εξέγερσης;

Ας το κατανοήσουμε αρχικά μέσα από τις διακηρύξεις που εξεδώθηκαν στις 31 Ιουλίου 1834, σε δημόσια συνέλευση, από τις οποίες η πρώτη, που υπογράφεται από έντεκα επαναστάτες, απευθυνόταν στον Ελληνικό Λαό και αφού του γνωστοποιούσε τους βασικούς σκοπούς της Επανάστασης -που ήταν η αποφυλάκιση των καταδικασμένων σε θάνατο στρατηγών Θεοδώρου Κολοκοτρώνη και Δημητρίου Πλαπούτα-, η παραχώρηση Συντάγματος και η απαλλαγή των πολιτών από την καταπιεστική διοίκηση και τη βαριά φορολογία, ανέφερε χαρακτηριστικά ότι: «ο Λαός της Επαρχίας Τριφυλίας, αγανακτισμένος και απελπισμένος από τις καταχρήσεις των Διοικητικών και Δικαστικών Αρχών, μη δυνάμενος πλέον να υποφέρει τα υπερβολικά βάρη και τον παράνομο τρόπο της εισπράξεως του περί αποδεκατώσεως φόρου, παραδειγματιζόμενος από την παράνομον και αυθαίρετον σύλληψιν και φυλάκισιν των συμπατριωτών ημών και φοβούμενοι καθ' εκάστην περί της ασφάλειας της προσωπικής του ελευθερίας, απεφασίσαμεν να ανακτήσωμεν τα πολιτικά μας δίκαια δια της δυνάμεως, του μόνου και τελευταίου μέσου προς εδραίωσιν του καταπιεζομένου λαού. Επί τούτου λαβόντες τα όπλα εις τας χείρας, συνελάβαμε τας διοικητικάς και λοιπάς Αρχάς τας εν τη πόλει της Κυπαρισσίας, συνεννοούμενοι κατά τούτο και με τας πλησιεστέρας επαρχίας, επί σκοπώ του να ζητήσωμεν επιμόνως την ανόρθωσιν των δικαίων ημών».

Η δεύτερη επιστολή απευθυνόταν προς τον Όθωνα και υπογραφόταν από 71 έγκριτους πολίτες όλων των τμημάτων της Επαρχίας Τριφυλίας και του Τμήματος Ζούρτσας της Επαρχίας Ολυμπίας. Με τη διακήρυξη αυτή, που ήταν εκτενέστερη της πρώτης και ταυτόλογη σε ορισμένα σημεία της, γνωστοποιούσαν στον Όθωνα τους άθλιους κυβερνητικούς μηχανισμούς που καταδυνάστευαν το λαό, την οικονομική εξαθλίωση των αγροτών, στην οποία τους οδήγησαν εγκάθετοι φιλοκαθεστωτικοί, οι οποίοι ήταν απόντες από τους Εθνικούς Αγώνες, τις καταχρήσεις της δικαστικής και εκτελεστικής εξουσίας και του υπενθύμιζαν τη σκευωρία που εξύφαναν κατά των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα «πρόσωπα φιλύποπτα και ελεγχόμενα από τη συνείδηση των παρανομιών τους... και δικαστές από την πλέον εξευτελισμένη τάξη των ανθρώπων.

Ακόμη, έγραφαν πολλά για την οικονομική εξαθλίωση των αγροτών, τα οποία για χάρη συντομίας θα συνοψίσω στους δύο στίχους από το δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στο Γιαννάκη Γκρίτζαλη και λένε:  «...ξήντα παράδες το σφαχτό, δύο γρόσσια το μοσχάρι και τρία γρόσια τ' άλογο, ποιος θεός να υποφέρει;...»

Ο ερχομός του ανήλικου Όθωνα και η ολιγαρχική πολιτική που ασκεί η Αντιβασιλεία, η καχυποψία έναντι αυτών που κέρδισαν τις μάχες για την απελευθέρωση και η παραγκώνιση τους, διότι θεωρούνται ύποπτη δύναμη και εχθρική για τα συμφέροντα τους, έχουν δημιουργήσει ένα γενικευμένο αίσθημα αδικίας. Επιπλέον, όλα τα σημαντικά πόστα ήταν πιασμένα από ξένους και τα «τσιράκια» τους, την ώρα που ο λαός βίωνε μια μεγάλη οικονομική εξαθλίωση με τη δυσβάστακτη φορολογία που του επέβαλαν.

Ήρθε και η επαχθής και μεθοδευμένη καταδίκη σε θάνατο των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, για δήθεν συνομωσία προς ανατροπή του καθεστώτος, που εξώθησε τα πράγματα στα άκρα.

Ο Κωλέττης είναι ο ενορχηστρωτής που κινεί τα νήματα, μεγαλωμένος στην αυλή του Αλή Πασά έχει αποθρασυνθεί τελείως και δεν δειλιάζει έναντι κανενός. Έχει διχάσει την Ελλάδα, την έχει χωρίσει σε δύο στρατόπεδα.

Και για να μη λέμε μόνο τα καλά! Όμοια και οι Ντρέδες έχουν διασπαστεί και οι ίδιοι, άλλοι μένοντας πιστοί στον Κολοκοτρώνη, άλλοι ακολουθώντας τον Κωλέττη.

Σε αρχείο της ελληνικής Παλιγγενεσίας, ήδη από το 1825 ο Δημήτρης Παπατσώρης μαζί με διάφορους επιφανείς κατοίκους -κυρίως της Κυπαρισσίας και των Φιλιατρών- καταγγέλλει στην Κεντρική Διοίκηση τους Αμβρόσιο Φραντζή, Μήτρο Αναστασόπουλο, Αναστάσιο Κατσαρό, Αθανάσιο Γρηγοριάδη και πολλούς άλλους, ανάμεσά τους και πολλούς συντοπίτες τους (όπως τους αδερφούς Γκρίτζαλη από το Ψάρι και τον Αντώνιο Μαυροειδή από το Σουλιμά).

Μάλιστα, ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης αναφέρεται μεταξύ αυτών που η Διοίκηση οφείλει «να εμποδίση επί πολύ […] τους δε λοιπούς εις Ναύπλιον να φέρη προς σωφρονισμόν, και παύση τις αθυροστομίας των, οίτινες και ήδη βλαστημούντες δεν παύουσι, αλλά νεοφανείς φθοροποιούς ελπίδας εις τον λαόν διασπείρουσι» (Τριφυλιακή εστία, 1976, σ. 188-191).

Στην τελευταία αυτή αποστροφή της επιστολής υπονοείται η ύπαρξη ενός λαϊκού ρεύματος με κοινωνικά χαρακτηριστικά που εκπροσωπείται -με συνέπεια ή ευκαιριακά- από τον Γκρίτζαλη και τους υπόλοιπους.

Αλλά ας επιστρέψουμε στα γεγονότα:

Οι τρεις Αντιβασιλείς, που κυβερνούν «αντ’ αυτού» μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα, συμπεριφέρονται σαν στυγνοί κατακτητές, ζητώντας την πλήρη υποταγή του πληθυσμού στις αποφάσεις του βασιλιά. Σε αυτό το πλαίσιο, διέταξαν να παραδώσουν όλοι οι Έλληνες τα όπλα τους και διέλυσαν τον ελληνικό στρατό, ιδρύοντας έμμισθο γερμανικό στρατό και διοίκηση.

Σαράντα ημέρες μετά την άφιξη του Όθωνα, στις 2 Μάρτη 1833, δημοσιεύθηκε το διάταγμα «περί διαλύσεως των ατάκτων στρατευμάτων». Οι εικόνες που ακολούθησαν παραπέμπουν σε αρχαία τραγωδία. Γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, «σπάζανε τα ντουφέκια τους πάνω στα βράχια, άλλοι βγήκανε κλέφτες στα βουνά, κι από τότε φούντωσε στον τόπο μας η ληστεία, κι άλλοι σήκωσαν μαύρα μπαϊράκια και ξεκίνησαν, κυνηγημένοι από τους Βαυαρούς, και πήγαν στην Τουρκιά να βρούνε ένα κομμάτι ψωμί να φάνε».

Οι Βαυαροί διόρισαν Νομάρχες και Έπαρχους δικούς τους, ενώ οι Έλληνες εξέλεγαν πάντοτε μόνοι τους άρχοντές τους. Ακόμη, το τεράστιο δάνειο που έδωσε η Ευρώπη δεν έφτασε ποτέ στον φτωχό λαό, ο οποίος πέθαινε της πείνας. Παράλληλα, θέσπισαν δυσβάστακτους φόρους. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο ένας στους έξι Έλληνες είχε δική του γη και μόνο ο ένας στους τέσσερις δικό του ζώο και ο καλλιεργητής της εθνικής γης πλήρωνε ποσοστό 15% ως ενοίκιο για τη γη και επί πλέον 10% ως φόρο της δεκάτης.

Χρησιμοποιώντας τα στατιστικά, οι άμεσοι αγροτικοί φόροι το 1834 ανήλθαν σε 6,2 εκατ. δραχμές, για να διπλασιαστούν σχεδόν το 1840. Μιλάμε για ποσά τεράστια για εκείνη την εποχή. Έτσι, ο πάμπτωχος αγροτικός πληθυσμός είχε επιβαρυνθεί με τα υψηλότερα φορολογικά ποσοστά της Ευρώπης, ενώ πρόβαλε έντονο και το διατροφικό πρόβλημα των χιλιάδων προσφύγων, που είχαν συρρεύσει από κάθε γωνιά του υπόδουλου Ελληνισμού.

Σε ένα αφιέρωμά της η εφημερίδα «Το Βήμα» γράφει: «Αυτοί που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση της πατρίδας βρέθηκαν στο περιθώριο, εκτός στρατού που συγκροτήθηκε από Βαυαρούς μισθοφόρους. Βρέθηκαν εκτός αξιωμάτων, εν ολίγοις εκτός όχι μόνο υλικής, αλλά και ηθικής επιβράβευσης για τις προσπάθειές τους ενάντια στους Τούρκους».

Και προσθέτει: «Ήταν η εποχή που η κεντρική εξουσία, επιζητούσε έσοδα αδιαφορώντας για τους ντόπιους και πώς κατάφερναν να επιβιώσουν με τη σοδειά ή τα ζώα τους. Νομοθετούσαν αδιαφορώντας για το πού θα λογοδοτήσουν ξεσηκώνοντας λαϊκή αντίδραση. Ήταν συνάμα η ίδια εποχή που οι μηχανορραφίες στην πολιτική σκηνή έδιναν και έπαιρναν για την επιρροή των Μεγάλων Δυνάμεων».

Ο Γιαννάκης Γκρίτζαλης υπήρξε στενός φίλος και συναγωνιστής του Κολοκοτρώνη, με καθοριστικό ρόλο στους αγώνες του έθνους. Όπως και ο Μητροπέτροβας είχαν σφραγίσει τη μοίρα τους με εκείνη του Γέρου του Μοριά.

Χωρίς μισθό, τιμές ή διακρίσεις είχε αποσυρθεί στο Ψάρι, όμως «μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει και ξανά προς τη δόξα τραβά». Δεν μπορεί να κάτσει με σταυρωμένα χέρια, βλέποντας την πατρίδα του να υποφέρει από έναν νέο «κατακτητή» και αποφασίζει να αντιδράσει. Έρχεται σε συνεννόηση αρχικά με ανθρώπους της εμπιστοσύνης του, τον πεθερό του Μητροπέτροβα, τους ανιψιούς του Δημήτρη Κολιόπουλου, Μήτρο και Πέτρο, και τον ανιψιό του Κολοκοτρώνη, Νικήτα Ζερμπίνη. Ξέρουν ότι στην κοινή συνείδηση των παραγκωνισμένων αγωνιστών έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ανατροπή της Βαυαροκρατίας (ή βαρβαροκρατίας) με νέα διακυβέρνηση που θα απέδιδε δημιουργικό κοινωνικοπολιτικό έργο, πράγμα που θα επιβεβαιωθεί άμεσα όταν μετά το πρώτο χτύπημα ανάλογα χτυπήματα εκδηλωθήκαν και σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου.

Το στίγμα το δίνει ο Μητροπέτροβας, ο γηραιότερος (83χρονος) των οπλαρχηγών του αγώνα, ο οποίος συνοψίζει τα αιτήματα: «να φτηνήνη το βιος, να διώξουν εν γένει τους Φαναριώτας, να δίδουν 10% στους δημητριακούς καρπούς, να καταργήσουν το φόρο των ποιμνίων όλων, να δίδουν εις μέν τας ιδιόκτητους αμπέλους 40 λεπτά το στρέμμα, εις δε τας εθνικάς 120 λεπτά, να τους δοθούν οι στρατιωτικοί βαθμοί, να αποδοθούν εις τους στρατιωτικούς όσα έχουν λαμβάνειν από εκδουλεύσεις, να μείνη ελεύθερος η υλοτομία, να θρονισθή ο βασιλιάς, να ελευθερωθούν οι στρατηγοί, να φύγουν οι Βαυαροί».

Η επανάσταση εκδηλώθηκε τον Ιούλιο του 1834 με την κυρίευση από τον Γκρίτζαλη της Κυπαρισσίας. Την ίδια μέρα κήρυξε επανάσταση στη Γαράντζα της τότε Επαρχίας Ανδρούσας ο Μητροπέτροβας και στον Ασλάναγα (Άρι) ο Αναστάσιος Τσαμαλής.

Το ιστορικό περιγράφει στο έργο του ο Δημήτρης Αθανασόπουλος (2005, σ. 333): «Τα μεσάνυχτα της 27 Ιουλίου 1834, γύρω στους 100 Ντρέδες αρματωμένοι -κυρίως Ψαραίοι και Κουβελαίοι- μπαίνουν αθόρυβα στην Αρκαδιά και κρύβονται σε σπίτια (…) Το επόμενο βράδυ πάλι, άλλοι 150 Ντρέδες με τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη επικεφαλής, μπαίνουν στην Αρκαδιά και κρύβονται στο ερειπωμένο κάστρο. Την άλλη μέρα το πρωί, Κυριακή 29 Ιουλίου, ένας Ντρες, με εντολή του Γκρίτζαλη, βγήκε στο παζάρι κι άρχισε να φωνάζει: “ευγάτε ορέ Ντρέδες, ήρθαμε, ευγάτε!”. Το παζάρι κι η αγορά γέμισαν αρματωμένους Ντρέδες. Μέχρι να καταλάβει ο κόσμος τι γίνεται, ο Γκρίτζαλης με τα παλικάρια του έχουν ζώσει τα σπίτια του Νομάρχη Χρηστίδη και του μοίραρχου Διοικητή της Αστυνομίας, Αντώνη Μαυρομιχάλη.

Ο Νομάρχης ρωτάει «τι συμβαίνει» και του απαντάει ο Γκρίτζαλης: «Εμείς σηκώσαμε μπαϊράκι για να σώσουμε την πατρίδα. Θέλουμε να φύγει η Αντιβασιλεία, που τόσο μας κυνήγησε και να ανεβάσουμε στον θρόνο τον Όθωνα από τώρα. Αν αυτό αποθυμάς κι εσύ, έλα μαζί μας να διαφεντέψουμε τον τόπο, αλλιώς είσαι υπό κράτηση». Ο Χριστίδης αρνείται και ο Γκρίτζαλης του λέει: «Λυπάμαι ορέ Νομάρχη, μα θα προστάξω τους Ντρέδες μου να σε πιάσουν γιατί είναι το καλύτερο, μην πέσεις σε τίποτις άλλα χέρια και κινδυνέψεις».

 Ο Χρηστίδης συλλαμβάνεται και μαζί με τον αστυνόμο Αντώνη Μαυρομιχάλη, οδηγούνται από τους Ντρέδες στο Ψάρι, στο Γριτζαλαΐικο κονάκι, όπου κλείνονται για ασφάλεια».

Οι δυνάμεις του Μητροπέτροβα και του Τσαμαλή κατέλαβαν το Νησί (Μεσσήνη), που το εγκατέλειψαν οι κυβερνητικοί ζητώντας καταφύγιο στην ισχυρή φρουρά της Καλαμάτας. Στην επανάσταση προσχώρησαν και τα αδέλφια Κόλλιας και Μήτρος Πλαπούτας που ζούσαν στην Παλούμπα της Γορτυνίας και ο Νικήτας Ζερμπίνης, του οποίου οι δυνάμεις κατέλαβαν την Ανδρίτσαινα.

Στις 29 Ιουλίου ξεσηκώθηκαν ακόμη οι Δερμπουνιώτες (οι κάτοικοι του Λυκαίου Αρκαδίας). Στις 4 Αυγούστου οι δυνάμεις του Γκρίτζαλη κατέλαβαν αμαχητί τη Μεγαλόπολη. Να σημειωθεί εδώ πως αρχικά τα κυβερνητικά στρατεύματα ήταν απασχολημένα με το κίνημα της Μάνης που είχε προηγηθεί.

Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του συνταγματάρχη Δεληγιάννη:

Η συνωμοσία εσχηματίσθη κατά τον Φεβρουάριον, καθόσον εξάγεται ήδη από τα λεγόμενα παρά διαφόρων συνωμοτών. Από τις 27 του μηνός τούτου ο αποστάτης Κόλιας Πλαπούτας εσύναζε στρατιώτας εις του Μπέλεση. Στις 28 εξεκίνησε ο Μήτρος, αδελφός του για του Τζάχα, χωρίον της Ολυμπίας, με ολίγους.

Την 29 του ιδίου μηνός το εσπέρας εκινήθη ο Μήτρο Πέτροβας με τους Γαρατζαίους και τινάς άλλους των πέριξ χωρίων, άπαντας προς Ανδρούσαν.

Οι λαοί της Μεσσηνίας και της Μεγαλοπόλεως υπό τους αρχηγούς των Μήτρον Πέτροβαν, Μήτρον Αναστασόπουλον, Γκρίντζαλην, Κόλιαν Πλαπούτα και τον Αναστάσιον Κουλόχεραν, ευρίσκονται ήδη κατά Μεσσηνίαν, Ανδρίτζαιναν και Λεοντάρι και φοβερίζουν να εισβάλουν και ενταύθα.

Θεωρώ αναγκαίον να με εφοδιάση η Κυβέρνησις με ισχυροτέρας, πλέον ελντεταμένας διαταγάς και οδηγίας, δια να ενεργήσω αμέσως και χωρίς βραδύτητα τα χρέη μου και να εμψυχώσω τους δικούς μου και πιστούς εις τον θρόνον.

Τρίπολις 4 Αυγούστου 1834

Ο Συνταγματάρχης Νομοεπιθεωρητής των Β. Στρατευμάτων

Κανέλλος Δεληγιάννης» 

Ο Κωλέττης έδρασε αποφασιστικά. Κήρυξε στρατιωτικό νόμο στις επαναστατημένες περιοχές, αμνήστευσε τους επαναστάτες της Μάνης (οι οποίοι ως αντάλλαγμα στράφηκαν κατά των επαναστατών), πρόσφερε προαγωγές στους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς για να τους προσεταιριστεί, και έπεισε τον αντιβασιλέα να απολύσει τον Υπουργό Παιδείας και Εκκλησιαστικών, Κωνσταντίνο Σχινά, ο οποίος σύμφωνα με την επαναστατική προκήρυξη της Κυπαρισσίας είχε θίξει το θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων.

Οι κυβερνητικοί πρόλαβαν και εξασφάλισαν την άμυνα της Τρίπολης, την ίδια στιγμή που ισχυρές βαυαρικές δυνάμεις, οι οποίες προηγουμένως είχαν πάρει μέρος στην καταστολή του κινήματος της Μάνης με επικεφαλής το Βαυαρό συνταγματάρχη Σμαλτς και τους συνταγματάρχες Χατζηχρήστο και Θεόδωρο Γρίβα, καθώς και οι δυνάμεις των Μανιατών προδοτών Κατσάκου, Τζανετάκη και Γιατράκου που προσχώρησαν στους κυβερνητικούς, επιτέθηκαν κατά του Τσαμαλή και του Μητροπέτροβα στου Ασλάναγα (Άρι).

Ο Τσαμαλής πιάστηκε αιχμάλωτος, ενώ ο Μητροπέτροβας κατέφυγε στη Γαράντζα, όπου και παραδόθηκε. Η σύγκρουση των επαναστατών (Γκρίτζαλης, Πλαπουταίοι, Ζερμπίνης) με τους κυβερνητικούς έγινε στις 7 Αυγούστου στο χωριό Σούλου, έξω από τη Μεγαλόπολη. Η αριθμητική υπεροχή των κυβερνητικών ήταν συντριπτική και μοιραίοι οι επαναστατικές δυνάμεις ηττήθηκαν.

Ο Γκρίτζαλης πληγωμένος, παραδόθηκε στον Γρίβα στη θέση Ξεροβούνι της Δημάνδρας στις 12 Αυγούστου 1834. Τις επόμενες ημέρες συνελήφθησαν και οι υπόλοιποι ηγέτες της εξέγερσης.

Το έκτακτο στρατοδικείο συνεδρίασε στην Κυπαρισσία και καταδίκασε σε θάνατο τον Γιαννάκη Γκρίτζαλη. Η ποινή εκτελέστηκε ταχύτατα και πριν περάσουν δυο ώρες από την απόφαση ο Γκρίτζαλης σωριάστηκε νεκρός τον Σεπτέμβριο του 1834.

Ο Γκρίτζαλης πήρε όλη την ευθύνη πάνω του, λέγοντας «εγώ έκαμα την επανάσταση, εγώ έπιασα τον Νομάρχη και το Μοίραρχο, εγώ τους φυλάκισα στο Ψάρι για να τους προστατέψω. Οι χωριάτες δεν φταίνε σε τίποτα, ήρθαν μαζί μου γιατί τους κλέβουν στον φόρο της δεκάτης», ενώ λίγο πριν το τέλος αναφώνησε: «Αδέλφια, άδικα πεθαίνω! Ό,τι έκαμα, για την πατρίδα το έκαμα!».

Η έδρα του στρατοδικείου, του οποίου η σύνθεση άλλαξε για να μην είναι «φιλική» προς τους κατηγορούμενους, μεταφέρθηκε στην Πύλο. Πρώτος δικάστηκε ο Μητροπέτροβας, στις 8 Οκτωβρίου, ο οποίος ανέφερε: «Λυπάμαι μονάχα που τώρα στα τελευταία μου δεν κατάφερα να ξεπαστρέψω τη λούβα και την ξένη βδέλα που έκατσε στο σβέρκο του δυστυχισμένου ραγιά και του πίνει το αίμα».

Το στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο τόσο τον Μητροπέτροβα όσο και τον Τσαμαλή, ο οποίος εκτελέστηκε αμέσως, όπως συνέβη και με τον Γκρίτζαλη. Μόνο ο Μητροπέτροβας πήρε χάρη, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του. Οι υπόλοιποι επαναστάτες καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές κάθειρξης (Αρώνη-Τσίχλη, 1989, σ. 86-107).

Τα δραματικά γεγονότα της Μεσσηνιακής εξέγερσης του 1834 δεν ήταν οδυνηρά μόνο για τους άμεσους πρωταγωνιστές τους, αφού συνετέλεσαν αποφασιστικά στο να συκοφαντηθούν οι Ντρέδες και να αποσιωπηθεί η δράση τους στην επανάσταση του 1821 από τους μετέπειτα ιστορικούς. Επιπροσθέτως, το καθεστώς μετέφερε την πρωτεύουσα του νομού Μεσσηνίας από την Κυπαρισσία στην Καλαμάτα το 1835, ενώ με πρόταση της τότε Κυβέρνησης, αφαιρέθηκαν όλοι οι βαθμοί των αγωνιστών των επαναστατημένων επαρχιών. Στην ιστορία έμεινε, άλλωστε, η παροιμιώδης φράση: «Τους κλέφτες χάλασε η Τουρκιά κι οι Βαυαροί τους Ντρέδες».

Σε κάθε περίπτωση, η θυσία του Γκρίτζαλη δεν πήγε άδικα, αφού δέκα χρόνια αργότερα ωρίμασε ο σπόρος της κοινωνικής επανάστασης και οι Έλληνες κατάφεραν να αποκτήσουν Σύνταγμα, την 3η του Σεπτέμβρη 1843.

Τιμούμε, λοιπόν, σήμερα την «Μεσσηνιακή Επανάσταση του 1834» γιατί οι απόγονοι και οι συμπατριώτες των αγωνιστών κράτησαν άσβεστη τη μνήμη της και παίρνουν σημαντικές πρωτοβουλίες  για να κάνουν γνωστή ευρύτερα τη συμβολή των Ντρέδων στο απελευθερωτικό κίνημα και την μεσσηνιακή επανάσταση.

Αθάνατοι όλοι οι αγωνιστές που πάλεψαν για κοινωνική δικαιοσύνη! Ας εμπνευστούμε από το θάρρος τους για να σταθούμε κι εμείς όρθιοι απέναντι στις προκλήσεις της εποχής μας».