Μίλησε για σχέση αγάπης με τη Μεσσηνία, που γνώρισε από τον Μεσσήνιο πρώην συζυγό της, περιέγραψε με ενθουσιασμό τα μέρη που έχει επισκεφθεί, τη Βέργα, τη Μεθώνη, την Κορώνη, το Ανάκτορο του Νέστορα με τη μπανιέρα της βασίλισσας που την έχει εντυπωσιάσει, τα ποτά που ήπιε ένα βράδυ σε κάποιο πειρατικό μπαράκι στους Χράνους, το σπίτι του Πάτρικ Λη Φέρμορ στην Καρδαμύλη, ακόμη και το γειτονικό Εξωχώρι όπου βρίσκεται θαμμένη η τέφρα του Άγγλου συγγραφέα Μπρους Τσάτουιν, πράγμα το οποίο ομολογώ ότι δε γνώριζα, παρά τη μανιάτικη καταγωγή μου.
«Σας κάνω λίγο φιγούρα για να δείτε ότι έχω κάποια σχέση με την περιοχή σας και ότι δεν είμαι εντελώς φυτευτή που ήρθα εδώ πέρα να σας παρουσιάσω το βιβλίο μου» είπε γελώντας. Ένα βιβλίο «αυτοαναφορικό», όπως το χαρακτήρισε, όπου μιλά για όσα την απασχολούν, για τη ζωή στη εφημερίδα, την κόρη της, τη μάνα που έχασε στα 15, τους άνδρες που αγάπησε, το σεξ, το facebook, το άγχος με τη δουλειά, τις συνεντεύξεις της με τον Σόιμπλε ή τον Σρέντερ, τη σχέση με τη Γερμανία όπου γεννήθηκε, τα βιβλία, το θέατρο, τα μουσεία, την κρίση και πολλά ακόμη.
Στην ενδιαφέρουσα, ψύχραιμη ματιά της αρθρογράφου Ξένιας Κουναλάκη αναφέρθηκε ο πολιτικός μηχανικός Βασίλης Παπαευσταθίου, παρουσιάζοντάς την. Χαρακτήρισε τη γραφή της απλή, χωρίς επιτηδεύσεις και πομπώδεις αναφορές, μια γραφή που έχει στόχο να υπηρετήσει το μήνυμα και όχι να προκαλέσει. Για τα κείμενα του βιβλίου της είπε ότι θυμίζουν αυτόνομες λογοτεχνικές αναρτήσεις στο facebook. Σύντομες αυτοβιογραφικές ιστορίες, που μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από τις σελίδες του προσωπικού της ημερολογίου ή από «μία δημόσια ψυχανάλυση χωρίς ειρμό», όπως γράφει και η ίδια στο οπισθόφυλλο.
Για στοχαστικά δοκίμια επί του εαυτού, έκανε λόγο η Νινέτα Σωτηράκη, προϊσταμένη της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Καλαμάτας, στη δική της παρουσίαση του βιβλίου. Και για μία διαφορετική Ξένια Κουναλάκη, πιο ανθρώπινη από την αρθογράφο και πολύ πιο αποκαλυπτική όσον αφορά την ιδιωτική της ζωή.
Στο πλαίσιο της συζήτησης που ακολούθησε η δημοσιογράφος και συγγραφέας αναφέρθηκε επίσης στην κρίση του Τύπου και το μέλλον των ΜΜΕ, που η ίδια βλέπει με μεγάλη απαισιοδοξία. Μίλησε για τη λαίλαπα απολύσεων, την εκδίωξη των μεγαλύτερων σε ηλικία δημοσιογράφων και την πρόσληψη νέων παιδιών με εξευτελιστικά χαμηλούς μισθούς. «Παιδιά πολύ ταλαντούχα κι αυτά, αλλά προφανώς όταν δουλεύουν 10 ώρες κουράζονται τρομερά και κάνουν λάθη, συχνά είναι άπειρα, δεν προλαβαίνουν να μάθουν, τα πετάνε εκεί πέρα στο ίντερνετ, τους λένε να βάζουν συνέχεια ειδήσεις στο σάιτ…». Με δυο λόγια αναφέρθηκε σε έναν «ηλικιακό ρατσισμό», όπου μετά τα 50 ουσιαστικά είσαι άχρηστος. «Πλησιάζω δηλαδή, έρχεται κι εμένα η ώρα μου…» κατέληξε γελώντας, μεταξύ σοβαρού και αστείου…