Τρίτη, 27 Απριλίου 2021 09:55

Κυπαρισσία, πάνω πόλη, ο κουλοχέρης και ο τζόγος

Κυπαρισσία, πάνω πόλη, ο κουλοχέρης και ο τζόγος

Χρονογράφημα του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 
       Ημέρες δόξης βιώναμε τη δεκαετία του ’70, όσοι γυμνασιόπαιδες, αμετακλήτως αμετανόητοι νοικιάζαμε πλησίον της πλατείας της πάνω πόλης. Φτηνά ημιυπόγεια, υπόγεια, ανήλιαγα και στενά δωμάτια με αυτόνομη ή μη είσοδο, γέμιζαν από εφηβικά νιάτα, της φτωχής τάξης, αφού στην κάτω πόλη τα νοικιαζόμενα ενδιαιτήματα ήταν για γερά πορτοφόλια, που η δική μας οικονομική γύμνια μοιραίως τα είχε άδεια.

      Τότε η πλατεία έσφυζε από πεζούς, πότες, νεαρές φρεγάδες, αγαθούς και χρηστούς ανθρώπους που τους έκανε ωραίους η στέρηση, ο χορός και το τραγούδι. Πολυσύχναστος δρόμος θα ‘λεγα είχε γίνει η πλατεία, αναδουλειά τα μαγαζιά δεν είχαν, τα ταβερνάκια φίσκα, το φιλοσοφικό μειδίαμα και η κουβέντα στο φόρτε, τα κρασοπότηρα μισογεμάτα να εμπνέουν εκκωφαντικές εξάρσεις και συμπεριφορές πρωτόγνωρες. Τότε στη δεκαετία του ’70 οι υποσχέσεις του εθνοσωτήριου γκουβέρνο   πως το χαρτί του γυμνασίου ήταν ισχυρό χαρτί επαγγελματικής αποκατάστασης, έπαιζαν κάλπικες, οι έχοντες μπάρμπα στην Κορώνη προτιμούνταν και οι  << ημέτεροι >>  σε δημόσιο και σε οργανισμούς. Διακοσμώντας το τραπέζι μου με  λιτή τροφή, ότι μου έμενε από το χαρτζιλίκι μου το ξόδευα στα << φρουτάκια >> και δη στον κουλοχέρη.  Το ίδιο έκαναν κι άλλοι συμμαθητές μου και όταν το αβάσταχτο βάρος των γραμμάτων μας πίεζε, μπαίναμε λάθρα στον καφενέ που ο ιδιοκτήτης του τα χειριζόταν και παίζαμε.

      Ο καφετζής μας τα  ‘παιρνε, αλλά ξέροντας τι πανηγύρι είναι η ζωή μας έλεγε σιχτιρίζοντας τη φτώχεια μεταξύ μύστακος και οδόντων όταν τα ‘χε τσούξει: <<Το νου σας στα γράμματα! Έχουν δύναμη! Όταν μεγαλώσετε να γίνετε πρώτα άνθρωποι και μετά επιστήμονες. Ποτέ όμως φακίρηδες και κομπογιαννίτες >>. Ο κουλοχέρης όμως εχθρός άσπονδος μας ξεπουπούλιαζε και μέναμε ταπί. Και τότε νιώθαμε ντροπή, να εξαφανιστούμε θέλαμε από μπροστά του. Ν’ ανοίξουμε παντάγια για τα νησιά του Νότου / πότε το ρου θ’ ανέβουμε του ποταμού Αμαζόνα //.  Καιρός μας πια να πάψουμε να βλέπουμε μπροστά μας / των ίδιων πάντα λιμανιών τη νυσταγμένη εικόνα! // […] Σημαία να υψώσουμε την ψυχή στο πιο αψηλό κατάρτι /  δεν είναι αλήθεια ότι ήρθαμε αργά στην εποχή μας! //

     Συμμαθητής μου, πού ξέμενε από χρήμα για να μην κάνει εδαφιαίους τεμενάδες σε τοκογλύφους της πλούσιας τάξης, για να δανειστεί, επεξεργαζόταν παράνομα σχέδια αγοραπωλησίας, ξεγελώντας τον παντοπώλη. Έβαζε  σ’ ένα καλάθι από πάνω για μόστρα δυο ντομάτες κι από κάτω έκρυβε τα κορόμηλα. Τα πουλούσε  στο μπακάλη, νόμιζε πως τον ξεγελούσε και πανηγύριζε όταν εισέπραττε το ρευστό. Ούτως ή άλλως ο παντοπώλης ήξερε τι λέρες είμαστε και μας αντιμετώπιζε με γέλωτες και σπαρταριστά χαχανητά ως τ’ αυτιά όταν του σκαρώναμε αστεία παιχνιδάκια. 

     Μια φορά όμως του την έφερε άσχημα του συμμαθητή μου. Παρόντος κόσμου στο μπακάλικό του, έκανε πως του ξέφυγε το καλάθι και το άδειασε κάτω. Οι ντομάτες κύλησαν κάτω από τα τραπέζια και τα κορόμηλα σαν μπίλιες σκόρπισαν παντού. Και τότε όλοι είδαν τις ακανόνιστες τούφες των μαλλιών του << δολιοφθορέα >> να ανορθώνονται και τον ίδιο να γίνεται Λούης από την πόρτα του οινοπαντοπωλείου. Έκτοτε αποκαρδιωμένος από το απογοητευτικό θέαμα που πρόσφερε άλλαξε τακτική και συμμορφώθηκε  με τις επιταγές  της τάξης και της ηθικής. Και πάντα είχε σαν επωδό στα λόγια του όταν του μιλούσαμε για την γκάφα του και πονούσε, τους στίχους του Καρυωτάκη: << Κάνε τον πόνο σου άρπα //. Και γίνε σαν αηδόνι / και γίνε σαν λουλούδι //. Πικροί όταν έλθουν χρόνοι / κάνε τον πόνο σου άρπα / και πε τονε τραγούδι //.

    ellinkoxronografima.blogspot.gr