Ο υπάλληλος πίσω από τον πάγκο περιμένει να παραγγείλω φέτα αλλά εγώ δεν τον βλέπω, έχω κολλήσει στις βανίλιες. Ξαφνικά ο χρόνος γυρνάει 30 χρόνια πίσω. Είναι καλοκαίρι, είμαι γύρω στα 10 και βρίσκομαι στην αυλή της γιαγιάς στο Σταυροπήγιο.
Απόγευμα, παίζουμε με την αδελφή μου κάτω απ’ την κληματαριά και τις μουριές, ώσπου εμφανίζεται η γιαγιά Μαργιώ κρατώντας ένα ξύλινο δισκάκι. Πάνω του δύο γυάλινα ποτήρια με βανίλιες μέσα σε κρυστάλλινο νερό.
Είναι το απογευματινό μας γλυκό. Και το μπολάκι με τη βανίλια δεν το βάζει στο ψυγείο. Το φυλάει μέσα σ’ εκείνο το μεταλλικό κουτί με τη σήτα που κρέμεται από το ταβάνι της κουζίνας. Είναι σαν ντουλάπι, τσίγκινο, έχει ράφια και πόρτα αλλά αερίζεται για να κρατάει δροσερά τα τρόφιμα. Έτσι η βανίλια δεν παγώνει, διατηρείται μαλακή και βγαίνει εύκολα με το κουτάλι. Στη σήτα βάζει κι άλλα φαγώσιμα η γιαγιά. Της έχει μείνει, φαίνεται, απ’ την εποχή που δεν είχε ψυγείο.
Και να της είχε μείνει μόνο αυτό… Τι δεν έχει περάσει αυτή η γιαγιά. Φτώχεια, κατοχή, εμφύλιο. Η μισή οικογένεια σκοτωμένη κι όσοι έζησαν ξενιτεμένοι από Αθήνα μέχρι Χιλή για να γλιτώσουν. Μόνη έμεινε στο χωριό να μεγαλώνει ένα παιδί, να μαζεύει ελιές το χειμώνα, σύκα το καλοκαίρι.
«Τι θα θέλατε;» ακούω μια φωνή που με επαναφέρει. Είναι ο υπάλληλος που περιμένει πίσω απ’ τη βιτρίνα με τα τυριά και βιάζεται. «Ε… μια βανίλια» του λέω κάπως αμήχανα. Τη βάζω γρήγορα στο καλάθι μου και συνεχίζω για τον επόμενο διάδρομο ξεχνώντας τη φέτα.
Φτάνω στο σπίτι με τα ψώνια. Βουλιάζω το υποβρύχιό μου σ’ ένα ποτήρι παγωμένο νερό και κάθομαι στη βεράντα. Πάνω στο τραπέζι έχω βάλει γιασεμί σ’ ένα γυάλινο βαζάκι. Το μόνο δικό της αντικείμενο που κράτησα για να τη θυμάμαι. Δεν είχε άλλωστε πολλά.