«Ήμουν ένα δέντρο στο δάσος που παραβγαινόμουν με τα’ άλλα δέντρα γύρω μου…
Καμάρωνα που ξεπέρναγα σιγά-σιγά τ’ άλλα δέντρα κοντά μου!
Κάποια μέρα άκουσα αντάρα. Ταράχτηκε η ησυχία του δάσους μας.
Εγώ σκέφτηκα πως θα ‘ναι για καλό μου. Είπα πως ήρθανε να μου ειπούν καλά λόγια για την κορμοστασιά μου και να μου δώσουν και κανένα βραβείο.
Όχι, συμφορά μου, δεν ήταν αυτό…
Δούλευε το πριόνι ασταμάτητα και μου ‘φερνε ζαλάδα και τρεμούλα. Φωνές από κάτω …«φύγετε, θα πέσει»!
Κραακκκ κ’ έπεσα κάτω…
Πού να ‘ξερα τι βάσανα με περιμένουν; Αφού από όμορφο δέντρο κατάντησα ένα μεγάλο παλούκι, άρχισε το μεγάλο μου ταξίδι… Έπεσα σε μεγάλη σκέψη, πού με πάνε;
Κάποια μέρα, όπως είμασταν όλα τα παλούκια αγκαλιά σε πόστες, ήλθανε και με πήρανε και με φέρανε στη γειτονιά σου, εδώ απέναντί σου.
Με δέσανε με σύρματα στο κεφάλι και σύρμα το σύρμα φέρνω το ηλεκτρικό ρεύμα…
Ευτυχώς σ’ αυτή τη θέση έχω και τα καλά μου. Που και που μ’ ακουμπάει κανένας και ξεκουράζεται, καθώς είναι σίγουρος ότι είμαι χωμένη στο χώμα βαθιά και αντέχω.
Μέχρι τώρα δεν μ’ έχει τρακάρει κανένα αυτοκίνητο. Όμως φίλε τι να σου ειπώ, μερικές φορές κλαίω και πονάω. Έρχεται κάποιος Κώστας συχνά και καρφώνει μ’ ένα κραπ ένα χαρτί… Πονάω λίγο όμως μετά βλέπω περαστικούς που έρχονται και διαβάζουν το χαρτί που μου κάρφωσαν και το βλέμμα τους φαίνεται πονεμένο.
Ο ένας λέγει «πάει η θεια Γιώργαινα. Ο άλλος «ρε Θανάση, συγχωρεμένος να ‘σαι».
Όμως τι να σου πω ρε φίλε, δεν αντέχω κάτι… Τα σκυλιά. Τι έχω το κακόμοιρο και πρώτα με μυρίζουν και μετά σηκώνουν το πόδι και με… καταβρέχουν; Εμένα ρε σκύλε; Γιατί όχι στα πόδια της κυράς σου ή του κυρίου σου;
Και αν είναι χειμώνας, τότε το κατάβρεγμα του σκύλου ξεπλένεται. Το καλοκαίρι όμως με τρώει η βρώμα και η μύγα.
Υπάρχουν όμως και χειρότερα φίλε. Κάθε χρόνο συνάδελφοί μου, αφού τους ντύσουν στα χριστουγεννιάτικο δέντρο μετά τους τρώει το τζάκι… Υπάρχουν πάντα και χειρότερα.
Άντε τώρα για ύπνο φίλε. Καλή νύχτα!