Τρίτη, 28 Φεβρουαρίου 2012 10:09

Ο Αλέξης Χαρίτσης για τη «Χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης»

Ο Αλέξης Χαρίτσης για τη «Χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης»

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Εξαιρετικό ενδιαφέρον είχε η συζήτηση που έγινε την Παρασκευή στην παρουσίαση του βιβλίου του Λαοκράτη Βάσση «Η χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης - Πολιτιστικές Αναγνώσεις». Η αίθουσα του ξενοδοχείου «Rex» γέμισε κόσμο, που μάλιστα τοποθετείται σε έναν ευρύ πολιτικό χώρο και όχι μόνο σε κάποιο συγκεκριμένο κόμμα.
Μεταξύ των ομιλητών ήταν ο Αλέξης Χαρίτσης, μέλος του Δικτύου Ενεργών Πολιτών Καλαμάτας, ο οποίος παρουσίασε με άμεσο τρόπο τις θέσεις του συγγραφέα και παράλληλα κατέθεσε τις δικές του απόψεις για την κρίση που βιώνουμε, τις αιτίες της, αλλά και την προοπτική για το ξεπέρασμά της.

Ο Αλέξης Χαρίτσης σημείωσε: Ο Λαοκράτης Βάσσης επιλέγει για δεύτερη φορά (μετά το προηγούμενο βιβλίο του «Μεταπολίτευση, ΠΑΣΟΚ, Αριστερά») να δώσει διαλογική μορφή στο κείμενό του, σπάζοντας τις συνήθεις δοκιμιακές φόρμες κειμένων θεωρητικού προβληματισμού. Καταφέρνει έτσι, με ιδιαίτερη επιτυχία μάλιστα, να δώσει στο κείμενο εξαιρετική ζωντάνια και μια αμεσότητα που προσιδιάζει θα έλεγε κανείς σε προφορικό λόγο, χωρίς όμως να καταφεύγει σε υπεραπλουστευτικά σχήματα που θα αλλοίωναν την ουσία της σκέψης του. Μάλιστα, με τη χρησιμοποίηση πολλαπλών «ειδώλων», των προσώπων που συμμετέχουν στο διάλογο δηλαδή, επιτυγχάνει να αποδώσει τους προβληματισμούς του σε όλη την ευρύτητα και την πολυπλοκότητά τους, εμπλουτίζοντας τον διάλογο με επιχειρήματα διαφορετικών αποχρώσεων, παραμένοντας βέβαια πάντα πιστός στις βασικές σταθερές της σκέψης του.
Αξίζει νομίζω να γίνει αναφορά στο γεγονός ότι ο συγγραφέας βαφτίζει όλα σχεδόν τα μέλη της παρέας με αρχαιοελληνικά ονόματα. Ο συμβολισμός είναι πιστεύω προφανής: O Λαοκράτης φαίνεται να υποδηλώνει τη συνέχεια – μέσα από τις ασυνέχειές της – του ελληνικού έθνους, απορρίπτοντας τις θεωρίες ότι το τελευταίο δεν είναι παρά προϊόν και παράγωγο του Διαφωτισμού.
Η σκέψη του συγγραφέα είναι τόσο ευρεία και πολυεπίπεδη που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την προσέγγιση όλων των θεμάτων που θίγονται και αναλύονται στο βιβλίο, ειδικά στα πλαίσια μιας σύντομης παρουσίασης. Υπάρχουν όμως κάποιοι κεντρικοί άξονες προβληματισμού που διατρέχουν συνεκτικά τον λόγο του Λαοκράτη και οι οποίοι θα πρέπει να επισημανθούν και να συζητηθούν.

Βασική προβληματική του έργου αποτελεί η πολιτισμική διάσταση της χρεοκοπίας του μεταπολιτευτικού μοντέλου, αυτό που ο ίδιος ονομάζει «πολιτιστικό βάθος της μεταπολιτευτικής χρεοκοπίας». Για τον συγγραφέα, οι έννοιες πολιτικό και πολιτιστικό είναι άρρηκτα συνδεδεμένες και τα όρια μεταξύ τους πολύ συγκεχυμένα. Δεν μπορούμε λοιπόν να συζητήσουμε τα αίτια της σημερινής πολιτικής χρεοκοπίας χωρίς να εντοπίσουμε τις πολιτιστικές ορίζουσες αυτού του φαινομένου. Με ενάργεια και καθαρότητα, χωρίς ηθικολογίες και απλουστεύσεις, ο Λαοκράτης συνδέει ευθέως την πολιτική παρακμή με την πλήρη επικράτηση στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ενός ακραίου καταναλωτικού ατομικισμού που διέβρωσε συνειδήσεις, αντιστάσεις,  εν τέλει την ίδια τη δημοκρατία…

Κατά τη γνώμη μου, η αλλαγή που έχει συντελεστεί τις τελευταίες δεκαετίες είναι στην ουσία της ανθρωπολογικού τύπου: ο νεοφιλελεύθερος οικονομισμός που κυριάρχησε σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής, πολιτικής αλλά και πολιτιστικής ζωής των δυτικών κοινωνιών είχε ως στόχο τη δημιουργία ενός νέου τύπου ανθρώπου. Ενός ανθρώπου πειθήνιου, πειθαρχημένου, κτητικού. Ενός ανθρώπου πολιτικά και κοινωνικά απαίδευτου που θα είναι πρώτα καταναλωτής και μετά πολίτης. Εν πολλοίς, ο στόχος αυτής της ανθρωπολογικής μετάλλαξης επετεύχθη!

Αναζητώντας τα αίτια της κατίσχυσης του καταναλωτικού μοντέλου, ο συγγραφέας αναδεικνύει την επικράτηση ενός ψευδεπίγραφου διπόλου: από τη μία πλευρά, ένας ανορθολογικός ελληνοκεντρισμός, μια συμπλεγματική εθνικοφροσύνη που καπηλεύτηκε και διαστρέβλωσε, οδηγώντας τελικά στην πλήρη απαξίωση, όλα τα στοιχεία της εθνο/πολιτιστικής μας ταυτότητας. Μια ελληνοκεντρική υποκουλτούρα η οποία, όπως εύστοχα σημειώνει ο συγγραφέας, «αντιμετώπισε την Ελλάδα ως μεταφυσική αυταξία, αγνοώντας την απίστευτη συνθετότητα της ιστορικο-πολιτικής μας συνέχειας διαμέσου των αιώνων και των χιλιετιών».

Από την άλλη, ο, διαρκώς ανερχόμενος κατά τις τελευταίες δεκαετίες, «εκσυγχρονιστικός», ψευδεπίγραφα προοδευτικός, πόλος. Αυτό που προσφυώς ο Νίκος Ξυδάκης έχει αποκαλέσει «φυλή των αεροδρομίων», που στο όνομα ενός ασαφούς «κοσμοπολιτισμού», κατέληξε να εκφράζει τις πιο σκληρές, ταξικές πολιτικές και οικονομικές επιλογές του υπερεθνικού καπιταλισμού. Αποποιούμενος οποιαδήποτε αναφορά στα στοιχεία εκείνα που συγκροτούν τον ελληνικό δημόσιο χώρο και υιοθετώντας τελικά πλήρως το δόγμα της Μάργκαρετ Θάτσερ ότι «δεν υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχουν μόνο άτομα», ο επελαύνων νεοφιλελευθερισμός, πέραν των άλλων συνεπειών του, οδήγησε στην πλήρη σύγχυση σχετικά με αυτό που πολύ εύστοχα ο συγγραφέας ονομάζει «συλλογικές ταυτοτικές ορίζουσες της ελληνικής κοινωνίας».

Η διεμβόλιση αυτού του διπόλου, ανορθολογικός ελληνοκεντρισμός – ανερμάτιστος κοσμοπολιτισμός, αποτελεί, κατά τον συγγραφέα, αναγκαία συνθήκη για τη συγκρότηση ενός νέου, κοινωνικά στέρεου πολιτιστικού προτάγματος που θα ανακόψει την επέλαση του ακραίου ατομικισμού.

Με πολιτικούς όρους, η επικράτηση του ατομικού έναντι του συλλογικού μεταφράζεται σε μετεξέλιξη του πολιτικού συστήματος σε μηχανισμό άγριας νομής της εξουσίας ερήμην του λαού. Κυρίαρχο ρόλο στην ανάλυση του Λαοκράτη έχει η ίδια η ελληνική κοινωνία, ως αντικείμενο αλλά και ως υποκείμενο αυτού του εκφυλισμού. Ο λαός δηλαδή, ως συλλογικό υποκείμενο της ίδιας του της ιστορίας, έχει και ο ίδιος ευθύνες για την κατάντια του πολιτικού συστήματος. Ο συγγραφέας δεν χαρίζεται σε κανέναν, η κριτική του αγγίζει τους πάντες: (δικομματισμός, Αριστερά, κοινωνία των πολιτών, ΜΜΕ, πνευματικός κόσμος). Με ειλικρίνεια και ευθύτητα, ο συγγραφέας θέτει τους πάντες προ των ευθυνών τους.

Σε αυτό το σημείο θεωρώ ότι η σκέψη του Λαοκράτη είναι εξαιρετικά επίκαιρη και χρήσιμη. Κατορθώνει να αναδείξει με σαφήνεια  το ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης για τη σημερινή πολιτική και πολιτιστική κατάπτωση. Είναι όμως εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει πλήρη επίγνωση ότι, «η συλλογική αυτομαστίγωση είναι εξίσου επικίνδυνη με τον εθνικό ναρκισσισμό». Γι’ αυτό, όχι απλά δεν υιοθετεί, αλλά αντιτίθεται με αποφασιστικότητα σε ισοπεδωτικές ευκολίες που οδηγούν τελικά σε χυδαίες λογικές του τύπου «όλοι μαζί τα φάγαμε!». Ο Λαοκράτης, πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου, ορθώνει ισχυρό τείχος προς τέτοιες προσεγγίσεις. Οι ευθύνες ιεραρχούνται σωστά και επιμερίζονται δίκαια!

Από την κριτική του συγγραφέα δεν απουσιάζει ούτε η Αριστερά, κυρίως το κομμάτι της εκείνο που ενέδωσε στα κελεύσματα του εκσυγχρονισμού και μεταλλάχθηκε τελικά σε απολογητή των σκληρών νεοφιλελεύθερων ιδεολογημάτων που κυριαρχούν σήμερα. Σωστά ο συγγραφέας διαχωρίζει τα κομματικά ιερατεία από τη «ζώσα», κοινωνική Αριστερά της καθημερινότητας που, όχι χωρίς αντιφάσεις και αδυναμίες είναι η αλήθεια, αλλά πάντως μέσα σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο, έδωσε τον αγώνα για ένα διαφορετικό κοινωνιοκεντρικό ήθος ζωής. Σε κάθε περίπτωση όμως, ο συγγραφέας αναγνωρίζει με σαφήνεια ότι «οι όποιες ευθύνες της Αριστεράς για τη μεταπολιτευτική χρεοκοπία μας είναι σίγουρα άλλου μεγέθους και προπαντός άλλης τάξης απ’ τις ευθύνες αυτών που διαχειρίστηκαν τις τύχες μας».

Ο επιμερισμός των ευθυνών είναι, πρώτα και κύρια, καταδικαστικός για το δικομματικό σύστημα εξουσίας που κυβέρνησε τη χώρα από τη Μεταπολίτευση έως σήμερα. Ένα αμαρτωλό σύστημα που δόμησε την κυριαρχία του στο πελατειακό κράτος, τον κρατικοδίαιτο καπιταλισμό των «ημετέρων» και τον νεοφιλελεύθερης κοπής ευρωπαϊκό «μεγαλοϊδεατισμό». Που εξέθρεψε τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης από τα διαπλεκόμενα Μέσα Ενημέρωσης και επέτρεψε την αλλοτρίωση των συνειδήσεων από την επελαύνουσα χυδαία τηλεοπτική υποκουλτούρα.

Πέρα από τη σαφέστατη καταδίκη του δικομματισμού, εξαιρετικά σημαντική είναι, κατά τη γνώμη μου, η σκληρή αντιμετώπιση που ο συγγραφέας επιφυλάσσει και στην πλειοψηφία του πνευματικού κόσμου της χώρας που όχι μόνον ανέχτηκε την πολιτιστική κατάπτωση και την πολιτική εξαχρείωση αλλά σε μεγάλο βαθμό, για λόγους προσωπικής ιδιοτέλειας, απέκτησε οργανική σχέση με το σύστημα εξουσίας επιτείνοντας τη σύγχυση και ιδεολογικοποιώντας τη διάβρωση.

Θεωρώ ότι κορύφωση αυτής της διαδικασίας ενσωμάτωσης του πνευματικού κόσμου στο, κυρίαρχο ακόμα αλλά παραπαίον πλέον, πολιτικό σύστημα, αποτελεί η στάση του στην πρόσφατη ένταξη της Ακροδεξιάς στην επονομαζόμενη κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Μιας Ακροδεξιάς σκοταδιστικής, μισαλλόδοξης και ξενοφοβικής. Οι πολιτιστικές και πολιτικές προεκτάσεις αυτής της ανίερης συμμαχίας είναι πρόδηλες σε όλους τους δημοκρατικούς πολίτες. Για την πλειοψηφία του πνευματικού κόσμου όμως, πλην ελαχίστων τιμητικών εξαιρέσεων, η επικίνδυνη αυτή εξέλιξη θεωρήθηκε δευτερεύουσας σημασίας, αν όχι κι απαραίτητη, μπροστά στον «εθνικό στόχο» της μνημονιακής «σωτηρίας» της χώρας.

Ο Λαοκράτης Βάσσης έχει πλήρη επίγνωση ότι, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, η συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται «εν κενώ», δεν μπορεί να αγνοεί την πρωτόγνωρα τραγική πραγματικότητα. Ολόκληρο το κείμενο εκφράζει τη διαρκή αγωνία να μη μείνει σε απλές διαπιστώσεις ή ακόμα και ερμηνείες της μεταπολιτευτικής σήψης, αλλά να επιχειρήσει την ιχνηλάτηση ενός οδικού άξονα «φυγής προς τα εμπρός». Το ερώτημα «και τώρα τί κάνουμε;» διαποτίζει συνεχώς τη σκέψη του συγγραφέα.

Ήδη στις πρώτες σελίδες του βιβλίου διαβάζουμε: «όταν πονάνε οι λέξεις, πονάει και η ψυχή ενός τόπου». Η παραπάνω φράση έχει εξαιρετική βαρύτητα, διότι ζούμε μια πραγματικότητα στην οποία οι λέξεις, οι έννοιες και οι αξίες πληγώνονται και πληγώνουν καθημερινά με τη διαστρέβλωσή και την παραποίησή που υφίστανται από την ανελέητη προπαγάνδα του κυρίαρχου λόγου, πολιτικού και μιντιακού. Η αποκατάσταση του νοήματος των λέξεων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την υπεράσπιση αυτού που διαμορφώνεται ως κεντρικό ιστορικό διακύβευμα, αλλά και ζητούμενο πλέον, της εποχής μας: την υπεράσπιση της ίδιας της Δημοκρατίας. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι η κρίση να μετατραπεί σε κανονικότητα και η χρεοκοπία του μεταπολιτευτικού μοντέλου σε κυριαρχία της Μεταδημοκρατίας.

Το τελευταίο διάστημα, η διαδικασία αυτονόμησης των πολιτικών ελίτ από την κοινωνία έχει λάβει ακραίες μορφές. Στην απελπισμένη προσπάθειά του να επιβιώσει, το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα οδηγείται σε βαθιά αντιδημοκρατικές επιλογές στο οικονομικό και το πολιτικό πεδίο. Η επίκληση του «εθνικού συμφέροντος» για σημαντικότατες αποφάσεις που λαμβάνονται ερήμην της ελληνικής κοινωνίας και οι οποίες την καταδικάζουν στην πλήρη εξαθλίωση αποτελούν πρωτοφανή επίδειξη αυταρχισμού, λαϊκισμού και πατριδοκαπηλείας.

Από την άλλη πλευρά, παρά τη σύγχυση και το σοκ στο οποίο βρίσκεται η ελληνική κοινωνία, βιώνουμε μια πρωτόγνωρη έκρηξη των κοινωνικών αντιδράσεων με χαρακτηριστικά εντελώς διαφορετικά από αυτά που περιείχαν τα κοινωνικά κινήματα της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Ακόμη και σε συμβολικό επίπεδο αν το εξετάσει κανείς, δεν μπορεί να αποτελεί σύμπτωση ότι αυτό το πρωτοφανές κίνημα των πλατειών έχει ως βασικό του σύνθημα το «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία». Να μην ξεχνάμε επίσης, και οι μεγαλύτεροι από εμένα έχουν και βιωματική σχετική εμπειρία, ότι τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης ήταν μια περίοδος μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής διαθεσιμότητας, δημοκρατικότερης διάχυσης της γνώσης, κοινωνικού ριζοσπαστισμού και προσδοκιών για ουσιαστικό εκδημοκρατισμό του δημόσιου βίου. Τολμώ, λοιπόν, να ισχυριστώ ότι αυτό που ονομάζουμε χρεοκοπία της Μεταπολίτευσης, συνιστά ουσιαστικά χρεοκοπία ενός πολιτικού και πολιτισμικού μοντέλου που διαστρέβλωσε και διέστρεψε τα βασικά μεταπολιτευτικά αξιακά προτάγματα.

Η παρελθοντολαγνεία είναι όμως κακός σύμβουλος. Τα διαχρονικά αιτούμενα της ελληνικής κοινωνίας, που σήμερα επανέρχονται δριμύτερα, θα πρέπει να μπολιαστούν με τη νέα «πολιτική γραμματική» που δημιουργούν τα κοινωνικά κινήματα της εποχής μας. Κινήματα που μέσα από τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις τους ανανοηματοδοτούν το συλλογικό…

Οι εξελίξεις των τελευταίων μηνών, με τη συγκρότηση της κυβέρνησης του «κόμματος του Μνημονίου», έχουν αποδείξει και στους πλέον δύσπιστους ότι η υπέρβαση της βαρβαρότητας που βιώνουμε δεν μπορεί παρά να έχει αριστερό πρόσημο, χωρίς βεβαίως αυτό να συνεπάγεται δογματισμούς και αποκλεισμούς. Αν θέλει όμως η Αριστερά να εκφράσει αυτή τη νέα κοινωνική δυναμική, θα πρέπει να κατανοήσει ότι η λογική της πολιτικής διαμεσολάβησης της μεταπολιτευτικής περιόδου έχει τελειώσει. Η κοινωνία δεν θέλει εκπροσώπηση, η κοινωνία ζητάει συμμετοχή! Θα πρέπει, λοιπόν, Η Αριστερά να μετουσιώσει σε πολιτική πράξη την αδήριτη κοινωνική απαίτηση για μια νέα συλλογικότητα που θα βασίζεται στην αυτοοργάνωση, την ανιδιοτέλεια και την αληλεγγύη, αξίες που επανέρχονται στο προσκήνιο της Ιστορίας και επαναπολιτικοποιούν τους ανθρώπους.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η προβληματική που αναπτύσσει ο Λαοκράτης Βάσσης για μια νέα πολιτιστική πολιτική που θα βασίζεται στους άξονες του πατριωτισμού, του διεθνισμού, της δημοκρατίας και του ουμανισμού δεν είναι απλά ενδιαφέρουσα ως θεωρητική σύλληψη. Είναι εξαιρετικά χρήσιμη και κρίσιμη για μια κοινωνία που, στην προσπάθειά της να αντισταθεί και να αντιστρέψει την πορεία διάλυσής της, επιδιώκει να ξαναβρεί τη χαμένη κοινωνικότητά της, επιδιώκει να εμβαπτισθεί σε ένα νέο συλλογικό «εμείς».