«Εξήντα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του αριστουργήματος του Νίκου Κούνδουρου, η Λέσχη προβάλλει τον Δράκο. Ένας ασήμαντος και μοναχικός τραπεζικός υπάλληλος, εξαιτίας της εκπληκτικής του ομοιότητας μ’ έναν κακοποιό που οι εφημερίδες αποκαλούν “Ο Δράκος”, καταδιώκεται από την αστυνομία και βρίσκει καταφύγιο σ’ ένα καμπαρέ, ξεφεύγοντας ταυτόχρονα από τη γκρίζα και μίζερη ζωή του.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλης γράφει ένα σενάριο με πολλές όψεις, που διαχειρίζεται πολλά θέματα με τρόπο σχεδόν αριστοτεχνικό και ο Νίκος Κούνδουρος με την πρωτοποριακή και καινοτόμα ματιά του κάνει μια από τις ελάχιστες ταινίες που επηρέασαν τον ελληνικό κινηματογράφο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται από τις σπουδαιότερες δημιουργίες του.
Η μουσική επένδυση του Χατζιδάκι και η σεμνή φυσιογνωμία του Ηλιόπουλου “κουμπώνουν” τέλεια με το πνεύμα και το ύφος της ταινίας.
Αν και γνώρισε εμπορική αποτυχία αναγνωρίζεται σήμερα ως μία από τις σημαντικές ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που συνδυάζει στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το φιλμ νουάρ. Πραγματεύεται την ασφυξία που είχε πνίξει τη χώρα στη δεκαετία του ’60, με το έγκλημα και τη φτώχεια να πρωτοστατούν.
Στις δύο ψηφοφορίες για τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες που έχει πραγματοποιήσει η Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου, έως σήμερα, ο “Δράκος” μαζί με την “Ευδοκία” και τον “Θίασο” αποτελούν την καλύτερη τριάδα ελληνικών ταινιών στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Η ταινία διδάσκεται σε σχολές της έβδομης τέχνης παγκοσμίως. Βραβεύτηκε το 1960 στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ως μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες της περιόδου 1955-1959. Έλαβε ειδική μνεία στο Φεστιβάλ Βενετίας.
Στην Ελλάδα προβλήθηκε για πρώτη φορά στις 5 Μαρτίου 1956.
Ο Νίκος Κούνδουρος
Με κρητική καταγωγή, γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1926.
Σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρόνησο.
Στα 28 του χρόνια αποφάσισε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως σκηνοθέτης με τη Μαγική Πόλη (1954), όπου συνδύασε τις επιρροές του από το νεορεαλισμό με την εικαστική του ματιά.
Με το σύνθετο και πρωτοποριακό έργο "Ο Δράκος" (1956), ο Νίκος Κούνδουρος καθιερώνεται. Ακολούθησαν "Οι παράνομοι" (1958), "Το ποτάμι" (1959), "Μικρές Αφροδίτες" (1963), "Το πρόσωπο της Μέδουσας" (1967), "Τα τραγούδια της φωτιάς" (1974), "1922" (1978).
Έχει εκπροσωπήσει τον ελληνικό κινηματογράφο πολλές φορές στο εξωτερικό όπως στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1953 και 1956, στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1958, 1963 και 1967.
Έχει τιμηθεί με το Πρώτο Βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και Βερολίνου το 1963 για την ταινία "Μικρές Αφροδίτες", καθώς και για την ταινία του "Το ποτάμι" στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1959.
Η ταινία "Μικρές Αφροδίτες" τιμήθηκε και με το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.
Κόπιες πολλών ταινιών του βρίσκονται στο Ευρωπαϊκό Μουσείο Κινηματογράφου, στη Γαλλική Ταινιοθήκη καθώς και στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης».