Δευτέρα, 20 Μαρτίου 2017 19:02

Μια μικρή δικαιοσύνη

Μια μικρή δικαιοσύνη

Της Μαρίας Νίκα 
Σάββατο βράδυ ανεβαίνω τα σκαλοπάτια του Ωδείου και στο μυαλό μου στριφογυρίζει η τραγωδία. Από την Παρασκευή το πρωί όλο αυτό σκέφτομαι. Τις δυο ψυχές που χάθηκαν...

Μια σκηνή έρχεται συνέχεια μπροστά μου: Κοριτσάκι 10 χρονώ κοιμάται αμέριμνο στο κρεβάτι του πατέρα του. Δεν υπάρχει τίποτα πιο τρυφερό από ένα παιδάκι που κοιμάται ήσυχα στο κρεβάτι των γονιών του, αναζητώντας λίγη ζεστασιά. Iδίως όταν έχει χαθεί η μητέρα. Ξαφνικά ένας πυροβολισμός και η ανάσα κόβεται. Ύστερα εκείνος στρέφει το όπλο στον εαυτό του. Το ΄κλαψε άραγε πριν κόψει το νήμα και της δικής του της ζωής; Το αγκάλιασε; Το φίλησε; Μετάνιωσε ίσως για μια στιγμή;

Σάββατο βράδυ, μπαίνω στην αίθουσα του Δημοτικού Ωδείου. Εκδήλωση ποίησης. Μια μελωδία του Γκέρσουιν ακούγεται στο πιάνο και ταυτόχρονα η απαγγελία:

Απόψε σκέφτομαι

Αυτούς που βασανίζονται κλεισμένοι στο καβούκι τους

Ν’ ακούνε μουσική και να καπνίζουν

Αυτούς που αποπειράθηκαν ν’ αυτοκτονήσουν με ομορφιά

Ρουφήξαν το βιτριόλι της και κάηκαν

Αυτούς που ο φόβος τούς φυτεύει στις ερμιές

Αυτούς που άυπνοι αιωρούνται στον αέρα

Αυτούς που κάναν έρωτα και μείνανε πιο μόνοι

Αυτούς που ανέκφραστοι ακολουθούν μια νεκροφόρα μνήμη

Αυτούς που λιώνουν βουτηγμένοι στα χαρτιά

Αυτούς που βλέπουν τ’ όνομά τους στο κουδούνι

Και το χτυπούν δαιμονισμένα

να ξυπνήσει

ο ένοικος.

Σάββατο βράδυ και η εικόνα «καρφωμένη» στο μυαλό μου. Κοριτσάκι κοιμάται αμέριμνο στο κρεβάτι του πατέρα του. Ενός πατέρα σε απόγνωση. Υποθέτω. Σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο να υποθέσεις μπορείς.

Όμως, δε γίνεται, θα υπάρχει κάπου μια μικρή δικαιοσύνη να εξηγεί

Με ποιες προθέσεις φεύγει ένας άνθρωπος

Με πόσα θά και πόσα νά που ψιθυρίζει ο θάνατος

Σβήνει ασυλλόγιστα ολόκληρη ζωή

Αφού, το ξέρεις, ένα μόλις δευτερόλεπτο αρκεί

ν’ αλλάξουν τώρα δυο φτερά τη ρότα τους

Και, μην ακούς, τα δευτερόλεπτα πληρώνονται ακριβά

Γι’ αυτό κι άνθρωπος εκείνος φεύγει απένταρος

Με τον πνιγμένο ρόγχο ενός κυνηγημένου

Λεπτά χρειάστηκε λεπτά

Χιλιάδες δευτερόλεπτα

Για ν’ αγοράσει τι; ασήμαντες εικόνες

Μα πώς μπορεί να ξεχρεώσει τώρα πού να δανειστεί

Πόσες εικόνες να πουλήσει απ’ την ανάμνηση

Μια δυναστεία εικόνες παλιωμένες

Γεννοβολάνε τα λεπτά κι ο τόκος βγαίνει αβάσταχτος –

Κανείς λοιπόν δεν έχει να πληρώσει;

Σάββατο βράδυ και η ψυχή μου πονά. Και η ποίηση του Αντώνη Φωστιέρη δε βοηθάει...