Δευτέρα, 12 Αυγούστου 2024 19:14

Παρακαταθήκη του Ρήγα Φλώρου για τα παλιά πανηγύρια και τους παλιούς οργανοπαίχτες της Μεσσηνίας

Ο Ρήγας Φλώρος με το κλαρίνο του και τους συναδέλφους του οργανοπαίχτες Γιώργο Χειλά (Καλαμάτα, τραγούδι), Γιώργο Αφτουλά (μπουζούκι, Καλαμάτα), Γιάννη Κακλαμάνο (ντραμς Ανδρούσα), με το συγκρότημα του Κώστα Μητσέα, σε κάποιο πανηγύρι τη δεκαετία του ‘70 Ο Ρήγας Φλώρος με το κλαρίνο του και τους συναδέλφους του οργανοπαίχτες Γιώργο Χειλά (Καλαμάτα, τραγούδι), Γιώργο Αφτουλά (μπουζούκι, Καλαμάτα), Γιάννη Κακλαμάνο (ντραμς Ανδρούσα), με το συγκρότημα του Κώστα Μητσέα, σε κάποιο πανηγύρι τη δεκαετία του ‘70

«ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ… ΓΑΜΟΙ – ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ»  

“...ήταν όμως τότε άλλα πανηγύρια, με άλλο τρόπο, με άλλο κέφι…” Για τα παλιά, τα παραδοσιακά πανηγύρια στα χωριά της Μεσσηνίας, καταθέτει την παρακαταθήκη του ο Ρήγας Φλώρος, μια μαρτυρία από τις εμπειρίες της ζωής του, έναν κατάλογο με τα ονόματα των παλιών οργανοπαιχτών και τραγουδιστών της Μεσσηνίας, φωτογραφίες από παλιά πανηγύρια και οργανοπαίχτες. Όλα αυτά και άλλα εξαιρετικά ενδιαφέροντα και συγκινητικά παρουσιάζονται στο βιβλίο του Ρήγα Φλώρου “Εμείς οι παλιοί… Γάμοι - Πανηγύρια και ιστορίες λαογραφίας”. Είναι μια σημαντική προσφορά για να διατηρηθεί η μνήμη του λαϊκού πολιτισμού σχετικά με τις χαρές των ανθρώπων της υπαίθρου. 

 

“Με λένε Ρήγα Φλώρο. Το όνομά μου το πήρα από τον αδελφό της μάνας μου από το Χρύσοβα. Τελείωσα το Δημοτικό στο χωριό μου (σ.σ. Παλαιόκαστρο, “Ξηροκάσι” παλιότερα). Για πολλούς λόγους δεν προχώρησα παραπέρα για γράμματα. Έτσι έμεινα κοντά στους γονείς μου και εξαναγκαστικώς μπήκα στο λούκι της αγροτιάς. Ζευγάρωσα αγελάδες, άλογα και γαϊδουράκια για να οργώσω και όργωνα χωράφια, έσπερνα κούκλες, σιτάρι, έσκαβα αμπέλια, φύλαγα και πρόβατα και γαλόπουλα, κότες, χοιρινά. Έμαθα και φλογέρα” σημειώνει στο βιβλίο του ο συγγραφέας, που αργότερα έπαιζε στα πανηγύρια κλαρίνο. 

Ας δούμε πως ασχολήθηκε με το κλαρίνο: “...το 1953 ήμουν 18 χρονών (...) Τότε είχα και ένα μπάρμπα που έπαιζε κλαρίνο για λίγο διάστημα, έφυγε από το χωριό και παντρεύτηκε στο Κουτήφαρι, ο μπάρμπα Χρήστος ο μακαρίτης. Σήμερα υπάρχει ο γιος του Κώστας Φλώρος. “Κράτα το κλαρίνο” μου λέει “εγώθα ασχοληθώ επαγγελματικά”, έτσι άρχισα να φυσάω χωρίς να γνωρίζω τίποτα. Έπαιζα καλογερίστικα κάτι τραγουδάκια, στραβού διαόλου που λέμε, αλλά τα αγάπησα και μου άρεσε πολύ αυτό το όργανο από τότε που ήμουν 15 χρονών. Επήγαινα στο πανηγύρι στο Κουτήφαρι, εκεί άκουσα τα κλαρίνα, το ζουρνά, το Μουγγό, το Βυζντάκα το Λια και τελευταία τον Κοσμόπουλο, ότι πρόλαβα, έφυγαν”.

Είναι πολύ ωραία η περιγραφή που κάνει ο Ρήγας Φλώρος για τις καλοκαιρινές δουλειές και πως κατά τη διάρκειά τους το έριχναν οι άνθρωποι στο τραγούδι και τη μουσική: “Τότε οι χωριανοί τα βράδια του  Αυγούστου μαζεύονταν και ξεφύλαγαν κούκλες (καλαμπόκια) στα αλώνια του χωριού, οι γυναίκες ξαίνανε μαλλιά στα σπίτια πότε στο ένα πότε στο άλλο, εγώ με το κλαρίνο τους ακλουθούσα με τραγούδια που έλεγαν και στο τέλος χόρευαν. Εκεί ερχόταν και ο μπάρμπα Νίκος ο Τσίφας κάπου - κάπου με το βιολάκι του από το Κουτήφαρι ελέγαμε κανά τραγουδάκι…”

Ο Ρήγας Φλώρος περιγράφει το πως πήγε πρώτη φορά σε πανηγύρι να παίξει κλαρίνο: “Μια μέρα ήρθε στο σπίτι μου ο μπάρμπα Γιώργης ο Μουγγός που ήταν μουσικός και μου λέει: «Άκου Ρήγα σε θέλω να έρθεις και θα πάμε μαζί να παίξουμε στο πανηγύρι στη Κουλουκάδα». «Τι λες μπάρμπα-Γιώργη εγώ δεν ξέρω δεν έχω βγει στο επάγγελμα τώρα μου άφησε ο μπάρμπας μου ο Χρήστος το κλαρίνο». «Ξέρεις ρε» μου λέει, «μη φοβάσαι είμαι εγώ με το δικό μου κλαρίνο και το βιολί, δεν είναι τίποτα. Έλα θα πάρεις θάρρος και θα γίνεις καλός». Από δω, από κει, τελικά του έταξα αλλά φοβισμένα, γιατί τότε άρχιζα να παίζω...

Βέβαια έπαιζα στο χωριό μου κλαρίνο. Τα βράδια ξεφύλλιζαν κούκλες, (καλαμπόκι), μαζευόμασταν και τραγούδαγαν οι μεγάλοι, οι γυναίκες έξαιναν μαλλιά, τραγουδούσαν και αυτές και χόρευαν. Σε καμιά γιορτή ερχόταν ο μπάρμπα - Νίκος ο Τζίφας από το Κουτήφαρι με το βιολί του και μου έδειχνε πράγματα σχετικά με τη μουσική. (Πήγα σε αρκετά πανηγύρια και γάμους μαζί με τον αδελφό του Θανάση Τζίφα, λαουτέρη, και Αντώνη).


Αντρες του χωριού Παλαιόκαστρο (Ξηροκάσι) στο πανηγύρι, δεκαετια 1960

Εδώ όμως βρέθηκα εντός επαγγέλματος με τον μπάρμπα - Γιώργη μπροστά σε ξένο κόσμο. Στο πρώτο μου πανηγύρι ως κλαριντζής στην Κουλουκάδα επάνω από το Κεφαλόβρυσο, 26 Οκτωβρίου 1955. Να μην τα πολυλογούμε παίξαμε, αν και είχα αρκετούς φόβους τα ψιλοκατάφερα, με βοήθησε ο μπάρμπα- Γιώργης με ορμήνευσε πάνω στο κλαρίνο.

Παίξαμε θυμάμαι (όταν σχόλασε η εκκλησία στο προαύλιο) από 10 η ώρα έως το βράδυ. Δύο ώρες, διακοπή το μεσημέρι για φαγητό. Χόρεψαν μέχρι να νυχτώσει. Πιο πέρα υπήρχε φως στο μαγαζί, σέρβιρε λουκούμι διάφορο. Τα όργανα μπορούσε όποιος ήθελε να τα πάρει σπίτι του για χορό, ο κάθε νοικοκύρης”.

Η λαϊκή παράδοση των πανηγυριών

Από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη του βιβλίου είναι η περιγραφή που κάνει ο Ρήγας Φλώρος για τα παλιά πανηγύρια: “Ποτέ δεν σκέφτηκα να γίνω επαγγελματίας, αλλά όταν παίρνεις στο χωριό σου σε μια γιορτή (γάμο - πανηγύρι) ένα βιολί και ένα λαούτο να σε βοηθήσουν, πρέπει να πας και εσύ στο δικό τους. Έτσι ξετυλίγεται το κουβάρι και σου κολλάει το μικρόβιο και όταν γλυκαίνεσαι και στα λεφτά, μπαίνεις στο κύκλωμα και τα μαθαίνεις όλα με την πάροδο των χρόνων και αποκτάς πείρα και μάθηση στα τραγούδια. Τραγούδια υπάρχουν πολλά και χωρίζονται σε κατηγορίες. Τα παραδοσιακά, τα συρτά, τα τσάμικα, τα νησιώτικα τα ηπειρώτικα, θρακιώτικα ανατολίτικα. Αυτά που μπορούν να τα παίξουν τα παραδοσιακά όργανα, το κλαρίνο, το βιολί, το σαντούρι, το λαούτο. Τα καθιστικά τραγούδια του τραπεζιού, του γάμου, τις μαντινάδες, τα αργά, τα γρήγορα, τα κλέφτικα, τους μπάλους τους νησιώτικους, τους αμανέδες, τους εκκλησιαστικούς ήχους, πρώτος, δεύτερος, πλάγιους, τροπάρια της Μεγάλης εβδομάδας, τα ζεϊμπέκικο, τα χασαποσέρβικα. Ό,τι μπορείς να τραγουδάς, τα βάζεις επάνω στο όργανο σου. Η μουσική είναι πνεύμα και αγαλλίαση και όταν μπεις βαθιά στα πράγματα, στο πνεύμα της, δεν μπορείς να την αποχωριστείς γιατί πια ευχαριστιέσαι ο ίδιος. Αρκεί να έχεις υπομονή μέχρι να την μάθεις. Έτσι μιλάς με το όργανο σου. Όταν έμαθα κάπως καλά θα έλεγα, γνώρισα και στα γύρω χωριά, ποιο τραγούδι ήθελε ο καθένας να χορέψει στους συγγενείς, φίλους χωριανούς. Ο ένας μου πάταγε το μάτι, και ο άλλος μου το ψιθύριζε, ή κάποιος γέρος 70-80ρης έλεγε και μονάχος του κάποιο παλιό τραγούδι που έλεγε στα νιάτα του. Έτσι μεταδίδονταν τα τραγούδια, ο ένας στον άλλον. Κανά γραμμόφωνο της εποχής εκείνης, κάνα μπαούλο ράδιο άρχισε να βγαίνει στο χωριό και για αυτό γράφω παρακάτω.