Στην Ανώνυμη Κληρονομιά των Γουηβέριων αναφέρονται τα ακόλουθα για τη γενεαλογία του, τα οποία ο γράφων παραθέτει όσο πιο συνοπτικά γίνεται.
Σιγκούρνης Γουηβέριος Α’, 1453-1571, υπεαιωνόβιος και μάλιστα εξωφρενικά, ο πρώτος Γουηβέριος που άρχισε τη δυναστεία με το όνομα της υπηρέτριας μάνας του. Κουρσάρος, ναύαρχος, πολιτικός, διέπρεψε παντού ως σκληρός και καιροσκόπος. Διετέλεσε κυβερνήτης της Ζακύνθου από το 1.500 έως το 1.540 με σιδερένια πυγμή. Μέγιστη επιτυχία του θεωρείται πως ήταν η διοικητική ενσωμάτωση στη Ζάκυνθο της Πύλου, της Μεθώνης και της Κορώνης, ενώ φρόντισε να αναγορεύσει τον εαυτό του και Άρχοντα της Μεσσηνίας. Ο βίος του παραμένει σκοτεινός και βιογραφικά στοιχεία για την ταραχώδη ζωή του έχουν χαθεί.
Σιγκούρνης Γουηβέριος Β’ 1.490-1.580, γεννήθηκε τυχαία στη Πύλο, αγνώστου μητρός, γιος του Γοηβέριου Α’. Και αυτός κουρσάρος και ναύαρχος, χωρίς ωστόσο καμιά πολιτική κρίση. Δολοφονήθηκε εν πλω ανοιχτά της Ζακύνθου από τους ναύτες του και ο λόγος ήταν ο ελεεινός του χαρακτήρας.
Σιγκούρνης Γουηβέριος Γ’ 1.540-1.641, γιος του προηγούμενου, αγνώστου μητρός επίσης, ναύαρχος και αυτός αλλά και μεγαλοκτηματίας στη Μεσσηνιακή επικράτεια και τη Ζάκυνθο, όπου διετέλεσε και αυτός κυβερνήτης, όπως ο παππούς του. Δολοφονήθηκε από τον γιο του Σιγκούρνη Γουηβέριο Δ’, 1.580-1.680, ο οποίος εκτός από κουρσάρος, ναύαρχος, πολιτικός, διετέλεσε αυθαιρέτως και Μητροπολίτης Ζακύνθου τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Πέθανε χωρίς να αφήσει διάδοχο, τουλάχιστον δεν προκύπτει οτιδήποτε σχετικό που να βρίσκεται στη ΒΑΓ, όπου ο γράφων περιδιαβαίνει.
Συνεχίζοντας τον 1ο τόμο στο Α’ διαβάζει για την Ανώνυμη Κληρονομιά των Γουηβέριων πως ο Σιγκούρνης Γουηβέριος Α’ ήταν νόθος γιος του Ανδρόνικου Ανώνυμου και μιας υπηρέτριάς του. Και γεννήθηκε τη φοβερή νύχτα της Αλώσεως της Κωνσταντινούπολης, στις 29 Μαΐου 1453.
Αυτά διάβαζε ο γράφων όταν ήρθε ο κούριερ με τον φάκελο που είχε υποσχεθεί να του στείλει η Ζακάνθα.
-ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ-